«Για να είναι ανθεκτικός και βιώσιμος ο ελληνικός τουρισμός χρειάζονται λύσεις σε δομικά προβλήματα και όχι επικοινωνιακά τρικ»
Ο τουρισμός ως οικονομική δραστηριότητα είναι ο κλάδος που στις δύσκολες ώρες της κρίσης μας κράτησε όρθιους. Παρά το γεγονός αυτό, δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι το ελληνικό τουριστικό προϊόν έχει χρόνιες αδυναμίες που θέτουν σε κίνδυνο την βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητά του, ιδιαίτερα μέσα σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον.
H πανδημία, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, οι εκάστοτε γεωπολιτικές συνθήκες και γεγονότα όπως η πτώχευση μεγάλων tour operator, όπως του Thomas Cook προ πενταετίας και του FΤI σήμερα, είναι γεγονότα που καταδεικνύουν πόσο ευάλωτος εξακολουθεί να είναι ο ελληνικός τουρισμός απέναντι στις διάφορες κρίσεις.
Παράλληλα επιβεβαιώνεται πόσο αναγκαία είναι η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου με την ανάπτυξη θεματικών μορφών τουρισμού και την σταδιακή απεξάρτησή του από την επιρροή των μεγάλων tour operator.
Όμως για την αλλαγή του τουριστικού μοντέλου απαιτείται κυρίως η ανάπτυξη και η αναβάθμιση των τουριστικών υποδομών, από κοινού με την ποιοτική βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Η καθυστέρηση ανάπτυξης υποδομών σε όλη τη χώρα και οι πολιτικές της κυβέρνησης στον τομέα των αναθέσεων και των δημοσίων συμβάσεων, δημιουργεί ποικίλες στρεβλώσεις. Αφενός, αποτελεί εμπόδιο στην αξιοποίηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων των τουριστικών προορισμών, αφετέρου ναρκοθετεί την ισόρροπη κατανομή της τουριστικής δραστηριότητας σε όλη τη χώρα.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το πρόβλημα της έντονης εποχικότητας, έχει ως συνέπεια η τουριστική κίνηση να συγκεντρώνεται σε συγκεκριμένες περιφέρειες και προορισμούς της χώρας, ενώ άλλες περιοχές παραμένουν ξεχασμένες και τουριστικά αναξιοποίητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας, η οποία στερείται της ανάπτυξης και προβολής εναλλακτικών μορφών τουρισμού, όπως και των αναγκαίων υποδομών.
Γι΄ αυτό και δεν είναι τυχαίο το ότι σύμφωνα με έρευνα του INSETE το μερίδιο επισκεπτών στην περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας ανέρχεται μόλις στο 1%.
Την ίδια στιγμή, προορισμοί που δέχονται αυξημένες τουριστικές ροές κινδυνεύουν από εξάντληση των φυσικών και πολιτιστικών τους πόρων, και από μεταβολή της φυσιογνωμίας και του χαρακτήρα τους. Επιπρόσθετα, το φυσικό περιβάλλον που αποτελεί και συγκριτικό πλεονέκτημά τους, επιδεινώνεται από την χωρίς όρια ανθρώπινη δραστηριότητα εξαιτίας κυβερνητικών επιλογών και καθυστερήσεων ως προς την εναρμόνιση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας μας με την ευρωπαϊκή.
Παράλληλα, ο αποκλεισμός από τον αναπτυξιακό νόμο και τις σχετικές δράσεις που υλοποιούνται μέσω προγραμμάτων του ΕΣΠΑ των χαμηλότερων κατηγοριών τουριστικών καταλυμάτων, στερεί τη δυνατότητα ανακαίνισης, εκσυγχρονισμού και ενεργειακής αναβάθμισής τους.
Επιπλέον, η έλλειψη ικανού αριθμού εργαζομένων, κυρίως εποχικών, και η ΄΄παραγωγή΄΄ μη καταρτισμένου φτηνού εργατικού προσωπικού οδηγούν στην υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και μας απομακρύνουν από το στόχο της προσέλκυσης περισσότερων και οικονομικά πιο εύρωστων τουριστών.
Επίσης, οι επιλογές της κυβέρνησης στον χώρο της εργασίας, η απουσία ουσιαστικής αναβάθμισης της τουριστικής εκπαίδευσης (όπως η περίπτωση των ΑΣΤΕ και των σχολών Ξεναγών) και προγραμμάτων κατάρτισης και βελτίωσης των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, προκαλούν σοβαρά προβλήματα στην εξυπηρέτηση των επισκεπτών, τα οποία εντείνονται όσο αυξάνονται οι τουριστικές ροές και οδηγούν σε μείωση της ανταγωνιστικότητάς μας.
Τέλος, τα αρμόδια Υπουργεία καθυστερούν αδικαιολόγητα να υλοποιήσουν τις απαραίτητες δράσεις, όπως χωροταξικά σχέδια και μελέτες φέρουσας ικανότητας, για την αντιμετώπιση του υπερτουρισμού και των δυσμενών συνεπειών του.
Το ευκρινές συμπέρασμα είναι ότι, για την κυβέρνηση, ο τουρισμός είναι απλώς μια δραστηριότητα για φορολόγηση, χωρίς καμία μέριμνα για την ισόρροπη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες.
Ευτυχώς ο ελληνικός τουρισμός φαίνεται προς το παρόν να επιβιώνει χάρη στις προσπάθειες και τις θυσίες κυρίως των ανθρώπων που εργάζονται και επιχειρούν σ΄ αυτόν κάτω από δύσκολες συνθήκες, αλλά και των τοπικών φορέων και κοινωνιών.
Γιατί ένα είναι βέβαιο: η επίτευξη ενός βιώσιμου και ανθεκτικού τουρισμού μέσα από την ορθή διαχείριση του προορισμού, περνάει μέσα από τη δημιουργία και εμπέδωση συνεργασιών μεταξύ των εμπλεκομένων και πρωτίστως των τοπικών κοινωνιών.
Μόνο έτσι βελτιώνεται η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και προϊόντων, αναδεικνύονται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των προορισμών, ενισχύεται η υγιής ανάπτυξη των επιχειρήσεων, βελτιώνονται οι συνθήκες διαβίωσης εργαζομένων και κατοίκων της κάθε περιοχής και αντιμετωπίζονται προβλήματα όπως η ανεξέλεγκτη εξάπλωση της βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Η τουριστική ανάπτυξη δεν μπορεί να συνεχίσει να γίνεται εις βάρος του φυσικού περιβάλλοντος, της κοινωνικής συνοχής, της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, δηλαδή των συνθηκών που εξασφαλίζουν έναν βιώσιμο και ανταγωνιστικό τουρισμό.
Χρειαζόμαστε πράξεις που θα αποσκοπούν στην επίλυση των δομικών προβλημάτων του ελληνικού τουρισμού και όχι επικοινωνιακά τρικ που διαιωνίζουν στρεβλώσεις και παθογένειες.
Καλλιόπη Βέττα
Βουλευτής Π.Ε. Κοζάνης
Τομεάρχης Τουρισμού ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ.