Η υποβολή δέκα υποψηφιοτήτων για την ηγεσία της Κεντροαριστεράς, φανερώνει θετικές και καθ’ όλα ευγενείς φιλοδοξίες που υπάρχουν, αλλά συνιστά ένα πρόβλημα στη διαδικασία.
Γράφει ο Πάρις Κουκουλόπουλος
Η οργάνωση διαλόγου μεταξύ των υποψηφίων, όπως προτάθηκε από την επιτροπή Αλιβιζάτου, είναι πρακτικά ανέφικτη.
Οι πολλές υποψηφιότητες, σχετίζονται τόσο με τον πλουραλισμό αντιλήψεων που γέννησε η πολυδιάσπαση του χώρου τα τελευταία επτά χρόνια, όσο και με τα κριτήρια υποβολής υποψηφιότητας, δηλαδή χίλιες υπογραφές και οπωσδήποτε πενήντα, σε τουλάχιστον επτά περιφέρειες.
Με άλλα λόγια, αρκούν 750 υπογραφές, στον τόπο καταγωγής και στο λεκανοπέδιο και από 50 σε άλλες 5 περιφέρειες.
Το κριτήριο αποδεικνύεται αντικειμενικά χαλαρό και βέβαια εκ των υστέρων δεν μπορεί ν’ αλλάξει, γιατί στη δημοκρατική διαδικασία, οι κανόνες που τίθενται ενόψει σημαντικών αποφάσεων, τηρούνται απαρέγκλιτα.
Χαμένοι απ’ την εξέλιξη είναι οι λιγότερο γνωστοί υποψήφιοι και τελικά η έννοια της ισοτιμίας μεταξύ των υποψηφίων στην αφετηρία.
Το παράδοξο είναι ότι τα χαλαρά κριτήρια, υιοθετήθηκαν ακριβώς για τον αντίθετο λόγο.
Αξίζει εδώ, να σταθούμε στα επιχειρήματα των χαλαρών κριτηρίων, που επικράτησαν στην αρμόδια επιτροπή.
“Να μην περιοριστούμε μόνο στους γνωστούς, που διαθέτουν μηχανισμούς και δίκτυα επιρροής, ν’ ανοίξουμε τη διαδικασία στην κοινωνία των πολιτών κτλ”.
Ακούγονται πολύ όμορφα όλα αυτά, μόνο που όπως λέγαμε κάποτε στα αμφιθέατρα, οι ιδέες δεν πέφτουν απ’ τον ουρανό.
Το ιδεολογικό υπόβαθρο αυτών των αντιλήψεων, είναι η ατζέντα του συρμού, εδώ και τριάντα χρόνια.
Τα κόμματα είναι μηχανισμοί, τα πολιτικά δίκτυα προσωποπαγείς μηχανισμοί, η διαδρομή στην πολιτική σημαίνει φθορά, η γνώση και η εμπειρία είναι περίπου “ποινικό αδίκημα”.
Η μεγαλύτερη ή μικρότερη δόση αλήθειας, που υπάρχει σε όλα αυτά, οδηγεί πολλούς στον πολιτικό μας χώρο, να υιοθετούν αυτή την ατζέντα, στο όνομα του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Αυτό όμως, δεν αναιρεί το γεγονός, ότι αυτή η ατζέντα έκανε την εμφάνισή της στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης και προωθείται συστηματικά από τα μέσα ενημέρωσης, στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Η συντριπτική κυριαρχία των δυνάμεων της οικονομίας έναντι αυτών της πολιτικής, θέλει αναλώσιμους πολιτικούς και αδύναμους πολιτικούς θεσμούς για τη διαιώνισή της.
Η ολική επαναφορά της πολιτικής και των θεσμών είναι μια σαφής διάκριση προόδου και συντήρησης σήμερα και το στίγμα της παραταξης μας επιβάλεται να ειναι σαφές σε αυτο το καίριο ζήτημα.
Με αυτη την οπτική η οργάνωση της διαδικασίας στις επικείμενες εκλογές μονο τεχνικό ζήτημα δεν ειναι γιατι άπτεται και τελικά χαρακτηρίζει ιδεολογικοπολιτικα το νέο ενιαίο φορέα.
Αυτο ισχύει φυσικά και για την ηλεκτρονική ψηφοφορία γιατι οι απόψεις που διατυπώνονται αφορούν τελικά το πως εννοούμε την κρίσιμη έννοια της συμμετοχης των πολιτών.
Στις εκλογές του Σεπτέμβριου 2015, ψήφισαν 2.000.000 πολίτες λιγότεροι, σε σύγκριση με τις εθνικές εκλογές του 2004.
Ολοένα και περισσότεροι πιστεύουν ότι δεν μπορούν ν’ αλλάξουν τη ζωή τους με τις πολιτικές τους επιλογές. Ουσιαστικά, αμφισβητείται η ικανότητα των δημοκρατικών θεσμών να εγγυηθούν την προαγωγή της ευημερίας.
Πρόκειται για ρήξη μιας ιστορικής συνέχειας, που είναι σύμφυτη με την πλήρη κυριαρχία των δυνάμεων της οικονομίας έναντι αυτών της πολιτικής.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος, που απέχουν οι πολίτες από τα κοινά κι όχι γιατί δεν έχουν δυνατότητα να ψηφίσουν από το κινητό τους.
Η ηλεκτρονική ψηφοφορία είναι υποχρέωση του πολιτικού μας χώρου, που έχει στο DNA του τη νεοτερικότητα, όπως ακριβως και τη λαϊκή συμμετοχή.
Οφείλουμε να δώσουμε τη δυνατότητα της συμμετοχης στην ψηφοφορία και με ηλεκτρονική οδό σε όσους εχουν διάθεση συμμετοχης και το δηλώνουν αυτοπροσώπως.
Στο όνομα των ανοιχτών διαδικασιών δε μπορεί να καταργήσουμε καθε έννοια συμμετοχης όταν η επιδίωξη μας ειναι ακριβώς η αντίθετη.
Λοιδορώντας την έννοια της λαϊκής συμμετοχής, κινδυνεύουμε να γίνουμε η χλεύη των παρεών, από τη Μύκονο μέχρι τα Εξάρχεια.
Είναι απορίας άξιο, γιατί δεν επικεντρωνόμαστε στη δυνατότητα ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους.
Στα ξενιτεμένα αδέρφια μας, τα τελευταία χρόνια έχουν προστεθεί πάνω από μισό εκατομμύριο από τον ανθό της χώρας, τα νιάτα της. Μπορούμε και πρέπει να στείλουμε ένα μήνυμα ηχηρό.
Είναι ένα ακόμα παράδειγμα που δείχνει ξεκάθαρα, ότι οι αποφάσεις για τη διαδικασία εκλογής, οφείλουν να ενισχύουν την πολιτική μας ταυτότητα, ποιοί είμαστε και τί θέλουμε.
Το επιστημονικό κύρος και το δημοκρατικό ήθος του Νίκου Αλιβιζάτου αποτελούν εγγύηση για τη διαδικασία, σε κάθε περίπτωση, όμως πρέπει να βοηθήσουμε όλοι, γιατί τίποτε δεν είναι εύκολο κι αυτονόητο.
Η αναγέννηση της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης, δεν είναι προσωπική υπόθεση κάποιων, γιατί αφορά τον λαό και την πατρίδα.
Αν σηκωθεί όρθια η μεγάλη δημοκρατική παράταξη, θα σηκωθεί όρθια και η χώρα.
Αυτή η πεποίθηση συνιστά και το διακύβευμα του ενιαίου φορέα της κεντροαριστεράς, με πρώτο βήμα την εκλογή επικεφαλής από τη βάση, το Νοέμβριο.