Τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται λόγος ολοένα και περισσότερο για πολλές και ποικίλες κρίσεις: οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές, εθνικές, και βέβαια για την κρίση της νεολαίας και της εφηβείας.
Υιοθετώντας λοιπόν για τον όρο “κρίση” την έννοια που ο Ισπανός συγγραφέας και φιλόσοφος Ορτέγκα υ Γκασσέτ χρησιμοποίησε στα 1942, ότι δηλαδή ο άνθρωπος περιέρχεται σε μια αρνητική αντιμετώπιση της ζωής λόγω παρεμβαλλομένης αβεβαιότητας και αναταραχής, θα ήθελα, μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα των κρίσεων, να ξεκινήσω την ομιλία μου για τα πρότυπα της συμπεριφοράς των γονιών προς τους εφήβους, με μία θετική-αισιόδοξη παρατήρηση.
Σύμφωνα με τις συστηματικές μελέτες που έχουν γίνει αλλά και με την προσωπική μας εμπειρία, είτε πάρουμε σαν ένδειξη της εφηβικής κρίσης τη συγκινησιακή ζωή του εφήβου, είτε την ποιότητα των σχέσεών του με τους γονείς του, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η εφηβεία εξελίσσεται χωρίς κρίσεις (όπως ορίστηκαν παραπάνω) ή αξιοπαρατήρητες συναισθηματικές διαταραχές. Γενικά οι έφηβοι καταλαβαίνουν την αναγκαιότητα μιας πειθαρχίας, μοιράζονται με τους γονείς τους ένα κοινό σύνολο αξιών και διατηρούν σχετικά αρμονικές σχέσεις με την οικογένειά τους.
Ασφαλώς δεν είναι ούτε εύκολο ούτε απλό να τα βγάλεις πέρα με το στάδιο της εφηβείας. Σ’ αυτή την περίοδο της τρομακτικής αλλαγής για όλους στην Οικογένεια, ο καθένας παρουσιάζεται αλλοιώτικος και σχεδόν θα πρέπει να αρχίσουν τη γνωριμία τους από την αρχή.
Η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης με φόβο, συχνά έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στους γονείς όσο και στους εφήβους και συμβάλλει στη συντήρηση λαθεμένων κοινωνικών στερεοτύπων που επιδρούν αρνητικά ακόμα και στους επαγγελματίες που ασχολούνται με εφήβους.
Η διαδικασία του αποχωρισμού και της εξατομίκευσης με στόχο τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας (που αποτελεί τον κύριο στόχο της εφηβείας κατά τον E. Erikson, 1965) αφορά, όπως προαναφέρθηκε, όλα τα μέλη της Οικογένειας και προϋποθέτει μια αμοιβαία κίνηση με την οποία ο έφηβος απομακρύνεται από τους γονείς του και αυτοί από τον έφηβο.
Σ’ αυτή την πορεία οι γονείς βρίσκονται αντιμέτωποι:
- Με την εφηβική φαντασία που βρίσκεται στο απόγειό της, ενώ οι ίδιοι είναι ήδη συμβιβασμένοι με την πραγματικότητα της ζωής.
- Με την ανάδυση της σωματικής ρώμης και της σεξουαλικής ορμής των εφήβων, ενώ οι ίδιοι βρίσκονται, στην καλύτερη περίπτωση, στο τέλος της ακμής της.
- Με τα οράματα των εφήβων για το μέλλον, ενώ οι ίδιοι έχουν κυρίως παρελθόν και το, άμεσο τουλάχιστον, μέλλον τους μοιάζει με “άδεια φωλιά”.
- Με την απώλεια του “προστατευτικού” και “παντοδυναμικού” τους ρόλου με τον οποίο εξιδανικευτικά τους έβλεπαν ως τότε τα παιδιά τους, ενώ τώρα όχι μόνο είναι περιττός αλλά και εμποδιστικός. Και τέλος σ’ όλα αυτά προστίθεται πολύ συχνά και η από τα πάνω απώλεια, δηλαδή ο θάνατος των δικών τους γονιών.
Είναι απόλυτα φυσικό λοιπόν αυτή η αναδιοργάνωση ρόλων και συναισθημάτων να υποκινήσει πολλά αρνητικά συναισθήματα μέσα τους, όπως ζήλεια, ανησυχία, έχθρα, θλίψη, που πολύ συχνά τους οδηγούν να αντιμετωπίζουν αυτή την περίοδο με αρνητικές φαντασιώσεις, οι οποίες ξεπηδούν είτε από τις αναμνήσεις της δικής τους εφηβείας, είτε από ιστορίες τρόμου και φρίκης για κατάχρηση από τους εφήβους ποτών, ναρκωτικών, σεξ και βίας. Παρόμοιες συμπεριφορές είναι συχνά τόσο δραματικές, ώστε να δημιουργούν λαθεμένες, σχεδόν μυθολογικές εντυπώσεις για την πραγματικότητα.
Αν λοιπόν οι γονείς (και όσο πιο “νευρωτικοί”, ανώριμοι, είναι τόσο περισσότερο συμβαίνει αυτό) κυριεύονται από τέτοιους φόβους για τον αποχωρισμό των παιδιών και δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ώριμα, δηλαδή με κατανόηση και συναίσθηση, αυτή την εξελικτική δημιουργική πορεία της Οικογένειας, να ποιο είναι το κοινό κίνητρο υιοθέτησης ακραίων προτύπων συμπεριφοράς απέναντι στον έφηβο – στα οποία θα ήθελα τώρα να αναφερθώ.
Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τον γονιό που σαν έφηβος είχε αναγκαστεί να καταπνίξει όλες του τις επαναστατικές τάσεις και επιθυμίες και την ανάγκη του για ανεξαρτησία – φαινόμενο αρκετά συχνό στις προηγούμενες γενεές. Αντιμετωπίζοντας την εφηβεία των δικών του παιδιών, αναπολεί αυτή την “τόσο ωραία εποχή” (“τι καλά που ήταν τότε” λέει και ξαναλέει), όπου ο ίδιος ήταν και καλός και ταχτικός και έδειχνε σεβασμό προς τους γονείς του… και μεταβάλλοντας την τοτινή παθητική του στάση σε ενεργητική, θυμώνει και τα βάζει με το παιδί του που προσπαθεί τώρα με τη σειρά του να ανεξαρτητοποιηθεί. Με αυτό τον τρόπο υιοθετεί μια τυπική αυταρχική συμπεριφορά, που πυροδοτεί έναν φαύλο κύκλο συγκρούσεων με απρόβλεπτες συνέπειες.
Κατά κανόνα οι αυταρχικοί γονείς νομίζουν ότι γνωρίζουν μόνον αυτοί τι είναι καλό για όλους τους και μιλούν εξ ονόματός των πάντων. Σπάνια μιλούν σε πρώτο πρόσωπο. Είναι διαρκώς επικριτικοί, απειλητικοί και δεν εμπιστεύονται ούτε σέβονται τους εφήβους. Υιοθετούν, σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιεί η V. Satir, μια στάση “νίκης-ήττας”. Αυτή η στάση “νίκης-ήττας” δημιουργεί την πάλη για την εξουσία. Και κάτω από κάθε πάλη για την εξουσία, κρύβεται το ερώτημα ποιος θα νικήσει. Αν χάσει ένας από τους δύο, η πάλη θα μεταφερθεί σε όλα τα επίπεδα της σχέσης τους ή θα μεταφερθεί σε τομείς που οι γονείς δεν μπορούν να ελέγξουν – π.χ. κατάχρηση αλκοόλ ή άλλων ουσιών (ναρκωτικά, τσιγάρο, κ.λ.π.), επιλογή φίλων και συναναστροφών που δεν είναι αρεστοί (περιθωριακές ομάδες, κ.λ.π.), αδιαφορία για το σχολείο, παραπτωματική-αντικοινωνική συμπεριφορά, κ.λ.π. Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν πάντοτε μια προσωπική τραγωδία. Ουσιαστικά, υποφέρει η σχέση και μειώνεται η αυτοεκτίμηση και των δύο. Γιατί οι γονείς και οι έφηβοι και αγαπούν και χρειάζονται ο ένας τον άλλον.
Η πλέον συχνή όμως αντίδραση των εφήβων στην αυταρχικού τύπου συμπεριφορά των γονιών τους, είναι η υποχώρηση και απόσυρση-αποθάρρυνση. Στην κλινική πράξη, η εικόνα αυτή είναι η πιο συνηθισμένη. Μετά τις πρώτες “ήττες” και απογοητεύσεις, ίσως και κάτω από τον φόβο της τιμωρίας ή εκδίκησης από την πλευρά των γονιών σε μια πιθανότητα δικής τους “νίκης”, οι έφηβοι αποδέχονται μόνιμα το δικό τους “άδικο” και εγκαταλείπουν κάθε προσπάθεια. Άλλωστε θα πρέπει να μην ξεχνάμε πως οι γονείς διαθέτουν και μια πολύ πραγματική και αρκετά καταπιεστική εξουσία: το χρήμα. Στην περίπτωση αυτή, οι έφηβοι γίνονται υποτακτικοί και “υπάκουοι” δίνοντας την εντύπωση στον έξω κόσμο των “ιδανικών” παιδιών. Πρόκειται για μια πύρρεια νίκη των γονιών. Στην πραγματικότητα ο έφηβος έχει δεχτεί ένα σοβαρότατο πλήγμα στην αυτοεκτίμησή του και το τίμημα γι’ αυτό είναι πολύ βαρύ. Έχει μάθει μόνο πώς να ικανοποιεί τις προσδοκίες και τα όνειρα των γονιών του και όχι τα δικά του. Δεν μπορεί να απολαύσει τη βασικότερη χαρά της ζωής, τη χαρά της δημιουργίας. Ουσιαστικά, έχει χάσει τον ίδιο του τον εαυτό. Γίνεται παθητικός και δύσπιστος, ανίκανος να δημιουργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης, και στη χειρότερη περίπτωση μπορεί να εκδηλώσει βαρύτατες καταθλίψεις.
Νομίζω πως είναι αυτονόητο ότι όσο πιο αυταρχικό και περιοριστικό είναι το οικογενειακό κλίμα, τόσο πιο έντονα μπορεί να εμφανιστούν τα φαινόμενα αυτά. Θυμηθείτε ότι τα κινήματα των Punks, Hooligans κ.ά. εμφανίστηκαν με τη μεγαλύτερή τους βιαιότητα σε μια κατ’ εξοχήν πουριτανική και συντηρητική χώρα, την Αγγλία (με τη σημαντική βέβαια συμβολή και άλλων ψυχολογικών, αλλά και κοινωνικο-οικονομικών όρων).
Θα ήθελα να σταθώ εδώ και σε μια άλλη συμπεριφορά που ενώ φαινομενικά δεν είναι αυταρχική, στην πράξη αποδεικνύεται τέτοια. Πρόκειται για τους γονείς που τρέφουν υπερβολικές φιλοδοξίες για τα παιδιά τους. Που όσα δεν πέτυχαν οι ίδιοι στη ζωή τους προσπαθούν να τα πετύχουν μέσω των παιδιών τους, προβάλλοντάς τα σ’ αυτά. Μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργούν μια καταπιεστική και αποπνικτική για τον έφηβο ατμόσφαιρα, που συχνότατα έχει το αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα. Θυμάμαι κάποιον γνωστό μου που οι γονείς του τον ήθελαν γιατρό. Έφτασε ως το Πανεπιστήμιο, μπήκε στη Σχολή αλλά δεν τελείωσε ποτέ. Σήμερα μάλιστα, ύστερα από αρκετούς κόπους, βρίσκοντας πια τον δικό του δρόμο, είναι γνωστός ζωγράφος. Εδώ θα ταίριαζε το “αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα”.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρω, εν είδει κατακλείδας, ότι κάθε έκφραση κριτικής που γίνεται από τους γονείς μέσα από μια έκρηξη θυμού, ακόμη κι όταν είναι απόλυτα δίκαιη και ξεκινά με τις καλύτερες προθέσεις, είναι μια αυταρχική συμπεριφορά και εκλαμβάνεται από τον έφηβο σαν τέτοια. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γονείς δεν πρέπει να εκφράζουν τα συναισθήματα θυμού προς τα παιδιά τους. Κάτι τέτοιο είναι κουκούλωμα της πραγματικότητας, με δυσάρεστες συνέπειες. Μπορούν όμως να πουν: “Είμαι θυμωμένος μαζί σου γι’ αυτό που έγινε. Θάθελα να το συζητήσουμε αργότερα”. Και η κουβέντα να γίνει οπωσδήποτε όταν και οι δύο θα είναι ήρεμοι.
Ας έρθουμε τώρα στη λεγόμενη φιλελεύθερη συμπεριφορά. Νομίζω πως πρέπει να κάνω κάποια σχόλια. Εάν την ελευθερία την εννοούμε σύμφωνα με το απόφθεγμα του Montesquieu: “Ελευθερία δεν είναι το να κάνει κανείς ό,τι θέλει αλλά το να μπορεί να κάνει ό,τι πρέπει”, τότε θεωρώ ότι η φιλελεύθερη συμπεριφορά των γονιών προς τους εφήβους είναι η ιδανική. Επειδή όμως στις μέρες μας την ελευθερία και τον φιλελευθερισμό μπορεί ο καθείς να τον χρησιμοποιεί όπως θέλει και επειδή οι έφηβοι εκείνο που διεκδικούν (και είναι πολύ φυσικό, γιατί θέλουν να δοκιμάσουν τις πραγματικές ικανότητες των γονιών τους) είναι μια ελευθερία χωρίς όρια, θα σταθώ να εξετάσω την “φιλελεύθερη συμπεριφορά” από αυτή τη σκοπιά – δηλαδή της ανεκτικότητας των γονιών απέναντι στις προκλήσεις των εφήβων τους και την έλλειψη ορίων και πειθαρχίας στην Οικογένεια.
Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για μία εξίσου λαθεμένη αντίληψη και στάση, που οδηγεί με τη σειρά της στα αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που προσδοκά να φέρει. Πρώτα πρώτα γιατί οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι υπαρκτοί, ανεξάρτητα από στατιστικές και υπερβολές ή μυθοπλασίες που κυκλοφορούν, όπως ανέφερα και στην αρχή. Και οι γονείς που παρέχουν ασύδοτες ελευθερίες, στην ουσία κρύβουν πίσω από το δάχτυλό τους τον φόβο τους να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους αυτούς κάνοντας πως τους αγνοούν.
Οι ανεκτικοί γονείς φοβούνται να υποστηρίξουν ανοικτά τις απόψεις και τα πιστεύω τους. Οι απαιτήσεις τους είναι τέτοιες, που στην πράξη σχεδόν πάντα παραβλέπονται. Με άλλα λόγια αποφεύγουν τη σύγκρουση με κάθε τρόπο. Αισθάνονται αδύναμοι να εμποδίσουν την προκλητική συμπεριφορά των παιδιών τους. Φτάνουν να την θεωρούν ένα αναγκαίο κακό, χάνοντας έτσι από τα μάτια τους τον δυναμισμό και τη θαυμάσια προοπτική που η πορεία της εφηβείας περικλείει. Κι όσο συμπεριφέρονται έτσι, τόσο οι έφηβοι εκλαμβάνουν την ανεκτικότητα σαν αδυναμία και ενισχύουν την αρνητική τους συμπεριφορά.
Για τον έφηβο όμως η προκλητική συμπεριφορά είναι μια ασυνείδητη κραυγή αγωνίας προς τον γονιό. Ζητάει το δικαίωμά του να βοηθήσουν τη διαδικασία ανάπτυξής του. Δοκιμάζει τους γονείς του, τη σταθερότητά τους και την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες. Έτσι θέλει να εμπεδώσει μέσα του το αίσθημα του ανήκειν σε μια στέρεη και ασφαλή Οικογένεια. Τότε νοιώθει ήρεμος και ασφαλής και ο ίδιος και μπορεί να βαδίσει τον δρόμο του προς την ανεξαρτητοποίησή του χωρίς το άγχος του αποχωρισμού και την αίσθηση του αδύναμου. Αλλοιώς θα νοιώσει: “Είμαι γόνος αδύναμων γονιών, άρα είμαι αδύναμος” ή “Οι γονείς μου δεν νοιάζονται αν θα μου επιβληθούν, δεν νοιάζονται για το τι κάνω, άρα δεν με αγαπούν” κ.α.
Ενώ λοιπόν οι γονείς υιοθετούν μια ανεκτική συμπεριφορά από τον φόβο μήπως χάσουν τα παιδιά τους (όπως άλλωστε και οι αυταρχικοί γονείς), το αποτέλεσμα είναι διαμετρικά αντίθετο.
Ας ξαναθυμηθούμε το παράδειγμά μας με τον γονιό που σαν έφηβος ήταν ανεσταλμένος, καλός και τακτικός λόγω των υπεραυστηρών οικογενειακών ορίων. Μπορεί να αντιδράσει στην εφηβεία των παιδιών του με τον αντίστροφο τρόπο απ’ αυτόν που είδαμε πριν, δηλαδή αντί να ταυτιστεί με τους δικούς του γονείς, να ταυτιστεί με τους εφήβους, φοβούμενος ότι αν θέσει όρια θα τους βλάψει όπως έχει βλαβεί ο ίδιος. Αποτέλεσμα: το αντίθετο – όπως ακριβώς και στην πρώτη περίπτωση.
Οι γονείς πρέπει να ξεκαθαρίζουν τα όριά τους και τις υποχωρήσεις τους και να ενεργούν σταθερά. Μόνο αν ξέρει ο καθένας τη θέση του απέναντι στον άλλο, έχει τα όριά του και οι συμφωνίες τηρούνται σταθερά, μπορεί να υπάρξει σεβασμός και πραγματική αγάπη. Αν θυσιάζονται τα όρια των γονιών για να τους αγαπούν τα παιδιά, το πιθανότερο είναι ότι ο έφηβος θα χάσει την εμπιστοσύνη του και ο γονιός θα νοιώθει θυμό και απογοήτευση. Φαύλος κύκλος.
Θα ήθελα να τελειώσω αναφέροντας την άποψη ενός εφήβου, έτσι όπως τη δίνει η V. Satir στο περίφημο βιβλίο της Πλάθοντας ανθρώπους (People Making, 1988):
Περισσότερο απ’ όλα μου χρειάζεται να νοιώθω ότι μ’ αγαπούν και μ’ εκτιμούν, άσχετα με το πόσο ανόητος φαίνομαι. Χρειάζομαι κάποιον που να πιστεύει σ’ εμένα, γιατί εγώ δεν πιστεύω πάντα στον εαυτό μου. Ειλικρινά, συχνά αισθάνομαι χάλια για τον εαυτό μου. Αισθάνομαι ότι δεν είμαι αρκετά δυνατός, αρκετά έξυπνος, όμορφος ή χαριτωμένος, ώστε να ενδιαφερθεί κανείς αληθινά για μένα. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι τα ξέρω όλα και ότι μπορώ να αντιμετωπίσω όλον τον κόσμο. Αισθάνομαι έντονα για όλα. Χρειάζομαι κάποιον που θα με ακούει, θα με βοηθάει να συγκεντρώνομαι, χωρίς να με κρίνει. Όταν νικιέμαι, χάνω ένα φίλο ή ένα παιχνίδι, αισθάνομαι σα να γκρεμίζεται ο κόσμος. Χρειάζομαι ένα στοργικό χέρι για να με στυλώσει. Χρειάζομαι ένα μέρος για να κλαίω, όπου κανένας δεν θα με κοροϊδεύει. Αντίθετα, χρειάζομαι κάποιον που να στέκεται απλώς δίπλα μου. Χρειάζομαι επίσης κάποιον που να μου λέει ξεκάθαρα “σταμάτα”. Παρακαλώ, όμως, μη μου κάνετε κήρυγμα και μη μου θυμίζετε όλες τις προηγούμενες αταξίες μου. Τις ξέρω ήδη πολύ καλά και νοιώθω τύψεις γι’ αυτές.
Πάνω απ’ όλα μου χρειάζεται να είσαι ειλικρινής μαζί μου για μένα και για σένα. Τότε μπορώ να σ’ εμπιστευτώ. Θέλω να ξέρεις ότι σ’ αγαπώ. Σε παρακαλώ, μην πληγώνεσαι όταν αγαπάω άλλους. Δεν θα φύγω μακρυά σου. Σε παρακαλώ να συνεχίσεις να μ’ αγαπάς.
O Γεράσιμος Φραντζιός είναι ψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής ατόμου, ομάδας, ζεύγους και οικογένειας. Διδάσκει στην Ελληνική Εταιρεία Αναλυτικής Ομαδικής & Οικογενειακής Ψυχοθεραπείας.