Πριν μερικές εβδομάδες δημοσιεύτηκε μία από τις εγκυρότερες λίστες για την κατάταξη των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων διεθνώς.
Για το έτος 2017, στη λίστα των TIMES για τα 980 καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου βρίσκονται και 5 Ελληνικά.
Το Πανεπιστήμιο Κρήτης βρίσκεται στη θέση 301, ενώ περίπου 100 θέσεις παρακάτω κατατάσσεται το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο να βρίσκεται στη θέση 601 και κάτω.
Ανάμεσά τους βρίσκονται επίσης το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εκατοντάδες θέσεις πιο πάνω βρίσκονται πανεπιστήμια της Ουγγαρίας, της Τουρκίας, της Τσεχίας, χωρών με πολύ μικρότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα.
Την ίδια στιγμή, Έλληνες επιστήμονες διαπρέπουν στο εξωτερικό, στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, στους καλύτερους ερευνητικούς φορείς, διεθνείς οργανισμούς και εταιρίες.
Πως εξηγείται αυτό; Πως είναι δυνατόν από τη μια μόνο 5 από τα 22 Ελληνικά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα να βρίσκονται ανάμεσα στα 980 καλύτερα του κόσμου και εκατοντάδες νέοι επιστήμονες να διαπρέπουν στο εξωτερικό;
Αυτό συμβαίνει διότι οι νέες γενιές εξοπλίζονται με σημαντικές γνώσεις και δεξιότητες στα πανεπιστήμιά μας, αφού η διδασκαλία είναι κατά κανόνα υψηλού επιπέδου.
Γρήγορα όμως, οι νέοι απόφοιτοι αναζητώντας εργασία αισθάνονται απογοητευμένοι, και πολλές φορές εξαπατημένοι.
Και καθώς μεγαλώνουν σε μια χώρα η οποία κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως χώρα της ανεργίας των νέων, αναζητούν εργασία εκτός Ελλάδος τροφοδοτώντας το ανυπολόγιστα επιζήμιο φαινόμενο του «brain-drain».
Πριν λίγες μέρες, με το Νόμο 4521/2018 θεσπίστηκε η ίδρυση Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Σήμερα στη χώρα λειτουργούν 22 Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και 14 Ανώτατα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Την ίδια στιγμή οι δαπάνες της χώρας μας για την παιδεία βρίσκονται στη χαμηλότερη θέση πανευρωπαϊκά, αφού σε επίπεδο ΑΕΠ οι δαπάνες για την εκπαίδευση συνολικά δεν ξεπέρασαν το 4,3%, ενώ σε ποσοστό του συνόλου των δημοσίων δαπανών η Ελλάδα κατέχει επίσης την τελευταία θέση στην Ε.Ε.
Σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον όπου ο ρυθμός μείωσης των δαπανών για την παιδεία στην Ελλάδα δεν ακολουθεί εκείνον των χωρών του ΟΟΣΑ, τίθεται το ερώτημα: Πόσα Πανεπιστήμια σηκώνει η χώρα;
Σε κάθε περίπτωση, και προκειμένου να μην παρεξηγηθώ, χαιρετίζω κάθε προσπάθεια δημιουργίας και ανάπτυξης ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. Χαιρετίζω κάθε φιλότιμη προσπάθεια στήριξης της δημόσιας παιδείας προερχόμενη είτε από την κυβέρνηση είτε από τα μέλη ΔΕΠ.
Οφείλουμε όμως να αναγνωρίσουμε και κάθε θυσία των οικογενειών σε ένα τόσο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον να σπουδάσουν τα παιδιά τους.
Γι’ αυτό και τίθεται το ερώτημα: Πως οραματιζόμαστε το Ελληνικό Πανεπιστήμιο του αύριο;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Με τον «Καλλικράτη» στα Πανεπιστήμια ή τη συγχώνευση Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων με τα Τεχνολογικά Ιδρύματα δεν θα λυθεί το πρόβλημα, παρά προσωρινά.
Η κεντρική ιδέα που πρέπει να διέπει την Ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι αυτή της έξυπνης ευελιξίας: Στη βάση αυτή της ιδέας, οι αρχές που θα πρέπει να διέπουν την οργάνωση και λειτουργία των Πανεπιστημίων πρέπει να συνοψίζονται στην:
• Πλήρης αυτοδιοίκηση των ιδρυμάτων, με την έννοια της μεγίστης δυνατής ανεξαρτησίας και της χειραφέτησης από τα δεσμά της διοικητικής γραφειοκρατίας που αναπαράγεται υπό το πρόσχημα της κρατικής εποπτείας. Η εποπτική αρμοδιότητα του Υπουργείου πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας, δηλαδή στον έλεγχο εφαρμογής ενός νόμου περί πανεπιστημίων που διασφαλίζει γενναιόδωρα την αυτοδιοίκηση και την ευελιξία τους.
• Συνεχής εξωτερική αξιολόγηση του επιστημονικού και αναπτυξιακού έργου τους τόσο σε εθνικό επίπεδο ενδεχομένως μέσω μιας ανεξάρτητης εποπτικής αρχής, όσο και σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
• Λογοδοσία στην κοινωνία των πολιτών, αλλά και στην αγορά, στους παραγωγικούς φορείς και τους ίδιους τους αποφοίτους των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων που αποζητούν το αντίκρισμα των σπουδών τους, όπως οι συνάδελφοι τους στο εξωτερικό.
Η αρχή της ευελιξίας θα έχει στόχο την καινοτομία. Την ενίσχυση της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην επανεκκίνηση της Ελληνικής οικονομίας. Βασική τέλος προϋπόθεση του νέου σχεδιασμού θα πρέπει να είναι η νομική αυτοτέλεια των πανεπιστημίων με την συνύπαρξη και ιδιωτικών (μη κρατικών- μη κερδοσκοπικών) Πανεπιστημίων στο πλαίσιο μιας πολιτικής που προσελκύει χορηγίες και ιδιωτικές επενδύσεις υπό αυστηρούς θεσμικούς και ακαδημαϊκούς όρους ποιότητας. Ακόμη και δίχως την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, είναι νομικά εφικτή η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων στο πλαίσιο μιας σύμφωνης με το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνείας του άρθρου 16, υπό το φως της νεότερης σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά πλέον και του Συμβουλίου της Επικρατείας που έχει ριζικά μετεξελιχθεί προς το καλύτερο τα τελευταία χρόνια.
Ερχόμενος τώρα στα δικά μας, χαιρετίζω προσωπικά την σύσταση της Επιτροπής για τη συγχώνευση του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και του ΑΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας. Τα μέλη της Επιτροπής μπορούν να διασφαλίσουν με την ανεξαρτησία, τις γνώσεις και το υψηλότατο ακαδημαϊκό κύρος τους τουλάχιστον τις προτάσεις που θα υποβληθούν. Από εκεί και πέρα η πολιτεία οφείλει να αγκαλιάσει τις προτάσεις αυτές, στο πλαίσιο της συγχώνευσης που ξεκίνησε και σε άλλες ακαδημαϊκές Περιφέρειες της χώρας. Σ’ εκείνο όμως στο οποίο πρέπει να στοχεύουμε, είναι η οργανωτική αυτοτέλεια στο πλαίσιο των όσων ανέφερα παραπάνω, μια οργανωτική αυτοτέλεια που θα δίνει τη δυνατότητα στο νέο φορέα να μπορεί να ανταγωνιστεί τουλάχιστον σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, αν όχι διεθνές.
Σε μια Ευρώπη και έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, σε έναν κόσμο όπου νέες απειλές περισσότερο ή λιγότερο ύπουλες κάνουν την εμφάνισή τους, τα Ακαδημαϊκά Ιδρύματα μπορούν να διαδραματίσουν την εγγύηση για την διασφάλιση κάθε πτυχής της οικονομίας και της κοινωνίας μας. Με ιδεοληψίες και προκαταλήψεις η ανώτατη εκπαίδευση, και μαζί μ’ αυτή κι η χώρα, θα οπισθοδρομούν.
Βαγγέλης Σημανδράκος
Αντιπεριφερειάρχης Γρεβενών