Μια 13χρονη ξυλοκοπήθηκε άγρια από τέσσερις συνομήλικές της στο προαύλιο σχολείου, στο κέντρο μιας ανήλικης ομήγυρης που διασκεδάζει με τον πόνο και τον εξευτελισμό – Πώς η άτυχη μαθήτρια σώθηκε απο έναν 16χρονο που μπήκε στη μέση
Υπάρχουν πράγματα που δεν θέλεις να πιστέψεις. Καταστάσεις που ακόμη και αν της ακούσεις ξανά και ξανά πιστεύεις πως οι λέξεις μπήκαν σε λάθος σειρά σχηματίζοντας μία φρίκη ικανή να βγάλει τα πάντα εκτός από νόημα. Ούτε τελεία υπάρχει. Η συναισθηματική ατέλεια εκείνων που συνθέτουν τέτοιες ιστορίες, σαν βελόνα κολλημένη σε πικάπ, διαγράφει στα χείλη σου ένα επαναλαμβανόμενο, βασανιστικό και βασανισμένο ταυτόχρονα «γιατί».
Ακούς ξανά τους «στίχους»: ένα 13χρονο κορίτσι ξυλοκοπείται άγρια από τέσσερις συνομήλικές του στο προαύλιο ενός σχολείου, στο κέντρο μιας ανήλικης ομήγυρης που διασκεδάζει με τον πόνο, τον εξευτελισμό και την απόγνωση. Η χαλασμένη βελόνα σέρνεται τώρα πάνω στον μαύρο δίσκο της κοινωνίας μας αφήνοντας πίσω της μια αίσθηση ανατριχίλας. Αδυνατείς να παρακολουθήσεις άλλο. Σπας τη βελόνα για να μην ακούς. Αυτός ο δίσκος είναι για τα σκουπίδια…
«Πρόσεχε την κόρη σου. Είπε πως θα αυτοκτονήσει»
Τέλη Αυγούστου 2020. Στην πόλη των Γιαννιτσών ένας άνδρας πλησιάζει διστακτικά κάποιον άλλον. Τα μαγαζιά τους βρίσκονται δίπλα-δίπλα, γνωρίζονται χρόνια, οι κόρες τους είναι φίλες καλές, δεν μπορεί να κρατήσει μέσα του όσα άκουσε, πρέπει να του μιλήσει: «Παύλο», του λέει με σχεδόν κομμένη την ανάσα, αφήνοντας στη συνέχεια τις λέξεις να μετακυλήσουν το βάρος που αισθάνεται να τον πλακώνει: «Χθες βράδυ με έπιασε η κόρη μου και με δάκρυα στα μάτια, μου είπε πως η δική σου θέλει να αυτοκτονήσει. Το παιδί δεν είναι καλά. Κάποιες το απειλούν, έχουν κάνει τη ζωή του μαρτύριο. Πήγαινε και μίλα της μη σας βρει κανένα κακό…».
Εκείνο το βράδυ ο Παύλος επιστρέφει στο σπίτι λίγο πιο αργά απ’ ό,τι συνήθως. Χρειάζεται χρόνο όχι μόνο για να συνειδητοποιήσει τα όσα άκουσε, αλλά και για σκεφτεί τον τρόπο με τον οποίο θα τα μεταφέρει στη 13χρονη κόρη του. Η μικρή κάθεται στο δωμάτιό της, ο πατέρας προσπαθεί να μοιραστεί μαζί της την ανησυχία του χωρίς να της δείξει το πόσο πολύ ανησυχεί: «Παιδί μου, άκουσα ότι θέλεις να αυτοκτονήσεις. Οι φίλες σου έκλαιγαν, εγώ δεν μπορώ να το πιστέψω. Τι συμβαίνει; Ο,τι κι αν σε βασανίζει πες το μου. Δεν πρέπει να φοβάσαι τίποτα. Ο μπαμπάς είναι εδώ για σένα».
Η μικρή δεν απαντά παρά μόνο γέρνει στην αγκαλιά του και ύστερα ορθώνει το ανάστημά της με ένα «όλα καλά, μπαμπά. Μην ανησυχείς…». Εκείνος συνεχίζει να ανησυχεί. Γνωρίζει καλά πως η εφηβεία είναι ένας αντίπαλος που δύσκολα μπορείς να του επιβληθείς και ότι το προστατευτικό ένστικτο των γονιών δεν είναι πάντα αρκετό για να λύσει τους γρίφους της. Πως η δύναμη ενός ενήλικα υποχωρεί μπρος στην παντοδυναμία μιας έφηβης. Οτι το παιχνίδι είναι καλά κρυμμένο, πολλές φορές ακόμη και χαμένο.
Πιστεύει ωστόσο πως όλα θα πάνε καλά, μια και η αγάπη που δένει εκείνον, τη σύζυγό του και τα τρία τους παιδιά είναι αρκετή για να ξεπεράσει τα πάντα. Από εκείνη την ημέρα η οικογένεια παρακολουθεί λίγο περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως τη μικρή τους κόρη. Το λιγομίλητο και ευγενικό παιδί που λατρεύει τη μουσική φοιτώντας στο μουσικό σχολείο της πόλης και παίζοντας φλάουτο στη Φιλαρμονική του Δήμου Γιαννιτσών. Το κορίτσι με την ενσυναίσθηση να εντοπίζει τη ρίζα του προβλήματος, αλλά και τη μεγάλη ντροπή ώστε να το προβάλει στη ζωή των άλλων…
Για να κάνουν χαβαλέ και να γελάσουν…
Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου. Το 13χρονο κορίτσι ζητάει από τους γονείς του να πάει μια βόλτα με τις φίλες του στον πεζόδρομο των Γιαννιτσών. Δεν θα αργήσει, θα είναι καλά. Οι δικοί της δεν έχουν λόγο να ανησυχούν, η μικρή φαίνεται χαρούμενη, μια βόλτα με παιδιά της ηλικίας της θα της κάνει καλό. Κανείς μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μπορεί να διανοηθεί το κακό που παραμονεύει λίγα μέτρα μακριά, όταν στη διαδρομή για τον πεζόδρομο τέσσερα κορίτσια, στην ίδια πάνω κάτω ηλικία, τη σταματούν λέγοντάς της: «Πάμε μέχρι το Γαζή Εβρενός (σ.σ.: Μαυσωλείο του Οθωμανού Στρατηγού Γαζή Αχμέτ Εβρενός) να σε σπάσουμε στο ξύλο».
Η μικρή δεν απαντάει, είναι μόνη και αρκετά φοβισμένη. Δεν είναι η πρώτη φορά που τα συγκεκριμένα κορίτσια την προκαλούν απειλώντας τη σωματική της ακεραιότητα, εκείνη θέλει ωστόσο να πιστεύει πως θα μείνουν μόνο στα λόγια… Οσο περνάει η ώρα, τα τελευταία σκληραίνουν μέχρι που διακόπτονται από ένα τηλεφώνημα. Είναι κάποιες φίλες της 13χρονης που της λένε να πάει να τις συναντήσει στο 1ο Γυμνάσιο Γιαννιτσών για να κατέβουν μετά όλες μαζί στην πόλη.
Το κορίτσι παίρνει τον δρόμο για το σχολείο, τα άλλα τέσσερα την ακολουθούν στέλνοντας ταυτόχρονα σε συμμαθητές και φίλους το παρακάτω μήνυμα: «Ελάτε στο Πρώτο Γυμνάσιο. Εχουμε beef». Δεκατριάχρονα παιδιά έχουν beef… ή αλλιώς ένα κομμάτι κρέας που θα σαπίσουν στο ξύλο για να σπάσουν πλάκα, να κάνουν χαβαλέ και να γελάσουν. Αν αυτό δεν ισοδυναμεί με την κατάντια της ηθικής, τότε η κοινωνία μας δεν έχει άλλον πάτο να πιάσει…
Οταν η μικρή φτάνει στο προαύλιο του σχολείου -το οποίο παρά την απαγόρευση παραμένει κατά έναν ανεξήγητο και αδικαιολόγητο λόγο πάντα ανοιχτό για «παιχνίδια»-, έχουν ήδη μαζευτεί καμιά τριανταριά παιδιά. Τα τέσσερα κορίτσια κινούνται τώρα απειλητικά προς την πλευρά της. Η μικρή κάνει να φύγει για να γλιτώσει, ένα αγόρι της κλείνει ωστόσο τον δρόμο μαζί με την ευκαιρία να σωθεί από τις άγριες διαθέσεις των τεσσάρων κοριτσιών.
Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου την αρπάζουν και αρχίζουν να τη χτυπούν με γροθιές και σφαλιάρες στο κεφάλι και στο πρόσωπο. Της λένε «βγάλε τα στραβόγυαλά σου γιατί θα σου τα σπάσουμε», τη βρίζουν με χυδαίες εκφράσεις, τη φτύνουν, βγάζουν από το στόμα τους τσίχλες και της τις κολλούν στα μαλλιά φωνάζοντας: «Τράβα τώρα στον πατέρα σου να σε κουρέψει».
Το παιδί δεν μπορεί να μιλήσει ούτε καν να γνέψει, πού και πού σηκώνει απλώς το κεφάλι απέναντι στο χαμηλό ανάστημα των άλλων. Το θλιβερό θέαμα κυκλώνουν θλιβερά παιδιά, δημιουργήματα ακόμη πιο θλιβερών γονέων, που διψούν για βία. Κανένα τους δεν αντιδρά και το πιο σοκαριστικό είναι πως κανένα τους δεν μοιάζει να σοκάρεται από το ελεεινό αυτό θέαμα. Πάνω από τριάντα παιδιά, φύσει και θέσει βασανιστές, μέσα στο προαύλιο ενός σχολείου ισούνται με τη χειρότερη μορφή παρακμής μιας κοινωνίας. Με την αντανάκλαση της ασχήμιας μας σε πρόσωπα παιδικά…
Από την ομήγυρη της φρίκης ξεχωρίζει μόνο ένα παιδί. Ενα 16χρονο αγόρι που μπαίνει στη μέση καταφέρνοντας να τραβήξει το 13χρονο κορίτσι μακριά από το μένος των τεσσάρων κοριτσιών και την απάθεια των υπολοίπων. Οι δυο τους αρχίζουν να τρέχουν, τα τέσσερα κορίτσια τους ακολουθούν. Δεν τους έφτανε τόση βία, δεν τους αρκούσε τόσος πόνος… Τα δύο παιδιά καταφέρνουν να ξεφύγουν τρυπώνοντας σε κάποια στενά και λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι της η 13χρονη λιποθυμάει στα χέρια του αγοριού. Το παιδί καταφέρνει να τη συνεφέρει και κρατώντας την στα χέρια φτάνει στο σπίτι της χτυπώντας το κουδούνι.
Οι γονείς της 13χρονης δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν όσα έχουν συμβεί, τα παιδιά ίσα που μπορούν να μιλήσουν από τον τρόμο. Λίγη ώρα μετά, η οικογένεια της 13χρονης κατευθύνεται στο Αστυνομικό Τμήμα Γιαννιτσών προκειμένου να υποβάλει μηνύσεις. Η μικρή ζαλίζεται, χάνει τα λόγια και το φως της, λιποθυμάει για δεύτερη φορά, ο πατέρας της τη μεταφέρει σαν τρελός στο Νοσοκομείο Γιαννιτσών. Δεν υπάρχει παιδοχειρουργός, ο άνθρωπος κατευθύνεται τώρα προς το Νοσοκομείο «Παπαγεωργίου» στη Θεσσαλονίκη όπου οι γιατροί διαπιστώνουν «κάκωση κεφαλής και ελαφριά μετατόπιση αυχένα». Η μικρή παραμένει δύο ημέρες μέσα στο νοσοκομείο παίρνοντας εν συνεχεία εξιτήριο με ευθύνη της μητέρας της, η οποία εργάζεται ως νοσηλεύτρια σε ιδιωτικό θεραπευτήριο των Γιαννιτσών. Μοιάζει να είναι καλά, οι μέρες που θα ακολουθήσουν διαψεύδουν ωστόσο αυτή την προσδοκία…
«Τώρα προέχει το παιδί. Η τιμωρία θα έρθει μετά»
Το τραγικό περιστατικό ταξιδεύει με ταχύτητα φωτός στην πόλη των Γιαννιτσών. Οι περισσότεροι έχουν έναν καλό λόγο για το θύμα, κανείς δεν θέλει να μιλήσει για τους θύτες με την παράκληση «μη μας μπλέκετε» και τα μετρημένα λόγια που λένε ότι «η παρέα, ή καλύτερα η συμμορία των τεσσάρων αυτών κοριτσιών που είναι από τον τόπο μας, έχει δείρει κι άλλα κορίτσια. Παρότι είναι παιδιά, τρομοκρατούν ακόμη και μεγάλους με τη συμπεριφορά τους, κάποιος πρέπει επιτέλους να τους κάνει τις απαραίτητες συστάσεις».
Σήμερα, όπως λένε όλοι, προέχει η υγεία του παιδιού, με το συναισθηματικό κομμάτι της να μπαίνει πρώτο απ’ όλα στην κλίμακα της ανάρρωσής του. Σύμφωνα με δικούς της ανθρώπους, το 13χρονο κορίτσι φοβάται να πάει στο σχολείο, τρέμει να βγει από το σπίτι, κοιμάται με δυσκολία, ενώ βλέπει καθημερινά τον ίδιο και απαράλλαχτο εφιάλτη της κακοποίησης: «Χθες χαμογέλασε μετά από καιρό για πρώτη φορά. Το παιδί είναι ακόμη σοκαρισμένο και παρακολουθείται από ειδικό», λέει πρόσωπο του περιβάλλοντός της και συνεχίζει: «Ολοι αναρωτηθήκαμε πώς οι γονείς της και κυρίως ο πατέρας της, που της έχει τρελή αδυναμία, δεν πήγε να πιάσει τους γονείς των τεσσάρων αυτών κοριτσιών. Οταν τον ρωτήσαμε, μας απάντησε πως η βία δεν λύνεται με βία. Οτι πιστεύει στη δύναμη των νόμων και της Δικαιοσύνης. Πως το να διαιωνίζεις το μίσος δεν σε κάνει άνθρωπο αλλά χειρότερο κι από ζώο. Και πως αυτό που προέχει σήμερα είναι να γίνει το παιδί του καλά. Η τιμωρία μπορεί, για την ώρα, να περιμένει».