Τώρα που ξεκίνησε η διανομή πετρελαίου θέρμανσης σε τιμή μάλιστα 15% ακριβότερη από την περσινή, γίνεται πολύς λόγος για τις επιπτώσεις του ψύχους και του χιονιά στην καθημερινότητα των ανθρώπων.
Αν όμως κάποιος δει το θέμα στη μεγάλη εικόνα του και σε ορίζοντα ετών, τότε συνειδητοποιεί ότι αυτό που ζουν οι άνθρωποι της Αθήνας και τις νοτίου Ελλάδας για λίγες εβδομάδες και σε ήπια μορφή κάθε έτος, το ζούνε οι κάτοικοι της βόρειας Ελλάδας για ολόκληρους μήνες (από πέντε έως οκτώ) σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες.
Το θέμα αφορά στην επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού. Έξοδα θέρμανσης, χειμωνιάτικα ελαστικά, βαριά ρούχα, επίθεση σε κοντινά δάση για ξύλευση (φαινόμενο που γιγαντώθηκε στα χρόνια του μνημονίου) και τόσα άλλα.
Στο νότο δεν μπορούν να τα φανταστούν ή αντιμετωπίζουν μια χιονόπτωση ως αλλαγή εικόνων και εφήμερων προβλημάτων που συνήθως διογκώνονται από τα ΜΜΕ για να ανατροφοδοτούνται με άγχος οι νότιοι και να γελούν οι βόρειοι.
Ακόμα και για στείρα αντιπολίτευση. Επίσης οι Δήμοι και οι Περιφέρειες πρέπει να προϋπολογίζουν μεγάλα ποσά για να ανταπεξέλθουν.
Υπάρχει όμως ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα το οποίο άπτεται της συνταγματικής επιταγής περί ισότητας των πολιτών ανάλογο (όχι όμως ίδιο) της απομόνωσης των νησιών και των προβλημάτων που ανακύπτουν από αυτή την αντικειμενική δυσκολία.
Σε πολλές περιοχές της βόρειας χώρας απαιτούνται από 2000€ έως και 6000€ το χρόνο για θέρμανση, με εξαίρεση τις περιοχές με τηλεθέρμανση.
Το γεγονός αυτό αποτελεί σαφή και σταθερή σε ετήσια βάση, μεταφορά πλούτου από το βορρά στο νότο. Και αυτό γιατί οι ποσότητες απαιτούμενων καυσίμων είναι ασύγκριτα μεγαλύτερες, οι δε φόροι που επιβαρύνουν το πετρέλαιο είναι υπερβολικοί και παράλογοι.
Το κράτος εισπράττει με μεγάλη δυσαναλογία από τους βορειοελλαδίτες πολύ περισσότερα από τους υπόλοιπους.
Επίσης καθίσταται δύσκολη η θέση των επιχειρήσεων να είναι ανταγωνιστικές, λόγω του σημαντικού κόστους καυσίμων θέρμανσης.
Το επίδομα θέρμανσης που επινοήθηκε τα τελευταία χρόνια δεν αφορά στην εξισορρόπηση αυτής της ανισότητας ούτε την θεραπεύει.
Έτσι τεράστια ποσά κάθε χρόνο φεύγουν από τις τοπικές κοινωνίες του βορρά, ενώ αντίστοιχα ποσά διατίθενται σε άλλες λειτουργίες στις περιοχές του νότου επιτείνοντας την ανισότητα.
Αν συνυπολογίσει κανείς και τον οικονομικό υδροκεφαλισμό, όπου περισσότερο από το 60% του ΑΕΠ της χώρας εμφανίζεται στην Αττική (με αυξητική τάση), γίνεται ακόμα πιο σαφής η ανισότητα.
Τι πρέπει να γίνει;
Σε καμιά περίπτωση δεν είναι θέμα αντιπαράθεσης βορρά – νότου όπως δεν αποτελεί δίπολο η νησιωτική με την ηπειρωτική Ελλάδα.
Μπορεί κάλλιστα και εύκολα να υπάρξει πολιτική παρέμβαση ώστε να προσδιορίζεται το ενεργειακό φορτίο βάσης που απαιτείται σε κάθε περιοχή και να βρεθεί εκείνο το μοντέλο επιδότησης που να διασφαλίζει την ισότητα των πολιτών ανεξάρτητα από το πού κατοικούν.
Θα πρέπει να υπάρχει ειδική διοικητική και οικονομική αρωγή προς τους ΟΤΑ προκειμένου να αντιμετωπίζουν τα καιρικά φαινόμενα αποτελεσματικά.
Επίσης υπάρχει ορθολογισμός της φορολογικής πολιτικής στην ενέργεια με παράλληλο έλεγχο της παράνομης διακίνησης καυσίμων.
Η πολιτική αυτή αποτελεί κίνητρο για να μείνουν οι άνθρωποι στον τόπο τους και κυρίως στα χωριά τους τον χειμώνα.
Έτσι εξαλείφεται σε μεγάλο βαθμό η αδικία.
Αντιμετωπίζεται επίσης εν μέρει το φαινόμενο της συσσώρευσης του ΑΕΠ στην Αττική και αποκαθίσταται το αίσθημα δικαίου στον πολίτη που βλέπει ότι έως και το 30% (ίσως και περισσότερο) του ετήσιου εισοδήματός του διατίθεται για τη θέρμανση.
Παράλληλα λύνεται σε κάποιο βαθμό και το πρόβλημα της ετήσιας δασοκτονίας.
Ο τρόπος υπάρχει. Η βούληση αναζητείται. Έχουμε βουλευτές στο τόπο μας;
Γκουντιός Β. Γιάννης