Η διαιτητική θεραπεία συνεχίζει να αποτελεί το βασικότερο και σημαντικότερο κομμάτι της συνολικής θεραπευτικής παρέμβασης του σακχαρώδη διαβήτη – Ο κύριος Χάρης Δημοσθενόπουλος Κλινικός Διαιτολόγος-Βιολόγος, προϊστάμενος του Διαιτολογικού Τμήματος στο «Λαϊκό» Νοσοκομείο Αθηνών αναλύει τα νέα δεδομένα που αφορούν τη διατροφή ως βάση κάθε θεραπευτικής προσέγγισης.
Τα τελευταία χρόνια η έρευνα στο πεδίο της διατροφής τείνει να αλλάξει τα δεδομένα και σε ότι αφορά τη διατροφή των ατόμων με διαβήτη, τόσο του τύπου 1 όσο και του τύπου 2. Καθώς η έρευνα συνεχίζεται εστιάζουμε στα καίρια σημεία που προβληματίζουν τους ειδικούς και γίνονται αντικείμενο ενδελεχούς επιστημονικής μελέτης. Η διαιτητική θεραπεία του διαβήτη συνεχίζει να αποτελεί το βασικότερο και σημαντικότερο κομμάτι της συνολικής θεραπευτικής παρέμβασης στον σακχαρώδη διαβήτη και για αυτό το λόγο αποτελεί τη βάση κάθε θεραπευτικού αλγορίθμου. Οι στόχοι της διατροφικής θεραπείας είναι να διατηρήσει ή να βελτιώσει την ποιότητα ζωής, τις διατροφικές συνήθειες και τη συνολική υγεία ενώ έχει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη και τη θεραπεία της κάθε οξείας ή μακροπρόθεσμης επιπλοκής του διαβήτη, που σχετίζεται με καταστάσεις συνοσηρότητας και συνοδών διαταραχών. Αυτό ισχύει, λόγω της άμεσης σχέσης που υπάρχει μεταξύ της συνολικής δίαιτας και της θεραπευτικής διαχείρισης της νόσου, η οποία πρέπει να παρέχεται από εξειδικευμένο κλινικό διαιτολόγο και να εξατομικεύεται.
Ο συνδυασμός της σωστής διατροφής και της συστηματικής άσκησης είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για την πρόληψη και αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη.
1. Πρότυπα διατροφής
Τα τελευταία χρόνια έχουμε περάσει από τη μελέτη των μεμονωμένων θρεπτικών συστατικών στη μελέτη των διατροφικών προτύπων, στη συνύπαρξη δηλαδή των υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών σε δίαιτες όπως η μεσογειακή, ή nordi και άλλες. Αν και παλιότερα συστήνονταν μόνο συμβατικές υποθερμιδικές και χαμηλές σε λίπος δίαιτες, με κατώτερη πρόσληψη υδατανθράκων τα 130 γραμμάρια ανά ημέρα, σήμερα οι μεγάλοι οργανισμοί όπως ο ADA, συστήνουν μία ποικιλία από πρότυπα-δίαιτες που δίνουν περισσότερες επιλογές στα άτομα με ΣΔ. Μια ποικιλία διατροφικών προτύπων (συνδυασμοί διαφορετικών τροφίμων ή ομάδες τροφίμων) είναι λοιπόν αποδεκτή για την διαχείριση του διαβήτη με βασικότερα από αυτά το Μεσογειακό, το χαμηλό σε λίπος, το χαμηλό σε υδατάνθρακες, το DASH και άλλα.
2. Πόση πρωτεΐνη στη διατροφή του διαβήτη;
Η σύσταση για την πρόσληψη συνολικών πρωτεϊνών είναι 15-20% της συνολικής προσλαμβανομένης ενέργειας ή 0.8-1 γρ/kg. Γνωρίζοντας ότι η διαιτητική πρωτεΐνη μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της ινσουλινικής αντίδρασης, χωρίς ταυτόχρονη αύξηση των επιπέδων γλυκόζης του αίματος, οι ισχύουσες συστάσεις αναφέρουν ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της οξείας ή την πρόληψη της βραδινής υπογλυκαιμίας. Τα άτομα με ΣΔ θα πρέπει να αποφεύγουν να ακολουθούν για μεγάλο διάστημα, διαιτολόγια υψηλά σε πρωτεΐνη, ως μέσο για την απώλεια του σωματικού βάρους, όσο οι μελέτες πάνω στις μακροχρόνιες επιπτώσεις πρωτεϊνικής πρόσληψης μεγαλύτερης του 20% δεν έχουν δώσει ακόμα ξεκάθαρα αποτελέσματα, κυρίως για τη νεφρική λειτουργία.
3. Υπάρχουν ιδανικές αναλογίες σε Πρωτεΐνες – Υδατάνθρακες – Λιπαρά;
Τις τελευταίες δεκαετίες οι συστάσεις για τη δίαιτα στο ΣΔ τροποποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό, διαμορφώνοντας πλέον ένα πιο «ελεύθερο» διαιτολόγιο, με σαφείς κανόνες και οδηγίες, αλλά με λιγότερες απαγορεύσεις και με περισσότερες επιλογές. Στα σύγχρονα διαιτολόγια για τον διαβήτη, οι υδατάνθρακες δεν απαγορεύονται και δεν υπάρχουν σαφείς οδηγίες. Απλά, συστήνονται πλέον τρόφιμα υψηλά σε ίνες και με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη. Τρόφιμα όπως η πατάτα, το ψωμί και τα ζυμαρικά ενσωματώνονται στο συνολικό διαιτολόγιο, χωρίς να θεωρούνται «διατροφικό λάθος». Ακόμη και τα απλά σάκχαρα συστήνονται σε ποσοστό έως 10%. Ένας καλός γλυκαιμικός έλεγχος, ειδικά σε ινσουλινοεξαρτώμενα άτομα με διαβήτη και άτομα σε εντατικοποιημένα σχήματα ινσουλίνης ή σε αντλία, απαιτεί το συστηματικό υπολογισμό των υδατανθράκων των γευμάτων, μέσω της μέτρησης των γραμμαρίων ή της χρήσης των ισοδυνάμων.
4. Τι γίνεται με το λίπος;
Αναθεωρημένη η επιστημονική ματιά στο λίπος, τις κατηγορίες τους και τον ρόλο του στην υγεία μας. Μήπως δεν είναι τόσο επιβαρυντικό και «δαιμονοποιημένο» όσο πιστεύαμε; Η μειωμένη και ποιοτικότερη πρόσληψη λιπαρών, σε ποσοστό 25-35% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, ανάλογα με την ηλικία, αποτελεί βασικό άξονα της διαιτητικής πρόσληψης στον ΣΔ, αν και τα τελευταία χρόνια επισημαίνεται η σημασία της ποιότητας και λιγότερο της ποσότητας του διαιτητικού λίπους. Παράλληλα για την αντικατάσταση των «κακών» λιπαρών, συστήνεται η πρόσληψη μονο- και πολυακόρεστων λιπαρών, και μάλιστα στις τελευταίες συστάσεις προτείνεται ακόμα και η υψηλότερη θερμιδική συμμετοχή των λιπαρών, εις βάρος των υδατανθράκων, αρκεί να γίνεται μέσα από την υψηλότερη πρόσληψη ελαιολάδου και ωμέγα- 3 λιπαρών, κρατώντας έξω από τη δίαιτα τηγανητά τρόφιμα, αρτοσκευάσματα, (κρουασάν, κουλούρια, κράκερ, κέϊκ κ.ά).
5. Η σημασία της απώλεια βάρους
Δεδομένου ότι η μέτρια απώλεια βάρους μειώνει την αντίσταση στη δράση της ινσουλίνης, συστήνεται πλέον σε όλα τα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα υψηλού κινδύνου για εφάνιση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (με τιμή σακχάρου νηστείας > 100 mg/dl ή με 2-ωρες μεταγευματικές τιμές σακχάρου άνω του 140 mg/dl) και τιμές γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) 5,7-6,4%. Για τα άτομα αυτά, ακόμη και μια μέτρια απώλεια βάρους, που δεν ξεπερνά το 7-10% του αρχικού βάρους είναι αποδοτική, πάντα βέβαια σε συνδυασμό με φυσική δραστηριότητα, 150 λεπτά/εβδομάδα π.χ. καθημερινό περπάτημα. Μία μεγάλη μελέτη (DIRECT) έδειξε ότι η απώλεια ενός σημαντικού αριθμού κιλών (>15 κιλά) μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην υποστροφή του διαβήτη και να διαφοροποιήσει την ανάγκη για φαρμακευτική αγωγή στα άτομα με ΣΔτ2.
6. Υπάρχει ιδανικός αριθμός γευμάτων;
Όσον αφορά τις επιπτώσεις της συχνότητας των τροφίμων και τη συμπερίληψη ή μη σνακ στην καλύτερη γλυκαιμική ρύθμιση στο ΣΔτ2, υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι η αυξημένη συχνότητα γευμάτων οδηγεί σε καλύτερη γλυκαιμική διαχείριση ενώ υπάρχουν και άλλες που καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει σημαντική διαφορετική επίδραση όσον αφορά την απώλεια βάρους και την διαχείριση της γλυκόζης. Η American Heart Association συστήνει σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και τη συχνότητα των γευμάτων ότι όσο μεγαλύτερη είναι η συχνότητα κατανάλωσης τροφής (περισσότερα σε αριθμό γεύματα και ενδιάμεσα γευματίδια) τόσο αυτή φαίνεται να σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης ΣΔτ2, αλλά δεν φαίνεται να έχει καμία επίδραση στα σάκχαρα νηστείας ή στην αντίσταση στην ινσουλίνη χωρίς απώλεια βάρους. Γενικά και η κατανομή των γευμάτων σχετίζεται και εξατομικεύεται ανάλογα με τον τύπο του ΣΔ και το είδος της θεραπείας.
*Ο Χάρης Δημοσθενόπουλος SRD. MMedsci.PhDc, είναι Κλινικός Διαιτολόγος-Βιολόγος, προϊστάμενος του Διαιτολογικού Τμήματος στο «Λαϊκό» Νοσοκομείο Αθηνών
Πηγή:ygeiamou.gr