Πολλοί γονείς στις μέρες μας έρχονται αντιμέτωποι με μία διαφορετικότητα αποτυπωμένη στις ικανότητες και την συμπεριφορά του παιδιού τους. Συχνά μην γνωρίζοντας τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει αυτή, την μεταφράζουν βεβιασμένα σε μία μορφή νοητικής ανεπάρκειας. Κάτι τέτοιο έχει άμεσα αντίκτυπο στην ψυχολογία του παιδιού και στην μετέπειτα ακαδημαϊκή και κοινωνική εξέλιξή του. Είναι σημαντικό λοιπόν να ενημερωθούμε επαρκώς για τα αληθή χαρακτηριστικά της δυσλεξίας, τις δυσκολίες που συνδέονται με αυτήν αλλά και τα ταλέντα που η δυσλεξία περιλαμβάνει.
Ο όρος «δυσλεξία» παρουσιάστηκε πρώτη φορά από τον νευρολόγο Berlin (1872), ο οποίος και βασίστηκε στην ελληνική ετυμολογία : Δυς + λέξη, με σκοπό να αποδώσει τις δυσκολίες στον γραπτό λόγο.
Η δυσλεξία είναι ένα κράμα ικανοτήτων και δυσκολιών που ασκούν επιρροή στις διαδικασίες μάθησης, π.χ ανάγνωση, γραφή, ορθογραφία. Είναι μία κατάσταση που επιμένει και συνοδεύεται από δευτερεύουσες αδυναμίες στις περιοχές της ταχύτητας, της επεξεργασίας, της βραχυπρόθεσμης μνήμης, της οργάνωσης, της αλληλουχίας, της ομιλούμενης γλώσσας, των κινητικών δεξιοτήτων, ίσως της ακοής και της οπτικής αντίληψης. Από την άλλη πλευρά, η δυσλεξία έχει αποδειχθεί συναφής με άριστη εκμάθηση αριθμητικής, μουσικής αντίληψης και ισχυρών προφορικών δεξιοτήτων.
Αιτιολογία
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες οι αιτίες της δυσλεξίας είναι οι παρακάτω:
- Βιολογικές ( Γενετικές και νευροβιολογικές)
- Γνωστικές
- Περιβαλλοντικές
Συμπτώματα
Στον γραπτό λόγο τα συμπτώματα της δυσλεξίας εμφανίζονται με την μορφή ακατάστατων έργων, συνοδευόμενων από μουντζούρες ή διορθώσεις. Συνήθως συγχέουν τα γράμματα και αναγραμματίζουν τις λέξεις. Επίσης συχνά δεν τηρούν τα περιθώρια των σελίδων και η ορθογραφία τους είναι ακατάλληλη της ηλικίας τους.
Στην περιοχή της ανάγνωσης δυσκολεύονται να συνδυάσουν γράμματα και φθόγγους, γεγονός που οδηγεί στην αδυναμία κατανόησης του γραπτού λόγου. Διστάζουν να διαβάσουν, ιδιαιτέρως όταν τους ζητηθεί κάτι τέτοιο να πραγματοποιηθεί δυνατά. Υπάρχει περίπτωση να προσθέτουν λέξεις και συχνά χάνουν το νόημα μίας ιστορίας που γράφεται ή διαβάζεται.
Ως προς τις μαθηματικές γνώσεις, συγχέουν την αριθμητική σειρά, τα σύμβολα και επιδεικνύουν αδύναμη μνήμη διαδοχικής σειράς (π.χ αλφάβητο, πίνακας).
Στον τομέα της συμπεριφοράς οι δυσλεκτικοί μαθητές αποφεύγουν τις εργασίες, με το πρόσχημα άλλων δραστηριοτήτων, π.χ ακόνισμα μολυβιού. Επίσης συχνά ονειροπολούν με αποτέλεσμα την διάσπαση προσοχής. Τέλος, βιώνουν υπερβολική κούραση, λόγω της υπέρμετρης προσπάθειας να συγκεντρωθούν.
Ψυχοσυναισθηματικές επιπτώσεις στο παιδί
Ένα δυσλεκτικό παιδί αισθάνεται ότι διαφέρει από τους υπόλοιπους συμμαθητές του και φίλους του, και βιώνει μία συναισθηματική σύγχυση. Πολλές φορές επιθυμεί να εκφράσει επιθυμίες του, να μοιραστεί τις γνώσεις που κατέχει, ακόμη και τα ενδιαφέροντά του. Όμως δεν βρίσκει με ευκολία τις κατάλληλες λέξεις, γεγονός που το οδηγεί σε στιγμιαίο συναισθηματικό πανικό. Νιώθει πως έχει σωστές σκέψεις , αλλά αδυνατεί να τις εκφράσει, και το αποτέλεσμα είναι αισθήματα αποτυχίας.
Παρέμβαση
Η παρέμβαση στις περιπτώσεις δυσλεκτικών παιδιών, θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη σε κάθε παιδί, δηλαδή να στοχεύει σε συγκεκριμένες περιοχές δυσκολίας του, καθώς η δυσλεξία σε κάθε άτομο πιθανόν να περιλαμβάνει και διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Ένα τυπικό πρόγραμμα παρέμβασης ενέχει τεχνικές αποτελεσματικής μάθησης, στους τομείς ανάγνωσης και γραφής και ενίσχυση των γνωστικών δεξιοτήτων. Επίσης ο συνδυασμός της ψυχολογικής υποστήριξης του παιδιού και της παροχής πληροφοριών σε εκπαιδευτικούς και γονείς, αποφέρει σημαντικά θετικά αποτελέσματα σε ζητήματα συμπεριφοράς.
Συμπεράσματα
Το σύνδρομο της δυσλεξίας δεν εμφανίζει καμία συσχέτιση με το επίπεδο ευφυΐας ενός παιδιού, καθώς ούτε με την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση του. Οι εκπαιδευτικές επιλογές είναι αυτές που ασκούν επιρροή στις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στα παιδιά αυτά. Αν και η δυσλεξία έχει συνυφαστεί με ένα σύνολο μαθησιακών δυσκολιών, είναι σημαντικό να τονιστεί και η ύπαρξη θετικών στοιχείων που απορρέουν από αυτήν. Πολλοί άνθρωποι με δυσλεξία έχουν διαπρέψει σε τομείς μηχανολογίας, αρχιτεκτονικής, ανθρωπιστικών επαγγελμάτων και ηθοποιίας. Εάν στα άτομα αυτά προσφερθεί η κατάλληλη υποστήριξη, πρακτική και ψυχολογική, τότε είναι δυνατόν να κατακτήσουν τους στόχους που οι ίδιοι θα θέσουν. Μερικά παιδιά δεν έχουν εξαιρετικά ταλέντα, όλοι όμως έχουν δυνατά σημεία.
Κωνσταντίνα Βαϊοπούλου Ψυχολόγος MSc-Ειδική Παιδαγωγός
Πηγή: psycholozin.gr