Ο αναθεωρητισμός Ερντογάν και οι εντεινόμενες τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο υπογραμμίζουν με δραματικό τρόπο την πρωτεύουσα σημασία της ενέργειας και της πρόσβασης στους υδρογονάνθρακες. Οι αυστηρές προειδοποιήσεις των απανταχού επιστημόνων και οι κινητοποιήσεις εκατομμυρίων πολιτών στον κόσμο δεν συγκινούν τις χώρες-μεγάλους ρυπαντές. Η κλιματική αλλαγή βρίσκεται εντός των πυλών και βέβαια δεν αντιμετωπίζεται σε μία και μόνη χώρα, ούτε καν σε μια ήπειρο.
Τα ορυκτά καύσιμα παρέχουν σήμερα το 81,4% των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών ενώ οι ΑΠΕ μόνο το 1,5%. Η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας αναμένεται να είναι περίπου 40% υψηλότερη το 2035 από ό,τι το 2015, με τα ορυκτά καύσιμα να καλύπτουν τότε το 75% της παγκόσμιας ζήτησης -ακόμα κι αν εφαρμοστούν όλες οι τρέχουσες πολιτικές δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ο 21ος αιώνας θα είναι αιώνας του άνθρακα μέχρις ότου υπάρξουν ριζικές ανατροπές στις τεχνολογίες αποθήκευσης, χρήσης υδρογόνου στις μεταφορές και βέβαια στη σύντηξη.
Με αυτή την οπτική το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που πρόσφατα παρουσίασε η κυβέρνηση, παρουσιάζει κραυγαλέα κενά εγείροντας ερωτήματα για τους σκοπούς που τελικά υπηρετεί.
■ Κατ αρχάς δεν πρόκειται για ενεργειακό σχεδιασμό, αφού περιορίζεται πρακτικά στην ηλεκτρική ενέργεια ακολουθώντας την πεπατημένη του προηγούμενου ΕΣΕΚ (ΣΥΡΙΖΑ).
Οι στόχοι μείωσης εκπομπών επιτυγχάνονται στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος με την πλήρη απολιγνιτοποίηση μέχρι το 2028. Προκαλεί κατάπληξη ότι από το σημερινό ΕΣΕΚ, όπως και από το προηγούμενο, απουσιάζει κάθε αναφορά-στόχος ανάπτυξης του σιδηρόδρομου, του πιο οικολογικού δηλαδή μέσου χερσαίων μεταφορών.
Σημειώνεται ότι οι μεταφορές, σύμφωνα με το Σχέδιο, θα καλύπτουν το 40% των συνολικών ενεργειακών αναγκών της χώρας το 2030. Το ίδιο απουσιάζει η ενεργειακή αξιοποίηση των απορριμμάτων όπως και ο οδικός χάρτης που οδηγεί στον φιλόδοξο στόχο της ηλεκτροκίνησης (30% το 2030).
■ Η πιο εμφανής αδυναμία του ΕΣΕΚ εντοπίζεται στη χρηματοδότησή του, στον κρισιμότερο δηλαδή παράγοντα επιτυχίας του προγράμματος, όπου απαιτούνται επενδύσεις 43,8 δισ. ευρώ σε 11 χρόνια. Η προηγούμενη κυβέρνηση «έψαχνε» 32,7 δισ. ευρώ σε 12 χρόνια και χαρακτηρίστηκε ιδιαίτερα φιλόδοξη από την Κομισιόν στην έκθεσή της για την ελληνική οικονομία (Φεβρουάριος 2019). Κανένας δεν πιστεύει στα σοβαρά ότι οι στόχοι που τίθενται για το 2030 πρόκειται να επιτευχθούν με το παρόν ΕΣΕΚ και τους μηχανισμούς που (δεν) περιλαμβάνει.
■ Η πλήρης απολιγνιτοποίηση δεν επιλέγεται χάριν του περιβάλλοντος αλλά του φυσικού αερίου, που καλείται να καλύψει και τις βέβαιες καθυστερήσεις στη διείσδυση των ΑΠΕ τα επόμενα χρόνια. Είναι απόλυτα ρεαλιστική η πρόβλεψη οτι η ενέργεια της χώρας το 2030 θα βασίζεται στο φυσικό αέριο πολύ περισσότερο από όσο προβλέπει το ΕΣΕΚ. Εδώ εντοπίζονται οι μείζονες επιλογές τις οποίες κρύβει επιμελώς το επικοινωνιακό ιμπέριουμ της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η ΔΕΗ σχεδόν μηδενίζει το μερίδιό της σε παραγωγικές μονάδες βάσης και ο ηλεκτρισμός παραδίδεται στους εισαγωγείς ρεύματος και φυσικού αερίου από τρίτες χώρες. Η ασφάλεια εφοδιασμού, για την οποία «σφάζονται παλικάρια» ανά τον κόσμο, στην Ελλάδα εξισώνεται με την «αύξηση διαφοροποίησης ενεργειακών πηγών και των προμηθευτών από τρίτες χώρες» (sic).
Οσο για το εγχώριο καύσιμο, που κατά το ΕΣΕΚ είναι μη ανταγωνιστικό, αν έμπαιναν στον κόπο να ρωτήσουν οποιονδήποτε έμπειρο μηχανικό μεταλλείων θα μάθαιναν ότι το κόστος του λιγνίτη μπορεί να περιοριστεί κατά 10-15 ευρώ ανά τόνο, κάτι που τον καθιστά ανταγωνιστικό με βάση την εξέλιξη των δικαιωμάτων ρύπων που προβλέπει το ΕΣΕΚ.
■ Το σχέδιο ελάχιστα αναφέρεται στην τιμή της kWh τα επόμενα χρόνια, κρύβοντας τις μεγάλες αυξήσεις που έρχονται. Με κεντρικό ζητούμενο της χώρας την ανάπτυξη, οι κυβερνητικές επιλογές δίνουν στο κόστος ΗΕ χαρακτήρα κλειδωμένης ανισότητας όπως ισχύει με το κόστος του χρήματος.
■ Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τις λιγνιτοφόρες περιοχές περίπου ως παράπλευρες απώλειες, επιφυλασσόμενη να μας παρουσιάσει το σχέδιό της έναν χρόνο μετά την εκλογή της πλήττοντας καίρια τον μύθο της περί ετοιμότητας.
Η Δυτική Μακεδονία και ειδικότερα η Κοζάνη και η Φλώρινα κυριολεκτικά εξαφανίζονται από τον χάρτη και το χειρότερο είναι ότι η κυβέρνηση δεν αντιλαμβάνεται το μέγεθος του προβλήματος. Η περιοχή έχασε 4,5 χρόνια με τον ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να οικοδομήσει ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και η Ν.Δ. τής στερεί βίαια τον ελάχιστο χρόνο που χρειάζεται.
Μέχρι να απαντήσει η κυβέρνηση σε όλα αυτά, ας αλλάξει τους τίτλους του πονήματός της επι το… κανονικότερον, δίνοντας τον τίτλο που του πρέπει: Εθνικό Σχέδιο Εισαγόμενων Καυσίμων-ΕΣΕΚ.
Πάρης Κουκουλόπουλος*
*Μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας του Κινήματος Αλλαγής