Εμμηνόπαυση είναι η οριστική διακοπή της εμμήνου ρύσεως τουλάχιστον για ένα έτος που οφείλεται στην εξάντληση των ωοθυλακίων της ωοθήκης. Η ηλικία της εμμηνόπαυσης είναι σχετικά σταθερή και τοποθετείται στην Ελλάδα στα 51 χρόνια ηλικίας. Αν υπολογίσει κανείς ότι η μέση επιβίωση της Ελληνίδας είναι τα 82 έτη, η γυναίκα θα περάσει το 1/3 της ζωής της ως εμμηνοπαυσιακή.
Η χρονική περίοδος της μετάβασης από την αναπαρωγική ηλικία στην εμμηνόπαυση καλείται περιεμμηνόπαυση. Η μέση διάρκεια της κυμαίνεται από τρία έως οκτώ (3-8) χρόνια συμπεριλαμβανομένου και του πρώτου έτους από την τελευταία εμμηνορυσία.
Η μετάβαση από τους τακτικούς κύκλους στην εμμηνόπαυση συνήθως είναι σταδιακή. Η πρώτη μεταβολή είναι η βράχυσνη της διάρκειας του κύκλου κατά δύο με πέντε (2- 5) ημέρες. Στον εργαστηριακό έλεγχο διαπιστώνουμε αύξηση των τιμών της θυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH). Στον δεύτερο χρόνο μειώνονται οι ωοθυλακιορρηκτικοί κύκλοι με αποτέλεσμα η γυναίκα να έχει άστατους κύκλους, αλλά χωρίς άλλα συμπτώματα. Εργαστηριακά διαπιστώνεται αύξηση των τιμών της FSH αλλά και της οιστραδιόλης (Ε2). Αργότερα,αρχίζει η έκπτωση της παραγωγής οιστρογόνων από την ωοθήκη και οι κύκλοι γίνονται αραιότεροι και ξεκινάει η εμφάνιση των συμπτωμάτων. Εργαστηριακά υπάρχει μεγαλύτερη αύξηση της FSH και πτώση της τιμής της Ε2 στο αίμα.
Συμπτωματολογία
Κατά την εμμηνόπαυση παρατηρείται ένα πλήθος συμπτωμάτων που αφορά στο σύνολο του γυναικείου οργανισμού (αγγειοκινητικό-καρδιαγγειακό-μυοσκελετικό-ουρογεννητικό σύστημα, δέρμα, ψυχολογία) και οφείλονται στη μείωση της έκκρισης οιστρογόνων από την ωοθήκη. Η εγκατάστασή τους είναι σταδιακή, όχι ταυτόχρονη για όλα τα συστήματα και συνήθως ακολουθεί συγκεκριμένη σειρά. Οι περισσότερες των γυναικών αναφέρουν ως αρχικά συμπτώματα τις μεταβολές του αγγειοκινητικού συστήματος οι οποίες εκδηλώνονται με τη μορφή εξάψεων και εφιδρώσεων. Εν συνεχεία, γύρω στα 55 έτη, αναφέρουν συμπτώματα από το ουρεγεννητικό σύστημα όπως ξηρότητα κόλπου, δυσπαρεύνεια, μείωση της σεξουαλικής διάθεσης και υποτροπιάζουσες κολπίτιδες και κυστίτιδες. Γύρω στα 60 έτη εκδηλώνονται συμπτώματα από το καρδιαγγειακό σύστημα όπως ισχαιμικά και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, επιδεινώνεται η οστεοπόρωση, ενώ τα ψυχοσωματικά επεισόδια (διαταραχές ύπνου, χρόνια κόπωση, εναλλαγές συναισθήματος, απώλεια ενδιαφέροντος, κεφαλαλγίες) μπορούν να εμφανιστούν σε οποιαδήποτε φάση.
Οστεοπόρωση
Η πτώση των οιστρογόνων σηματοδοτεί μια περίοδο αυξημένης οστικής αποδόμησης κυρίως στη σπονδυλική στήλη. Αν συνυπάρχουν άλλοι προδιαθεσικοί παράγοντες (λήψη γλυκοκορτικοειδεών, κάπνισμα, χαμηλό σωματικό βάρος, οικογενειακό ιστορικό, έλλειψη βιταμίνης D, διατροφή χαμηλή σε ασβέστιο, έλλειψη σωματικής άσκησης) ή παθολογικές καταστάσεις που οδηγούν σε οστεοπόρωση (υπερθυρεοειδισμός, υπερπαραθυρεοειδισμός, χρόνιες φλεγμονώδης νόσοι, πρώιμη εμμηνόπαυση) τότε ο κίδυνος για οστεοπορωτικά κατάγματα αυξάνεται ραγδαία.
Καρδιαγγειακό Σύστημα
Η πτώση των οιστρογόνων οδηγεί σε υπερχοληστερολαιμία και υπερλιπιδαιμία με αποτέλεσμα αυξημένη αθηρογένεση. Επίσης, η μείωση του μονοξειδίου του αζώτου ενισχύει την αγγειοσύσπαση η οποία επιτείνεται λόγω της ένδειας οιστρογόνων (τα οιστρογόνα ευνοούν την αγγειοδιαστολή). Η αυξημένη αθηρωμάτωση σε συνδυασμό με την αγγειοσύσπαση μπορεί να οδηγήσουν σε στεφανιαία νόσο και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια.
Ουρογεννητικό Σύνδρομο Εμμηνόπαυσης
Η μείωση των οιστρογόνων οδηγεί σε λέπτυνση του κολπικού επιθηλίου και μυική ατροφία με αποτέλεσμα δυσουρικά ενοχλήματα, υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, ακράτεια ούρων, κολπική ξηρότητα, αίσθημα καύσου και δυσπαρεύνεια.όλα αυτά αποτελούν το λεγώμενο ουρογεννητικό σύνδρομο εμμηνόπαυσης.
Αλλαγές σε Εμφάνιση και Συμπεριφορά
Στην εμμηνόπαυση παρατηρείται απώλεια της ελαστικότητας του δέρματος, λέπτυνση και ρυτίδωσή του. Οι μαστοί χάνουν το σφρίγος τους, ενώ λόγω της πάχυνσης των φωνητικών χορδών η φωνή γίνεται βαθύτερη. Όλες οι αλλαγές που βιώνει η γυναίκα στην εμμηνόπαυση οδηγούν σε ψυχολογικές μεταβολές όπως ευερεθιστότητα, κόπωση, άγχος, πονοκεφάλους, αδυναμία συγκέντρωσης, διαταραχές ύπνου, έκπτωση πρόσφατης μνήμης και κατάθλιψη.
Θεραπεία
Η θεραπευτική προσέγγιση της εμμηνόπαυσης περιλαμβάνει τη φαρμακευτική και τη μη φαρμακευτική αντιμετώπιση. Όσον αφορά τη μη φαρμακευτική αντιμετώπιση αυτή συμπεριλαμβάνει ισορροπημένο πρόγραμμα διατροφής που θα πρέπει να εμπλουτίζεται με ασβέστιο, βιταμίνη D και Ω-3 λιπαρά οξέα, σωματική άσκηση, διακοπή καπνίσματος, περιορισμό της κατανάλωσης αλκοόλ και καφεϊνης και διατήρηση του σωματικού βάρους σε φυσιολογικά επίπεδα. Επίσης κάποιες εναλλακτικές θεραπείες όπως η χρήση σόγιας, ισοφλαβόνων, βαλσαμόχορτου, σιμισιφούγκα και βιοπανομοιότυπων ορμονών φαίνεται να είναι ωφέλιμες.
Η φαρμακευτική θεραπεία της εμμηνόπαυσης συνίσταται στη λεγόμενη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. Στόχος της θεραπείας είναι η αποκατάσταση του επιπέδου οιστρογόνων στον οργανισμό που θα θεραπεύσει ή θα προλάβει τις επιπτώσεις της εμμηνόπαυσης. Συνεπώς, δε χορηγούμε τη δόση της φυσιολογικής ενδογενούς παραγωγής οιστρογόνων των προεμμηνοπαυσιακών γυναικών αλλά αυτή που θα ωφελήσει στη θεραπεία των συμπτωμάτων. Πρακτικά, η δόση αυτή είναι 2-8 φορές μικρότερη από τη συνήθη δόση υποκατάστασης. Σε γυναίκες που διατηρούν τη μήτρα τους συγχορηγούμε και προγεσταγόνο για την πρόληψη υπερπλασίας του ενδομητρίου ενώ σε όσες έχουν υποστεί υστερεκτομή αρκεί η χορήγηση οιστρογόνου. Αν χορηγηθεί η τιμπολόνη ως θεραπεία υποκατάστασης, δε χρειάζεται το προγεσταγόνο λόγω της διπλής οιστρογονικής και προγεσταγονικής δράσης της. Επίσης, σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης μπορεί να χορηγηθεί ραλοξιφαίνη, ασβέστιο, βιταμίνη D, διφωσφονικά και καλσιτονίνη.
Η θεραπευτική προσέγγιση της εμμηνόπαυσης αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο που απαιτεί ιδιαίτερη ανάλυση και θα το αναπτύξουμε σε ξεχωριστό άρθρο. Επίσης, σε επόμενα άρθρα θα μιλήσουμε για την πρώιμη εμμηνόπαυση και την πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια.
Όπως προαναφέραμε, η γυναίκα θα περάσει το 1/3 της ζωής της ως εμμηνοπαυσιακή. Συνεπώς, καλό θα είναι να συμβουλεύεται το γυναικολόγο της για όλα όσα παρατηρεί και να είναι τακτική στην ετήσια εξέτασή της. Εις το επανιδείν!