Οι «πανελλαδικές» δεν είναι εξετάσεις αλλά διαγωνισμοί, όπου συγκρίνονται οι υποψήφιοι, μεταξύ τους, για να καλύψουν συγκεκριμένες διαθέσιμες θέσεις των ιδρυμάτων, από όσους θα απαντήσουν καλύτερα, σε «αναξιόπιστα» πάντως ζητήματα, σύμφωνα με τα εκάστοτε πλασματικά κριτήρια (1) της λεγόμενης αριστείας, ανεξάρτητα από την απόλυτη βαθμολογία, που εξαρτάται, κάθε φορά, από τη σχετική δυσκολία ή την ευκολία των θεμάτων.
Ο καθορισμός της ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα ΑΕΙ (ενός επιπλέον «κόφτη») είναι άδικος, ανεδαφικός και ύποπτος, καθόσον μένουν εκτός «νυμφώνα», όχι μόνον όσοι δεν έπιασαν την αβάσιμη βάση (2), αλλά και όσοι την υπερέβησαν κατά πολύ και δεν εισάγονται στις πρώτες προτιμήσεις τους και είναι σαθρό το «δήθεν συμπέρασμα» ότι οι απόφοιτοί μας είναι αγράμματοι, επειδή σ’ αυτούς τους διαγωνισμούς δεν «έπιασαν» αυτή την εφήμερη πάντως βάση… στα μη βασικά, τα οποία δεν εμπεδώνουν ωστόσο και τα ξεχνούν γρήγορα, αλλά παρόλα αυτά μπορούν να εισάγονται στο εξωτερικό ή στα «ισότιμα» ιδιωτικά κολλέγια, ή στα ΙΕΚ, χωρίς περιορισμό.
Το θέμα είναι καθαρά πολιτικό και ιδεολογικό και σχετίζεται με την ψυχολογία της νοοτροπίας της πτυχιομανίας, με την οποία ήταν διαποτισμένη η Ελληνική κοινωνία, η οποία νοοτροπία, όχι μόνον παραμένει, αλλά επιτείνεται αιφνιδιαστικά, αντί να εξαλειφθεί και είναι απαράδεκτο, όμως, να καθορίζονται αυθαίρετα και εκ των υστέρων οι θέσεις των εισακτέων…
Αντί οι ειδικοί να κάνουν την αυτοκριτική για τα κατορθώματά τους, γιατί οι μαθητές γράφουν στις πανελλαδικές κάτω από τη βάση και πώς θα απαλύνουν ή θα εξηγήσουν το φαινόμενο, τους χλευάζουν κι από πάνω, με περισσή αλαζονεία και χαιρεκακία και μάλιστα τιμωρητικά!.
Οι ξένοι αφήνουν διάπλατα ανοιχτές τις πύλες για την τριτοβάθμια, γιατί ψάχνουν έστω και έναν στα εκατό χρόνια, που ενδέχεται να σώσει την ανθρωπότητα, αλλά εμείς αποκλείουμε κάποια π.χ. μαθηματική ιδιοφυία, επειδή δεν έγραψε καλά και μάλιστα στιγμιαία, π.χ. στα Ελληνικά ή στη χημεία, αγνοώντας και τους «εν υπνώσει Αϊνστάιν» που μπορεί κάποτε να ενεργοποιηθούν, τους οποίους όμως, εμείς, έχουμε «χάσει» από την εκκίνηση….
(1): Τα κριτήρια είναι αναξιόπιστα από πολλές πλευρές:
Ιδού, ένα παράδειγμα: Κάποιος αριστούχος φοιτητής και πτυχιούχος, ακόμη και διδάκτορας και επιτυχημένος επαγγελματίας (π.χ. ιατρός, μηχανικός, νομικός, οικονομολόγος, εκπαιδευτικός κλπ), που γνωρίζει άριστα την επιστήμη του, εκ του αποτελέσματος, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορέσει να εισαχθεί, π.χ. με τη σημερινή εξεταστέα ύλη, στην ίδια του τη σχολή, από την οποία αποφοίτησε με άριστα!
(2). Η λεγόμενη βάση δεν αφορά σε βασικές γνώσεις, καθότι πολλά εξεταζόμενα μαθήματα δεν διδάσκονται υποχρεωτικά στην αντίστοιχη σχολή!
Έτσι, παράγουμε δυστυχισμένους πολίτες, ακούσιους πτυχιούχους χωρίς αντίκρισμα και με ματαίωση, που ψάχνουν εναγωνίως μία θέση στην παραγωγή και πολλές φορές ξαναγυρίζουν 5 χρόνια πίσω, αναζητώντας άλλες διεξόδους..
Ο προηγούμενος υπουργός έλυσε τον αιώνιο γόρδιο δεσμό, της πτυχιομανίας, ως βαυαρικό κατάλοιπο που οι ξένοι το αποτίναξαν γρήγορα, όπου ο γονιός θεωρούσε ύψιστη υποχρέωση να σπουδάσει το παιδί του όπου νάναι και με το στανιό (με ιδιαίτερα, οικονομικές θυσίες κλπ), γιατί το θεωρούσε, λόγω των φραγμών, ως απαγορευμένο καρπό (με την προσδοκία ότι θα είναι και γλυκός)….
Έτσι, με την ελεύθερη πρόσβαση, σχεδόν όλων στα ΑΕΙ, εκτονώθηκε ο παραπάνω πειρασμός, τυπικά λόγω της «τεχνητής απαξίωσης» των ΑΕΙ, γιατί έπαψε να είναι δυσεύρετο αγαθό (μιας και δε χρειάζεται να υπηρετούν όλοι την επιστήμη, αφού υπάρχει και η εφαρμογή της επιστήμης, η παραμελημένη αλλά χρήσιμη τεχνολογία) και παράλληλα φάνηκε να αποκτά και το Λύκειο τη μορφωτική του αυτοτέλεια με μία κρίσιμη και σχεδόν αναλλοίωτη και διαχρονική μάζα της ύλης, που πρέπει να την εμπεδώνουν όλοι κι αυτή είναι η πραγματική εκπαιδευτική βάση, έστω η ελάχιστη.
Με την αδέσμευτη και απαραίτητη μορφωτική υποδομή του λυκείου, που είναι πλέον αρκούντως ικανή, οι απόφοιτοι μπορούν να δρουν φυσιολογικά (όπως σχεδόν σε όλες τις χώρες), κατευθυνόμενοι οικειοθελώς και σε άλλες διεξόδους, όπως τα ΙΕΚ π.χ., όπου αυτόματα στράφηκαν ακόμα και φοιτητές ή πτυχιούχοι των ΑΕΙ…, γιατί ικανοποιούν τις κλίσεις τους, αλλά και την εύκολη είσοδό τους στην παραγωγή. (που άλλοι τη λένε αγορά εργασίας).
Βέβαια, τα δημόσια ΙΕΚ παραμένουν και με τη νέα πολιτική, αλλά κι εκεί διατηρείται για τα ιδιωτικά το προνόμιο των ελκυστικών ειδικοτήτων.. (λόγω της ελεύθερης ευελιξίας).
Η κριτική δεν έγκειται στην παρουσία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που προσφέρει πολλά στο συναγωνισμό, αλλά στη διατήρηση του αντιτεχνολογικού συνδρόμου, που καλλιεργούμε με την «ανισοτιμία» της πνευματικής με την χειρονακτική εργασία, όπου ορθώνεται και πάλι το επιλεκτικό φίλτρο της διαλογής σε αμνούς και ερίφια (όσοι δεν περάσετε από το κόσκινο για τα ΑΕΙ, μπορείτε να περάσετε, αναγκαστικά, από δεύτερο «υποβαθμισμένο» κόσκινο για τα Δημόσια ΙΕΚ και όχι όλοι), πράγμα που προβληματίζει και «πεισμώνει» τον πολίτη…
Έτσι, επανέρχεται και πάλι ο ψυχολογικός μηχανισμός άμυνας, παρόλο που όλοι οι άνθρωποι πρέπει να είμαστε ισότιμοι, ανεξάρτητα από την ενασχόλησή μας, όπου απλά αλλάζουν οι ρόλοι μας.
Τα παραπάνω πισωγυρίσματα και ιδίως τα βιαστικά, βλάπτουν σοβαρά την παιδεία.
Βέβαια, η απαγόρευση της λειτουργίας ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, κάθε βαθμίδας, δεν είναι δημοκρατική ενέργεια και πρέπει να αφήνουμε όλα τα λουλούδια να ανθίζουν, ελεύθερα…
Ειδικά για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, λόγω ειδικών συνθηκών και για τους πολίτες που είναι πολυάσχολοι (υπουργοί, βουλευτές, ΟΤΑ, μεγαλοεπιχειρηματίες, μεγαλοαγρότες κλπ, που δεν διαθέτουν τον ανάλογο χρόνο για τη φροντίδα των παιδιών τους, αλλά κατά τεκμήριο έχουν και την οικονομική επιφάνεια), τα ιδιωτικά προσφέρουν ιδιαίτερη υπηρεσία (τουλάχιστον ως παιδοφυλακτήρια), αλλά η πολιτεία υποχρεούται να προσφέρει και σε όλους τους υπόλοιπους ίσες ευκαιρίες, και όσο γίνεται «ίδιες» αφετηρίες (βρεφονηπιακοί σταθμοί, ολοήμερα κλπ) και σε κάθε περίπτωση, οργανωτικά και εποπτικά, να κυριαρχεί ο δημόσιος χαρακτήρας (όπως και στην υγεία).
Η άποψη που ισχυρίζεται ότι όσα μπορεί να κάνει ο ιδιώτης δεν τα κάνει το δημόσιο, για λόγους δημοσιονομικούς, δεν ευσταθεί για το αγαθό της εκπαίδευσης, που πρέπει να παρέχεται σε όλους.
Είναι ελεύθεροι όσοι θέλουν να επιλέξουν την ιδιωτική εκπαίδευση, αφού μπορούν και πληρώνουν, αλλά αν τυχόν το δημοσιονομικό κόστος είναι δυσβάστακτο, να θεσπιστεί ειδικός φόρος, για τους έχοντες ανάλογα με τα εισοδήματα, αφού έτσι κι αλλιώς τα πληρώνει ο πολίτης, αλλά δεν θα υπάρχει οικονομικός φραγμός για τους μη έχοντες.
Για την τριτοβάθμια παρόμοια.
Μπορεί να λειτουργούν και τα ιδιωτικά ΑΕΙ, έστω με την εφεύρεση των κολλεγίων, αλλά η πολιτεία πρέπει να μεριμνήσει για επαρκείς θέσεις στα δημόσια, ιδίως σε σχολές αμφιθεάτρου.
Ποιος ιδιώτης θα λειτουργούσε πολυτεχνεία και ιατρικές που απαιτούν δαπανηρά εργαστήρια;
Περιορίζονται όλοι, στις ανέξοδες σχολές αμφιθεάτρου, που μπορεί να τις λειτουργήσει και το δημόσιο, αδαπάνως, αφού λόγω και του δημογραφικού περισσεύει η κτηριακή υποδομή.
Είναι όμως ανεπίτρεπτη η ξενομανία να ξεφυτρώνουν κολλέγια, ως παραρτήματα του εξωτερικού, να τα επιδοτούμε και τα χρήματα να φεύγουν έξω.
Σχετικά με τα επαρχιακά ΑΕΙ: Είναι έγκλημα αυτό που γίνεται με τη συρρίκνωσή τους.
Το πανεπιστήμιο είναι το απαραίτητο μορφωτικό και πολιτιστικό κύτταρο κάθε κοινωνίας, τουλάχιστον σε επίπεδο νομού, όπου θα απευθύνεται κάθε πολίτης και από εκεί θα ξεκινούν διάφορες δράσεις κι αυτό είναι εύκολο να γίνει, αφού οι αποστάσεις «μηδενίστηκαν» και μπορούν να μετακινούνται οι καθηγητές από τους κεντρικούς πυρήνες των ΑΕΙ.
Να λειτουργήσουν περιφερειακά παραρτήματα μεγάλων ΑΕΙ.
Γιατί ο αριθμός των εισακτέων ενός τμήματος π.χ. της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης λ.χ. της νομικής, ή του μαθηματικού να είναι 500 ή 400, με πολλά τμήματα και να μη μεταφερθούν μερικά στην κοντινότερη επαρχία, χωρίς να λησμονούμε και το ανοικτό ψηφιακό πανεπιστήμιο;
Αντί να τρέχουμε στα ξένα ιδρύματα, να γεμίσουμε την Ελλάδα με τέτοια, ώστε να δίνουμε εμείς τα φώτα στους άλλους και όχι να είμαστε τσιράκια τους.
Να επανέλθουν τα διετή πανεπιστημιακά τμήματα (ακαδημίες κατάρτισης) για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ και ΙΕΚ, ώστε να υπάρχει δυνατότητα να «λουσθούν» όλοι με την πανεπιστημιακή αύρα…
Ειδικά για φέτος, να αυξηθούν οι θέσεις, κατά 30% στις σχολές πρώτων προτιμήσεων και να μην ισχύσει η ελάχιστη βάση εισαγωγής. Ευχαριστώ και καλή χρονιά για όλα τα παιδιά..
Τσολακόπουλος Ανδρέας, συνταξιούχος, ηλ/γος-μηχ/γος-μαθηματικός π. σχολικός σύμβουλος.