H ανήλικη γνώρισε τον 20χρονο όταν ήταν στην 6η Δημοτικού Σχολείου – Πώς τα οικογενειακά προβλήματα και η ενδοοικογενειακή βία την έριξαν στην αγκαλιά του
Και έτσι, αναίρεσε εφετειακή απόφαση που είχε απαλλάξει τον 20χρονο σύντροφο της ανήλικης, τον οποίο γνώρισε μέσω του face book όταν ήταν στην 6η τάξη του Δημοτικού.
Τους αρεοπαγίτες τους απασχόλησε μια ερωτική περιπέτεια ανήλικης, η οποία από υπερτροφική αγάπη του πατέρα της και τις σε βάρος της χειροδικίες του, την οδήγησαν να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία και να διαμένει μόνιμα με 20χρονο νέο και την Αλβανικής καταγωγής μητέρα του.
Σύμφωνα με την αρεοπαγιτική απόφαση η ανήλικη όταν ήταν στην 6η Δημοτικού Σχολείου χρησιμοποιούσε το facebook της μητέρας της, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει επαφές, γνωριμίες και φιλικές σχέσεις με διάφορα παιδιά της περιοχής όπου κατοικούσε στην Μακεδονία. Τους φίλους της τους συναντούσε, σχεδόν καθημερινά στην κεντρική πλατεία.
Οι έντονες εφηβικές ανησυχίες της αλλά και οι διαταραγμένες σχέσεις των γονιών της, βρήκαν καταφύγιο στο φιλικό δεσμό που ανέπτυξε με 20χρονο, ο οποίος εν συνεχεία εξελίχθηκε σε ερωτικό δεσμό.
Το καλοκαίρι του 2012, όταν ήταν 13 ετών ήρθε κατ΄ επανάληψη σε πλήρη ερωτική επαφή με 20χρόνο τον οποίο είχε γνωρίσει μέσω του facebook και είχε ενταχθεί στον φιλικό κύκλο της παρέας της.
Ο πατέρας της ανήλικης όταν πληροφορήθηκε τις σχέσεις της με τον 20χρονο, από υπερτροφική αγάπη που της είχε, προσπάθησε ανεπιτυχώς να διακόψει αυτό το δεσμό της. Μάλιστα, ο πατέρας της, όπως αναφέρει η αρεοπαγιτική απόφαση, χειροδίκησε πολλές φορές τόσο κατά του 20χρονου, όσο και κατά της ίδιας της κόρης του, με αποτέλεσμα «να ενισχύει ακόμα περισσότερο τη διάθεσή της για να απομακρυνθεί από την πατρική οικογένειά της και να βρει καταφύγιο ηρεμίας στη σχέση της με τον 20χρονο».
Η 13χρονη είχε «όψιμη σωματική αλλά και πνευματική ανάπτυξη, έντονη προσωπικότητα και η ευφυΐα της ήταν εμφανής», ενώ σύμφωνα με την κατάθεση ψυχίατρου πραγματογνώμονα, ενώπιον του δικαστηρίου «η ωριμότητά της είναι σαν κοπέλας 25 ετών».
Αντίθετα, ο 20χρονος, ήταν «ανώριμος ηλικιακά, πλην όμως ευαίσθητος ψυχικά», ενώ σύμφωνα με κατάθεση γιατρού γυναικολόγου, «η ερωτική δραστηριότητα ανηλίκου στα 13 έτη δεν είναι συχνό φαινόμενο, αλλά όχι και ανύπαρκτο».
Από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο κατά πλειοψηφία (με 4 ψήφους υπέρ έναντι 3 κατά), κηρύχθηκε αθώος, για τα αδικήματα «της αποπλάνησης παιδιού, που είχε συμπληρώσει τα δώδεκα, όχι όμως και τα δεκατέσσερα έτη, κατ’ εξακολούθηση». Μάλιστα, μετά την απαγγελία της κατηγορίας, για 6 μήνες προφυλακίστηκε στις φυλακές Γρεβενών.
Όμως, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου άσκησε αναίρεση υπέρ του νόμου κατά της αθωωτικής απόφασης και η Ολομέλεια την έκανε δεκτή. Να σημειωθεί ότι το «δια ταύτα» της απόφασης επί της αναίρεσης υπέρ του νόμου, δεν μετατρέπει το αθωωτικό αποτέλεσμα, αλλά έχει νομολογιακό χαρακτήρα.
Οι αρεοπαγίτες σημειώνουν ότι σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα (άρθρο 339) όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με ανήλικο πρόσωπο που συμπλήρωσε τα 12 αλλά όχι τα 14 έτη, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών.
Η ποινική αυτή διάταξη, «έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλάνησης παιδιού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς, από γενετήσια άποψη, πράξης με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών».
Επισημαίνει, ο Άρειος Πάγος, ότι η συναίνεση του ανηλίκου σε ερωτικές πράξεις «ή η παρ’ αυτού πρωτοβουλία ή ακόμη και πρόκληση δεν έχουν σημασία», ούτε απαλλάσσουν τον δράστη από τις ποινικές ευθύνες του και δεν αίρουν την αξιόποινη πράξη.
Πάντως, δεν παραλείπουν οι αρεοπαγίτες να αναφέρουν τρόπους ποινικής διαφυγής για ανάλογες περιπτώσεις. Χαρακτηριστικά επισημαίνουν ότι η ελληνική νομοθεσία επιτρέπει την τέλεση γάμου με ανήλικο, κατόπιν αδείας, από το 10ο έτος. Και προσθέτουν ότι για να γλυτώσει την ποινική δίωξη ο 20χρονος μπορούσε να τελέσει γάμο με την ανήλικη, «έστω και εικονικό», δηλαδή, εξηγούν «θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί την έντονη επιθυμία της κοπέλας για διατήρηση αυτής της σχέσης».
Όμως, συνεχίζουν οι δικαστές «η ανωριμότητά του (συγκατοικεί με τη μητέρα του, η οποία ως οικονομική μετανάστης από την Αλβανία εργάζεται και τον συντηρεί) όχι μόνο δεν του επιτρέπει να τελέσει γάμο με την παθούσα, αλλά αποτελεί και την αδιάψευστη απόδειξη ότι καμία τέλεση ασελγούς πράξης εις βάρος της παθούσας δεν συνέβη χωρίς τη θέλησή της».