Aπό την πρώτη ημέρα που τα φώτα έπεσαν πάνω στη Ρούλα Πισπιρίγκου και άρχισε να φωτίζεται το πρωτοφανές ιατρικό, δικαστικό και αστυνομικό θρίλερ γύρω από το θάνατο των τριών κοριτσιών της, ήρθαν στην επικαιρότητα όλα τα δράματα που έχουν υπογράψει οι σύγχρονες Μήδειες.
Μητέρες που σκότωσαν τα παιδιά τους απασχόλησαν τα αστυνομικά δελτία και συγκλόνησαν την κοινή γνώμη τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. “Εάν αποδειχτεί πως η Πισπιρίγκου σκότωσε τα τρία παιδιά της θα είναι μοναδική περίπτωση στα αστυνομικά χρονικά της χώρας”, έχουμε συνηθίσει να λέμε.
Αυτή η διαπίστωση δυστυχώς δεν είναι αληθής. Πριν από 90 χρόνια διαδραματίστηκε ένα οικογενειακό δράμα, μία σπαρακτική ιστορία που σόκαρε το πανελλήνιο και προκάλεσε συγκίνηση και πόνο. Οι ανταποκρίσεις από την Καλαμάτα στις αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής είναι κόβουν την ανάσα…
Το Ασπρόχωμα βάφτηκε με αίμα
Όλα έξελίχθηκαν το βράδυ της 23ης Ιανουαρίου 1933 στο χωριό Ασπρόχωμα της Μεσσηνίας που σήμερα απέχει μόλις 4 χιλιόμετρα από την Καλαμάτα αλλά εκείνη την εποχή η απόσταση ήταν μία ώρα δρόμος. Σημειωτέων πως αναφερόμαστε για μία περίοδο που η Ελλάδα προσπαθούσε να ορθοποδήσει από τη Μικρασιατική καταστροφή και υπήρχε κυβερνητική αστάθεια. Η ανεργία και η φτώχια σάρρωναν. Ειδικά στην επαρχία η κατάσταση ήταν τραγική. Σε διεθνές επίπεδο οι ΗΠΑ βίωναν τις επιπτώσεις του οικονομικού κραχ και ο Αδόλφος Χίτλερ έχει πάρει τα ηνία της Γερμανίας και έχει αρχίσει τις πρώτες διώξεις.
Τα τρία αγγελούδια
Στο χωριό Ασπρόχωμα επικρατούσε η απόλυτη φτώχεια και οι πολυμελείς οικογένειες τα έφερναν δύσκολα βόλτα. Μία από αυτές τις οικογένειες ήταν του Γιώργου Βλαχογιάννη (στις πρώτες ανταποκρίσεις αναφέρονταν ως Δρακογιάννης). Ηταν παντρεμένος με την Αλεξάνδρα Γ.Βλαχογιάννη και είχαν αποκτήσει δύο υιους και ένα κοριτσάκι. Το 1933 ο Χρήστος ήταν 8 ετών, ο Στάθης 6 ετών και το κοριτσάκι ήταν αβάπτιστο.
Από το ταβερνείο στο κρεβάτι
Ο Βλαχογιάννης καταπιάνονταν με πολλές δουλειές αλλά επειδή το σπίτι τους ήταν σε πέρασμα διατηρούσε ένα υποτυπώδες ταβερνείο και το μεροκάματο έβγαινε όταν παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα το 1923. Είχε λίγες κόττες και πάλευε στο μποστάνι του όπου φύτευε ζαρζαβατικά. Γύρω στο 1928 αρρώστησε βαριά με πνευμονία και από τότε άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Η υγεία του επιβαρύνθηκε. Αρρώστησε και με βροχοπνευμονία και δε μπορούσε ούτε καν να περπατήσει. Χρήματα για φάρμακα και θεραπείες δεν υπήρχαν και η οικογένεια συντηρήθηκε για μεγάλο διάστημα από τις λιγοστές αποταμιεύσεις.
Μεγάλη φτώχια
Εκτός από τα πέντε στόματα που έπρεπε να τραφούν, ο ίδιος χρειάζονταν φάρμακα για να αντιμετωπίσει την ασθένεια του. Χρήματα δεν υπήρχαν και το χωριό ήταν φτωχό. Παρόλα αυτά σχεδόν καθημερινά όλοι έκαναν έρανο για να ενισχύσουν τον Βλαχογιάννη και την οικογένεια του.
Στα 35 φαίνονταν… γραία
Η άλλοτε υπομονετική και χαμογελαστή Αλεξάνδρα είχε χάσει το κέφι της και τη διάθεση της και “στα 35 της χρόνια έμοιαζε με γραία”. Μήνες ζητιάνευε με πενιχρά αποτελέσματα. Περνούσαν 3-4 μέρες που δεν είχε να δώσει ψωμί και γαλά στα παιδιά της, ενώ η ίδια και ο άρρωστος Χρήστος είχαν σκελετωθεί.
Βγήκε για ελεημοσύνη
Οι γείτονες συμπονούσαν το δράμα της οικογένειας αλλά και οι ίδιοι μόλις που είχαν τα βασικά. Με το σύζυγο της κατάκοιτο η Αλεξάνδρα αναγκάστηκε να βγει στους δρόμους για ελεημοσύνη. Τα παιδιά έκλεγαν για ώρες στο σπίτι, ο άρρωστος μπαμπάς κοιμόταν για να κάνει οικονομία δυνάμεων. Δεν είχε άλλη επιλογή. Η ζωή τους είχε γίνει κόλαση…
Εχασε τα λογικά της η Αλεξάνδρα
Η Αλεξάνδρα Βλαχογιάννη παρά τις προσπάθειες να βρει λύσεις επέστρεφε άπραγη στο σπίτι της. Οι μέρες περνούσαν και οι γείτονες αντιλήφθηκαν πως η Αλεξάνδρα άρχισε να έχει αλλοπρόσαλη συμπεριφορά. Είχε νευρικές εκρήξεις, φώναζε και γελούσε συνάμα. “Εχασε τα λογικά της η Αλεξάνδρα” έλεγαν οι συγχωριανοί της όπως λέει ο Τύπος της εποχής αλλά δε μπορούσαν να φανταστούν αυτά που θα επακολουθούσαν.
Έξι μέρες χωρίς μπουκιά
Πέρασαν έξι ολόκληρες ημέρες και η ίδια, τα παιδιά της και ο σύζυγος της δεν είχαν να βάλουν ούτε μπουκιά στο στόμα τους. Τα παιδιά έκλαιγαν από την πείνα και ο άρρωστος σύζυγος της κοιμόταν για ώρες από την αδυναμία του.
Εκαναν έρανο οι συγχωριανοί
Οι γείτονες πρότειναν να μοιραστούν τα παιδιά σε κάποιες οικογένειες και η ίδια να αφοσιωθεί στην φροντίδα του συζύγου της, ενώ στον τελευταίο έρανο τους είχαν μαζέψει 200 δραχμές για τα φάρμακα του συζύγου της και φαγητό για τα πεινασμένα παιδιά.
“Η απόγνωσι την έκαμαν να τρελαθεί”
Η μητέρα όμως αρνήθηκε την προσφορά τους και κατελήφθη από κρίση. “Η οικονομική απαθλίωσης , η αρρώστια του ανδρός της, τα κλάματα των πεινόντων παιδιών της, η απόγνωσι με μία λέξι που την εκυρίευε την έκαμαν να τρελαθεί”, έγραφε η εφημερίδα ΕΘΝΟΣ στο φύλλο της 25ης Ιανουαρίου 1933 δημοσιεύοντας εκτενές ρεπορτάζ του ανταποκριτή από την Καλαμάτα.
Τα έβαλε για ύπνο
Το βράδυ της Δευτέρας 23ης Ιανουαρίου η Αλεξάνδρα Βλαχογιάννη έβαλε τα πεινασμένα παιδιά για ύπνο μπροστά από το τζάκι του σπιτιού. Ο Χρήστος Βλαχογιάννης κοιμόταν σε άλλο δωμάτιο για να μην κολλήσουν τα παιδιά από την αρρώστια του. Η ώρα ήταν περίπου 22:30 βράδυ Δευτέρας…
“Πήρε μία κουβέρτα και έβαλε μέσα τα κομμάτια τους”
Η Αλεξάνδρα πήρε ένα τσεκούρι και άρχισε να χτυπά με μανία τα σωματάκια των άτυχων παιδιών: “Κατά τα μεσάνυχτα πήρε ένα τσεκούρι και εφόνευσε και τα τρία παιδιά της. Αρχισε από το μεγαλείτερο. Μέσα σε λίγα λεπτά δεν άφησε κανένα στη ζωή. Τα είχε μεταβάλη σε άμορφη μάζα με τις αλλεπάλληλες τσεκουριές που τους κατάφερε”, γράφει ο ανταποκριτής στο ΕΘΝΟΣ πριν από 90 χρόνια και συνεχίζει τη συγκλονιστική περιγραφή: “Πήρε μία κουβέρτα και έβαλε μέσα τα κομμάτια τους, ενώ έκλαιε και γελούσε συγχρόνως, φώναζε και μοιρολογούσε”.
“Μη μπορώντας να ανθέξει τη τραγική συμφορά”
Οπως αναφέρει η ανταπόκριση από τις φωνές της ξύπνησε ο άνδρας της. Την ρώτησε τη συμβαίνει και εκείνη δεν απάντησε ποτέ. Ο Χρήστος Βλαχογιάννης άρρωστος και αδύναμος σηκώθηκε με κόπο για να πάει στο δωμάτιο που ήταν η σύζυγος του με τα παιδιά. Το θέαμα που αντίκρυσε ήταν σοκαριστικό. Εβγαλε σπαρακτικές κραυγές και λιποθύμησε και ο ίδιος “μη μπορώντας να ανθέξει τη τραγική συμφορά που τον βρήκε”.
Το μακελειό
“Οι σάρκες ήταν μία άμορφη σωρός. Ενα χέρι στη μία πλευρά και ένα πόδι στην άλλη. Το κεφάλι του ενός παιδιού ήταν χωρισμένο από το σώμα και βρισκόταν στα πόδια του άλλου παιδιού”, αναφέρει η εφημερίδα “Ελεύθερος Ανθρωπος” στο φύλλο της Πέμπτης 26 Ιανουαρίου.
“Οι γείτονες μετέφεραν τη μητέρα με αυτοκίνητο στην κλινική του ιατρού κ.Σταματόπουλου. Η κατάστασης της είναι κρίσιμος και απελπιστική. Είναι ζήτημα εάν θα ζήση”, αναφέρει το ρεπορτάζ του ΕΘΝΟΣ στο φύλλο της 25ης Ιανουαρίου 1933, ενώ την προηγούμενη ημέρα έγινε η κηδεία των τριών άτυχων αγοριών που τόσο πρόωρα και βάναυσα κόπηκε το νήμα της ζωής τους.
“Λυπάμαι πως δε μπόρεσα να σκοτωθώ”.
Οπως αναφέρει δημοσίευμα ο Β αστυνόμος που έκανε την ανάκριση στη μητέρα τη ρώτησε γιατί σκότωσε τα παιδιά της και εκείνη απάντησε: “Τι να έκανα αφού δεν είχα ψωμί να τους δώσω;”. Και όταν ο αστυνόμος Β της είπε πως έπρεπε να απευθυνθει στους γείτονες εκείνη απάντησε: “Βαρέθηκα πια να ζητιανεύω. Για το μόνο που λυπάμαι είναι πως δε μπόρεσα να σκοτωθώ”.
Χάθηκαν τα ίχνη της
Το εντυπωσιακό είναι πως σε αντίθεση με άλλα εγκλήματα της εποχής και κυρίως προς τους παιδοκτόνους που ο Τύπος τους καταδικάζει και αναφέρεται προς αυτούς με σκληρούς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, στην περίπτωση της Αλεξάνδρας Βλαχογιάννη είναι πιο ουδέτερος και γίνεται πολλάκις αναφορά στα οικονομικά προβλήματα που είχε η μητέρα. Με άλλα λόγια την αντιμετωπίζει με συμπάθεια σε σχέση με τη μεγάλη τραγωδία που προκάλεσε.
Ξεχάστηκε…
Παρά τα σοβαρά τραύμα της η Βλαχογιάννη επέζησε. Έκανε άλλες δύο απόπειρες αυτοκτονίας και κάπου εκεί χάνονται τα ίχνη της καθώς μέχρι το ξέσπασμα του Β παγκοσμίου πολέμου δεν γίνεται άλλη αναφορά για την ίδια ή τον σύζυγο της. Μετά τις φρικαλαιότητες του Β παγκοσμίου πολέμου και τα 90 χρόνια που πέρασαν η περίπτωση της Βλαχογιάννη ξεχάστηκε και μόνο οι σκονισμένες σελίδες των αρχείων των εφημερίδων θυμίζουν την αποτρόπαια πράξη της.
Πηγή: ethnos.gr