Μετά από τις πραγματικά καταιγιστικές εξελίξεις που ζει όλη η ανθρωπότητα εν μέσω μιας πρωτόγνωρης πανδημίας ένα είναι το σίγουρο. Ότι ο κόσμος πλέον δεν είναι όπως τον ξέραμε. Γι’ αυτό βρίσκω εξαιρετικά εύστοχο το σύνθημα του Συνεδρίου μας: «Ο κόσμος αλλάζει η Αυτοδιοίκηση βγαίνει μπροστά».
Το πρώτο μέρος του συνθήματος είναι λοιπόν αυτονόητο. Η μεγάλη πρόκληση όμως που έχουμε όλοι μπροστά μας είναι να κάνουμε πράξη το δεύτερο μέρος του συνθήματος, με την αυτοδιοίκηση να βγαίνει μπροστά. Αυτό όμως δεν είναι ζήτημα αυτόματου πιλότου ή νομοτέλειας αλλά ζήτημα κατάκτησης και πολιτικών επιλογών.
Πολιτικών επιλογών για μια αυτοδιοίκηση που θα έχει κατακτήσει την οικονομική της αυτοτέλεια έτσι ώστε να μπορεί να στέκεται στα πόδια της και να λογοδοτεί πολιτικά στους δημότες και μόνο σ΄αυτούς.
Πολιτικών επιλογών για μια αυτοδιοίκηση που θα γνωρίζει ότι θα έχει τους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους να ασκήσει επί της ουσίας τις αρμοδιότητές της. Αρμοδιότητές που δεν είναι θολές μεταξύ του Α’ και Β’ Βαθμού, ούτε επικαλύπτονται από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση η οποία δεν θα έπρεπε να έχει λόγο ύπαρξης.
Για να βγει λοιπόν μπροστά η αυτοδιοίκηση είναι απαραίτητο μεταξύ άλλων, να ανέβει έγκαιρα στο τρένο του ψηφιακού μετασχηματισμού. Θα πρέπει έγκαιρα να συλλάβουμε νέες μορφές υπηρεσιών, επικοινωνίας και εξυπηρέτησης πέρα από τους συμβατικούς που ξέραμε τόσα χρόνια.
Θα πρέπει να έχουμε διακριτό και ενισχυμένο ρόλο στα κύρια χρηματοδοτικά εργαλεία όπως είναι το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης, έτσι ώστε εμείς να καθορίζουμε τις αναπτυξιακές μας προτεραιότητες και τα έργα που θέλουμε να δρομολογήσουμε. Για να γίνουν όμως όλα αυτά πράξη γνωρίζουμε ότι θα πρέπει να στήσουμε έγκαιρα εσωτερικούς μηχανισμούς υλοποίησης που θα στηρίζονται σε ανθρώπινους πόρους ικανούς να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις αυτές.
Με αυτές τις σκέψεις στο επίπεδο των μεγάλων στρατηγικών κατευθύνσεων, θα ήθελα αγαπητοί συνάδελφοι να γίνω περισσότερο συγκεκριμένος.
Ξεκινώ από το ζήτημα της αλματώδους αύξησης των καυσίμων και των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Είναι το θέμα που απασχολεί το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας αυτό το διάστημα και εμείς ως αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να μην το θέσουμε επιτακτικά, καθώς η ανάγκη και λήψη μέτρων άμεσης αντιμετώπισης του προβλήματος είναι πλέον αδήριτη.
Μην ξεχνάμε ότι τόσο η λειτουργία των Δήμων όσο και των ΔΕΥΑ, εξαρτώνται από τις τιμές του ρεύματος. Η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας στις ΔΕΥΑ ειδικότερα, ξεπερνά το 21% του λειτουργικού κόστους. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι εάν δεν ληφθούν έγκαιρα μέτρα το κόστος αυτό θα πρέπει να μετακυληθεί στους δημότες καθώς είναι αδύνατον να απορροφηθεί με τα έως τώρα δεδομένα αυτή η αύξηση.
Με βάση τα παραπάνω, συντασσόμαστε πλήρως με τη πρόταση να υπαχθούν οι ΔΕΥΑ και οι Δήμοι σε τιμολόγια ρεύματος χωρίς ρήτρα αναπροσαρμογής καθώς και στους δικαιούχους μειωμένου ΕΤΜΕΑΡ. Στο ίδιο πλαίσιο ζητούμε να εξεταστεί άμεσα η μείωση του ΦΠΑ στο νερό για να στηρίξουμε έμπρακτα τους δημότες μας. Ζητάμε επίσης την επαναφορά του μέτρου επιστροφής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης Αγροτικού Πετρελαίου.
Χρειάζεται όμως να στείλουμε και ένα ισχυρό μήνυμα στήριξης των αγροτών μας απέναντι στην αύξηση του ενεργειακού κόστους. Για το λόγο αυτό προτείνουμε την αντιστοίχιση των τιμών ρεύματος για καταναλώσεις άρδευσης με τα τιμολόγια των ΤΟΕΒ. Με τον τρόπο αυτό θα περιορίσουμε την τάση αύξησης των αγροτικών προϊόντων που φθάνουν στον τελικό καταναλωτή.
Στηρίζουμε επίσης την ιδέα σύστασης και λειτουργίας των ενεργειακών κοινοτήτων από ΟΤΑ, πολίτες, κοινωνικούς φορείς, οι οποίοι μπορεί να είναι ταυτόχρονα παραγωγοί και καταναλωτές ενέργειας. Το εγχείρημα όμως αυτό χρειάζεται ώθηση τόσο θεσμική όσο και χρηματοδοτική από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης.
Τώρα, εάν θέλουμε η Αυτοδιοίκηση να διαδραματίσει έναν ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη της χώρας, θα πρέπει να ξεκαθαριστούν και τα πεδία, οι προϋποθέσεις και οι διαθέσιμοι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ για τους Δήμους. Για να γίνει αυτό η πρώτη προϋπόθεση είναι ένας αποτελεσματικός μηχανισμός τεχνικής βοήθειας.
Ο μηχανισμός που έστησε η ΕΕΤΑΑ κινείται στη θετική κατεύθυνση, ωστόσο έχει δύο προβλήματα. Πρώτον είναι πολύ μικρός στον αριθμό και δεύτερον είναι Αθηνοκεντρικός όταν το 90% των στελεχών του είναι στην Αθήνα. Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίζουμε θερμά την ιδέα συγκρότησης τέτοιων μηχανισμών τεχνικής στήριξης στο επίπεδο της κάθε περιφερειακής ενότητας με στόχο την επιτόπια στήριξη των μικρότερων δήμων ιδιαίτερα.
Ένα άλλο ζήτημα που θα ήθελα να θίξω είναι η πρόβλεψη για επιβολή από τους δήμους τέλους ταφής αποβλήτων από 1η Ιανουαρίου 2022 με σταδιακή αύξηση, η οποία θα ξεκινά από τα 20 ευρώ/τόνο το 2022 και θα φθάνει στα 55 ευρώ/τόνο το 2027. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μέτρο είναι θετικό στη σύλληψή του.
Η εφαρμογή του όμως ωστόσο εκτιμούμε ότι είναι εξαιρετικά δύσκολη στην παρούσα φάση, καθώς οι δήμοι αδυνατούν να ανταποκριθούν διαχειριστικά και οικονομικά την υλοποίηση του μέτρου. Για το λόγο αυτό προτείνουμε την επιβολή του μετά την ολοκλήρωση της παρούσας Προγραμματικής Περιόδου, δηλαδή στα τέλη του 2023.
Ίδια πρακτικά προβλήματα εκτιμούμε ότι θα υπάρξουν και με την εφαρμογή του συστήματος «πληρώνω όσο πετάω» από 1η Ιανουαρίου 2023, το οποίο θα επιτρέπει στους δήμους να διαμορφώνουν τα τέλη με βάση την ποσότητα των αποβλήτων που παράγει ο κάθε δημότης και όχι με βάση τα τετραγωνικά του ακινήτου. Και αυτό το μέτρο είναι θετικό. Η εφαρμογή του όμως θα έχει προβλήματα εάν δεν διαμορφωθεί ένα σαφές και ενιαίο πλαίσιο εφαρμογής οριζόντια για όλους τους δήμους προκειμένου να λειτουργεί αποτελεσματικά για όλη τη χώρα.
Δεν μπορούμε επίσης να μη θίξουμε το ζήτημα της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης φωτοβολταϊκών πάρκων και ανεμογεννητριών ειδικά σε περιοχές όπως η Δυτική Μακεδονία που έχει δίκτυα υψηλής τάσης, ικανά να ανταποκριθούν στην αλματώδη αυτή αύξηση.
Να είμαστε ξεκάθαροι εδώ. Από θέση αρχής δεν είμαστε καθόλου αντίθετοι στην πράσινη ανάπτυξη. Το αντίθετο μάλιστα. Την υποστηρίζουμε θερμά και διαχρονικά.
Είμαστε όμως κάθετα αντίθετοι με την έλλειψη ειδικών χωροταξικών για τις ΑΠΕ, είμαστε κάθετα αντίθετοι με τον μη δεσμευτικό ρόλο της γνωμοδότησης των δήμων στη χωροθέτηση και εγκατάσταση. Είμαστε επίσης αντίθετοι με την έλλειψη ενός συγκροτημένου και ενιαίου πλαισίου αντισταθμιστικών οφελών για τους δήμους και τις τοπικές κοινωνίες.
Κλείνω, φίλες και φίλοι, με το πιο κρίσιμο θέμα που δεν είναι άλλο από το ζήτημα της οικονομικής μας επιβίωσης. Με βάση τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, το 2020 οι συνολικές οικονομικές απώλειες των δήμων ανήλθαν στα 569 εκ. ευρώ. Από το ποσό αυτό, τα 206 εκ. ευρώ προήλθαν από απώλειες ίδιων εσόδων και τα 363 εκ. ευρώ από αύξηση δαπανών λόγω πανδημίας.
Το συνολικό ποσό που λάβαμε ως ενίσχυση λόγω της πανδημίας μέχρι σήμερα, ανέρχεται στα 170 εκ. ευρώ. Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει είναι πως θα καλυφθεί το υπόλοιπο ποσό των 400 εκ. ευρώ; Από πού θα καλυφθεί το οικονομικό αυτό έλλειμμα;
Στα ερωτήματα αυτά περιμένουμε συγκεκριμένες απαντήσεις και όχι γενικόλογες αναφορές. Θα θέλαμε δηλαδή να ακούσουμε ότι το ποσό αυτό θα προέλθει από μια επιπλέον απόδοση από το ΕΝΦΙΑ ή από το ΦΠΑ για παράδειγμα.
Επίσης εκπροσωπώντας τη Δυτική Μακεδονία, μια περιοχή της Βόρειας Ελλάδας κατεξοχήν ορεινή, δεν μπορώ να μην υπογραμμίσω την ανάγκη έκτακτης χρηματοδότησης για τις δαπάνες θέρμανσης των σχολείων, καθώς η αύξηση των τιμών των καυσίμων προκάλεσε σε όλους τους δήμους της χώρας προβλήματα. Κατανοούμε όμως όλοι μας ότι οι κλιματολογικές συνθήκες δεν είναι ίδιες σε όλη τη χώρα. Για το λόγο αυτό ζητούμε και ανάλογη αντιμετώπιση.
Κύριε Πρόεδρε, αγαπητές φίλες και φίλοι, με αυτές τις σκέψεις θα ήθελα να ευχηθώ ένα παραγωγικό συνέδριο το οποίο θα κάνει πράξη το κεντρικό σύνθημά του και θα βγάζει την Αυτοδιοίκηση μπροστά για να συναντηθεί και πάλι με τις ανάγκες της κοινωνίας και των ανθρώπων της στο τοπικό επίπεδο.
Σας ευχαριστώ πολύ.