Θα μου πεις «τι θέλεις και τα σκαλίζεις τώρα»;
Ξέρω ‘γω; Κάποιος λόγος θα υπάρχει.
Για την περιβόητη «Δικαιοσύνη» θα γράψω (και μάλιστα την Ελληνική), για την οποία έχουμε ακούσει και διαβάσει πολλά.
Υποθέσεις που χρονίζουν.
Αθώοι που μπαίνουν στην φυλακή.
Ένοχοι που αθωώνονται.
Άνθρωποι που δεν βρίσκουν ποτέ το δίκαιό τους.
Δικαιοσύνη που τυφλώνεται από την πλάνη, από τις ανακρίβειες, από τα χρήματα.
Δικαιοσύνη που εθελοτυφλεί.
Δικαιοσύνη που έχει τα μάτια ορθάνοιχτα και δέχεται τα πυρά των πληρωμένων δολοφόνων.
Αδικήματα και εγκλήματα πάθους, μίσους, δόξας, οικονομικά, ζήλιας, παραφροσύνης ….
Όπως και να έχουν τα πράγματα όταν ένα περιστατικό, που απασχολεί την δικαιοσύνη, αφορά στην ανθρώπινη ζωή και μάλιστα στη ζωή ενός παιδιού, τότε αλλάζουν τα πράγματα.
Κάμποσα ροτβαίλερ, ένα πεντάχρονο αγόρι, ένας θανάσιμος τραυματισμός, πολλές ψυχές καμένες, 7 δικαστικά χρόνια, δύο καταδίκες, ποινή 4 ετών φυλάκισης εξαγοράσιμη.
Ούτε λέω πως ο κάτοχος των ροτβαίλερ, είναι εντάξει με αυτό, ούτε και το αντίθετο. Ίσως να μπορεί να εξαγοράσει την ελευθερία του σώματός του από την φυλακή, για την ελευθερία της ψυχής του δεν είμαι σίγουρη.
Από την άλλη μεριά έχουμε την μάνα και τον πατέρα του Στάθη.
Δε θα μπω στη διαδικασία να γράψω κάτι.
Δε νομίζω ότι υπάρχουν αρκετά λόγια.
Απλά αναρωτιέμαι. Αυτή η ρημαδοδικαιοσύνη δεν έχει διαχωριστικές γραμμές, δεν έχει «βασικές παραμέτρους», δεν έχει καν μία δικλείδα που να διασφαλίζει την ειρήνη στην ψυχή αυτών που θίγονται περισσότερο;
Υπό τον φόβο του «μην κρίνεις για να μην κριθείς», είναι σαφές ότι δεν έχω καμία τέτοια διάθεση.
Προβληματίζομαι όμως που πληθαίνουν οι περιπτώσεις που αποδεικνύουν ότι όλα (ή τουλάχιστον όλα) μπορούν να …τακτοποιηθούν υπό το καθεστώς μίας εξαγοράς και φυσικά η περίπτωση με τον Στάθη δεν είναι η μοναδική, απλά στάθηκε η αφορμή.