Τα γεγονότα της περιόδου της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, μας τα περιγράφουν οι διάφορες ιστορικές πηγές που ανάμεσα τους είναι και τα απομνημονεύματα αυτών που τα έζησαν ή πρωταγωνίστησαν σε αυτά.
O Σιατιστινός στρατιωτικός Νικόλαος Κασομούλης ήταν ένας από αυτούς.
Το 1929 ο Γιάννης Βλαχογιάννης αγόρασε μετά από μαρτυρία του στρατιωτικού Τιμολέοντα Βάσου τα χειρόγραφα του Νικόλαου Κασομούλη. Το 1940 εκδόθηκε ο πρώτος τόμους από τα «Στρατιωτικά Ενθυμήματα» του Νικόλαου Κασομούλη. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στην εισαγωγή του πρώτου τόμου εξηγεί γιατί ξεχωρίζει τα απομνημονεύματα του Κασομούλη μαζί με αυτά του Σπηρομύλιου. Συγκρίνει το έργο και των δύο με βάση την εξιστόρηση της πολιορκίας του Μεσολογγίου (1826).
Μεταφέρω απόσπασμα της εισαγωγής για να αντιληφθούμε πόσο πολύτιμο ιστορικό κειμήλιο είναι για την Ελλάδα τα «Στρατιωτικά Ενθυμήματα» του Νικόλαου Κασομούλη, που έχασε τον αδερφό του Δημήτρη στην Έξοδο, και τον πατέρα του Κώστα στην Νάουσα. Δεν θα ήθελα να τα συγκρίνω προς την ιστορική τους αξία με την «ΕΦΗΜΕΡΙΣ» των Μαρκίδων γιατί νιώθω ότι συγκρίνω δυο διαφορετικά πράγματα.
Τις ίδιες απόψεις έχει με τον Βλαχογιάννη και ο άγγλος μελετητής David Brewer όπου στο βιβλίο του «ΕΛΛΑΔΑ 1453 – 1821» έχει ένα ξεχωριστό κεφάλαιο με τίτλο «Νικόλαος Κασομούλης – Ζώντας τον πόλεμο».
«Πώς να περιγράψει κανείς αυτό το θάμα της πολιορκίας; Θάφτανε η περιγραφή του Κασομούλη ν’ αναδείξει τ’ όνομα του αθάνατο μαζί με την ίδια του περιγραφή. Ως την ώρα τούτη γνωρίζαμε το Μεσολόγγι «απόξω» καθώς δηλαδή φαίνεται από τα έργα του τα πολεμικά, την αδιάκοπη άμυνα και επίθεση. Την εσωτερική του όμως κατάσταση, την ψυχολογική, την κοινωνική, και απλά ανθρώπινη που κατάφερνε αυτά τα έργα, δεν την ξέρουμε παρά μέσες – άκρες.
Οι περιγραφές των «Ελληνικών Χρονικών» δεν μας λένε παρά τις μάχες τις αμέτρητες λακωνικά, όμως το δράμα το μεγαλοφάνταστο που κρύβεται από κάτω δεν το λένε. Γενικά, την ιστορία τα πραγματικά περιστατικά, παρατεταγμένα με τα υλικά τους μονάχα γνωρίσματα, χωρίς τον αγώνα των ψυχών που τα γεννάει αθώρητος, αφήνουν τον άνθρωπο ψυχρό κι’ αδιάφορο θεατή, αντίκρυ από μια απέραντη λιτανεία νεκρών ονομάτων και πραγμάτων. Ο Σπυρομίλιος, στρατιώτης λιγόλογος, μας χάρισε έργο πολύτιμο για την ακρίβεια των ιστορικών του περιγραφών, όχι όμως και για την από κάτω κρυμμένη αλήθεια τους.
Του Κασομούλη η περιγραφή μοιάζει με άξαφνο ξεσκέπασμα βαθιά κρυμμένου κόσμου ζωντανού. Φαντασθείτε, μια στιγμή, ένα απίστευτο άνοιγμα ναού μέσα στη γη χωμένου, που να λειτουργιέται ακόμα μυστικά, με τα εικονίσματα και με τα θυμιατά, με τα καντήλια και τα μανουάλια του αναμμένα, με παπάδες και δεσπότη λαμπροφόρετους, με ψαλτάδες αγγελόφωνους, παραδομένα, όλα κι όλους, σε μια λειτουργία ανείπωτη, μυστική μονοκλησιά, πανηγύρι αναστάσιμο, που άρχισε και που ποτέ δε θα τελειώσει πια.
Σε αυτό το φανταχτερό πανηγύρι μας προσκαλεί ο Κασομούλης. Εκεί, στο Μεσολόγγι, είναι παρατηρητής μαζί και πολεμιστής, γραμματικός μαζί και παραστάτης στα περίφημα πολεμικά συμβούλια, ζωγράφος των μαχών, των εξόδων, των ομηρικών διαλόγων ανάμεσα σε εχθρούς και φίλους, των άγνωστων και απίστευτων επεισοδίων, ανεκδότων, περίεργων σκηνών με τα γέλια τους τα ηρωικά, τις προκλήσεις, και αντι – προκλήσεις και διονυσιακές βρισολογίες. Αναγκάζεται κανείς να μακαρίσει του Κασομούλη τη φροντίδα τη μυστικοπαθή να μας μυήσει στα παραμικρά της Πολιορκίας και όχι μονάχα στα μεγάλα. Μπαίνοντας κανείς με την φαντασία, και με τον Κασομούλη συντροφιά, στο Μεσολόγγι δε μπορεί να κρατήσει τα δάκρυα. Έδωσε πιο πάνω την εικόνα ναού που λειτουργιέται τάχα. Λοιπόν, ο αναγνώστης νιώθει την ανάγκη την αμίλητη να γονατίσει και να σταυροκοπηθεί.»
Λάζαρος Γ. Κώτσικας
Πολιτικός Μηχανικός, PhD