Κύριε Υπουργέ, κύριε Υφυπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ενοχλήθηκε προηγουμένως συνάδελφος του ΣΥΡΙΖΑ για την παρατήρηση του κυρίου Υπουργού ότι τα κόμματα της Αντιπολίτευσης δεν έχουν καταθέσει καμία θετική, καμία δημιουργική πρόταση, στο πλαίσιο της συζήτησης του νομοσχεδίου.
Και από εκείνη την ενόχληση, φτάσαμε στο ακραίο, ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης να μιλήσει για δεκαπέντε λεπτά, τα δεκατέσσερα και μισό περίπου να τα αφιερώσει για ζητήματα που ακουμπούν τις παρυφές της δικαιοσύνης και μόλις τα τριάντα δευτερόλεπτα για το
νομοσχέδιο.
Και είναι πραγματικά λυπηρό ότι αυτή η στάση συνδυάζεται με μια επιφύλαξη για την υπερψήφιση ενός νομοσχεδίου, το οποίο αφορά στην κάλυψη των θέσεων των δικαστικών υπαλλήλων, που όλοι μας έχουμε αναγνωρίσει ως απόλυτη προτεραιότητα και αναγκαιότητα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η καθυστέρηση στον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης, η οποία αναπόφευκτα επιδρά και στην ποιότητα της λειτουργίας της, δεν αποτελεί μόνο έκφραση κλισέ, την οποία επαναλαμβάνουμε όλοι σε κάθε αφορμή, όταν συζητούμε για τη δικαιοσύνη, αλλά και λόγο καταδίκης της χώρας μας από τα ευρωπαϊκά όργανα.
Η κοινή, διαχρονικά επαναλαμβανόμενη αυτή παραδοχή υποχρεώνει, βεβαίως, κάθε κυβέρνηση να αναλάβει θετικές πρωτοβουλίες και να βρει άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις, πέρα βεβαίως από αυτό που σημείωσε ο κύριος Υφυπουργός, ότι πρέπει να βρει και θεσμικές μεσομακροπρόθεσμες λύσεις, για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων. Δηλαδή, έναν οραματικό σχεδιασμό, προκειμένου να καλυφθούν τα κενά που έχουν συνομολογηθεί και είναι απολύτως υπαρκτά.
Είναι, όμως, η πολιτική κατά Μπίσμαρκ, αλλά και στην καθημερινή ζωή, η τέχνη του εφικτού, αλλά όχι του ευκταίου.
Και το λέω αυτό, γιατί η κριτική που εκδηλώθηκε από την πλευρά της Αντιπολίτευσης, κυρίως από την Αξιωματική του ΣΥΡΙΖΑ, σε ότι αφορά στις καινοτόμες προβλέψεις για την επιλογή, κατάρτιση και επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων, που εισάγει το συζητούμενο σχέδιο νόμου, κινήθηκε περισσότερο στη σφαίρα του ιδεατού, της επιθυμίας, της ευχής, αλλά πάντως όχι της ρεαλιστικής αποτίμησης της μέχρι τώρα κατάστασης και των πραγματικών δεδομένων σε σχέση με τις δυνατότητες κάλυψης, αντιμετώπισης των υπαρκτών κενών στα δικαστήρια της χώρας.
Διαφαίνεται, λοιπόν, η προοπτική να θεσμοθετηθεί επιτέλους μια διαδικασία επιλογής και κατάρτισης δικαστικών υπαλλήλων, μέσα από μία οργανωμένη και συστηματική διαδικασία πρόσληψης και εκπαίδευσής τους στο γνωστικό αντικείμενο, το οποίο θα κληθούν την επόμενη ημέρα να υπηρετήσουν και μάλιστα αυτό να συμβεί με όρους ταχύτητας και διαφάνειας.
Και, όμως, τα κόμματα της Αντιπολίτευσης φαίνεται να αντιπαρατίθενται σε αυτήν την προοπτική, η οποία -ξαναλέω- τροχοδρομεί το ζήτημα της κάλυψης των αναγκών της δικαιοσύνης όχι μόνο στη σωστή αφετηρία, αλλά και σε μία στέρεη βάση, κάτι που συνομολόγησαν εξάλλου, με μικρές εξαιρέσεις, και οι φορείς που κλήθηκαν να εκφέρουν τις απόψεις τους στη διαδικασία επεξεργασίας του νομοσχεδίου.
Ενώ, λοιπόν, είναι γνωστές και πανθομολογούμενες οι μεγάλες και αδήριτες αυτές ανάγκες, η Αντιπολίτευση επικαλείται προσχήματα για να καταψηφίσει τη συζητούμενη νομοθετική πρωτοβουλία, η οποία, ναι, συνιστά τομή στον τρόπο, στη διαδικασία και στις εγγυήσεις που διασφαλίζει, ώστε οι υποψήφιοι για την κάλυψη των θέσεων στα δικαστήρια της χώρας να είναι άνθρωποι που συνειδητά έχουν κάνει αυτήν την επιλογή και προτίθενται να στελεχώσουν τις δικαστικές υπηρεσίες μας.
Μόλις και χρειάζεται, βέβαια, να επαναλάβουμε ότι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, άρα και η εντός εύλογου χρόνου, δεν αποτελεί μόνο όρο του κράτους δικαίου, αλλά και αναπτυξιακή προϋπόθεση, στην οποία η πατρίδα μας εμφανίζει ακόμα υστέρηση παρά τις μεγάλες βελτιώσεις που έχουν συντελεστεί το τελευταίο διάστημα, ιδίως με την ψηφιοποίηση διαδικασιών στην απονομή της.
Συνεπώς, δεν αφορά μόνο στους λειτουργούς ή τους εμπλεκόμενους με την απονομή της δικαιοσύνης. Δεν αφορά μόνο στους συλλειτουργούς, τους δικηγόρους τους σημερινούς ή μελλοντικούς διαδίκους, αλλά τελικά τον
κάθε πολίτη αυτής της χώρας.
Το πρόσχημα, όμως, αποδεικνύεται υποκρισία όταν καλούνται οι εκπρόσωποι της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να μας μιλήσουν για τα πεπραγμένα τους στο συγκεκριμένο πεδίο κατά τη διακυβέρνηση δηλαδή της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί, σιωπή! Δις ερωτήθηκε η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ για τις προσλήψεις και τα προγράμματα επιμόρφωσης που
εφάρμοσε, που υλοποίησε η κυβέρνησή της από τον κύριο Υπουργό, αλλά απάντηση δεν μας έδωσε. Βεβαίως, το ερώτημα ήταν ρητορικό, διότι όλοι γνωρίζουμε ποια ήταν η κατάσταση και σε ποιο βαθμό ενισχύθηκε η δικαστική λειτουργία.
Σήμερα, λοιπόν, που επιτέλους πάνε να μπουν οι βάσεις, σε αυτό που στο σύνολο του ο νομικός κόσμος αναγνωρίζει ως αυτονόητο και επιβεβλημένο, δηλαδή την ύπαρξη μιας σχολής, είτε αυτή λέγεται Σχολή Δικαστικών Υπαλλήλων είτε όπως αλλιώς και να ονοματιστεί, που αύριο θα
κληθούν αυτοί οι άνθρωποι να συνδράμουν στο έργο των δικαστικών λειτουργών, ο ΣΥΡΙΖΑ μας λέει ότι αυτό δεν πρέπει να συμβεί ή τέλος πάντων πρέπει να συμβεί με έναν άλλον τρόπο, που δεν πρόλαβε να υλοποιήσει ο ίδιος κατά τη διακυβέρνησή του, αλλά δεν μας λέει και σήμερα πώς πραγματικά τον εννοεί.
Και μιλάμε για κόμματα που σε καθεμιά από τις προηγηθείσες νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες ήταν πράγματι πολλές από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το πρώτο ζήτημα που έθεταν ως προϋπόθεση για την λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης ήταν η κάλυψη των κενών σε δικαστικούς υπαλλήλους.
Έρχεται, λοιπόν, το σχέδιο νόμου και με πληρότητα αντιμετωπίζει τα σχετικά ζητήματα. Προβαίνει στις αναγκαίες προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, προκειμένου να είναι συμβατό με τη διεύρυνση του σκοπού και των αντικειμένων της ύλης, της οργανωτικής διάρθρωσης της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, ώστε να συμπεριλάβει στους κόλπους της και τους δικαστικούς υπαλλήλους.
Προβλέπει τη διαδικασία και τα στάδια εξέτασης και πρόσληψης, τα οποία χαρακτηρίζονται από απόλυτη διαφάνεια και αντικειμενικότητα, την οποία νομίζω κανένας δεν αποτόλμησε να αμφισβητήσει κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου. Ορίζει τα προσόντα και τα κωλύματα συμμετοχής. Κατοχυρώνει τα ζητήματα της μισθοδοσίας και της ασφάλειας των εκπαιδευόμενων. Διαμορφώνει ένα εκπαιδευτικό πλαίσιο κατάρτισης και προετοιμασίας, ώστε οι νεοδιοριζόμενοι να είναι έτοιμοι να αναλάβουν καθήκοντα, αλλά και προγράμματα συνεχούς επιμόρφωσης των ήδη υπηρετούντων, που μάλιστα μπορούν να έχουν και διεθνή διακρατικό χαρακτήρα.
Το ότι πρόκειται ακριβώς για ένα άρτιο και πλήρες νομοθετικό εγχείρημα, δεν προκύπτει μόνο από την ανάλυση των επιμέρους διατάξεων, την οποία εναργώς πραγματοποίησε ο εισηγητής της Πλειοψηφίας, ο κ. Στυλιανίδης, αλλά και από αυτό το ίδιο το γεγονός ότι η κριτική που ασκήθηκε ήταν γενικόλογη και αφηρημένη και δεν εντόπισε πραγματικά κενά και ελλείψεις στις επιμέρους διατάξεις.
Γι’ αυτό, λοιπόν, επειδή πρόκειται για ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο νομοσχέδιο, που θα δώσει απαντήσεις και λύσεις στο φλέγον αυτό ζήτημα, υπερψηφίζουμε την πρόταση νόμου.