Τι αποφάσισε το δικαστήριο.
Τα ξημερώματα της 29ης Ιουλίου 2015 έντρομος ένας άνδρας τηλεφώνησε στην ασφάλεια καταγγέλλοντας πως το, μόλις πέντε ημερών, μωρό του είχε εξαφανιστεί από το σπίτι του, στα Πατήσια. Η γυναίκα του τον είχε ξυπνήσει λέγοντας πως το βρέφος δεν ήταν στην κούνια του. Εκείνος έψαξε όλο το σπίτι… οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλειστά με εξαίρεση μία μπαλκονόπορτα. Βγήκε στο μπαλκόνι, κοίταξε στον ακάλυπτο, αλλά δεν είδε κάτι που να του τραβήξει την προσοχή.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Ο 37χρονος τηλεφώνησε στην αστυνομία η οποία λίγα λεπτά αργότερα χτυπούσε την πόρτα του διαμερίσματος του 5ου ορόφου. Οι αστυνομικοί δεν άργησαν να διαπιστώσουν τι είχε συμβεί καθώς στην πρώτη έρευνα που έκαναν στο χώρο γύρω από την πολυκατοικία, αναζητώντας στοιχεία που θα τους οδηγήσουν στην λύση του μυστηρίου, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα μακάβριο εύρημα. Το άψυχο κορμάκι του βρέφους κείτονταν πάνω στο γκαζόν του κήπου. Ήταν πεσμένο κάτω από το μπαλκόνι του ζευγαριού. Ο 37χρονος πατέρας άκουσε την είδηση σοκαρισμένος και μόλις ενημέρωσε τη σύζυγο του εκείνη ξέσπασε σε λυγμούς.
«Έκλαιγε. Με ρώτησε για το παιδί. Της είπα και μετά από ένα τέταρτο με ξαναρώτησε. Εκεί κατάλαβα ότι είναι αλλού ντ’ αλλού» θα έλεγε, λίγο αργότερα, ο 37χρονος αναφερόμενος στην αντίδραση της γυναίκας του.
Όλα τα στοιχεία οδήγησαν τις αρχές στο συμπέρασμα πως η 37χρονη μητέρα ήταν εκείνη που πέταξε το μωρό της από το μπαλκόνι, ωστόσο, η ίδια δεν θυμόταν τίποτα. Είχε κενό μνήμης και δεν μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να εξηγήσει τι ήταν αυτό που την οδήγησε στην μοιραία πράξη. Από την πρώτη στιγμή οι αστυνομικοί άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο η νεαρή γυναίκα να πάσχει από επιλόχειο κατάθλιψη.
Πριν από λίγες ημέρες η 37χρονη κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου κατηγορούμενη για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Στο πλευρό της ο σύζυγος και η οικογένεια της που την στήριξαν από την πρώτη στιγμή.
Σε μία συγκλονιστική ακροαματική διαδικασία ο σύζυγος της κατηγορουμένης την περιέγραψε ως έναν άνθρωπο καλόψυχο, γενναιόδωρο που έχει ταλαιπωρηθεί στη ζωή της, κυρίως λόγω της κακής σχέση της με τον πατέρα της. Όπως είπε ο μάρτυρας, η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής της ήταν όταν της ανακοίνωσαν πως ήταν έγκυος.
«Αν και δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα στην εγκυμοσύνη της είχε αρχίσει να γίνεται πιο κλειστή και ευερέθιστη» είπε και περιέγραψε πως η γυναίκα του αντέδρασε αμέσως μετά τη γέννηση του γιου τους: «Όταν γέννησε, το πρώτο που παρατήρησα είναι ότι δεν πήρε το μωρό στην αγκαλιά της. Το απώθησε… Της είπα: “το μωρό μας είναι” και τότε με κοίταξε με βλέμμα απλανές και το πήρε στην αγκαλιά της, απλώς για να το πάρει. Φεύγοντας από το νοσοκομείο έκλαιγε το μωρό και μου λέει: “πάμε να φύγουμε, μη μας δει κανείς”. Και σκεφτόμουν μετά “τι να μη μας δει;” Εγώ ήμουν χαρούμενος ήθελα να το πω παντού» είπε διαπιστώνοντας, εκ των υστέρων, πως έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στο μωρό απ’ ότι στη μάνα και συνέχισε:
«Μετά άρχισα να καταλαβαίνω πράγματα… Της έλεγα: “κλαίει το μωρό, πεινάει”. Μου έλεγε: “άστο να πεινάει”. Αυτά δεν τα λέει μάνα που είναι καλά εκείνη τη στιγμή». Αναφερόμενος στο μοιραίο βράδυ κατέθεσε πως ξύπνησε από τις φωνές της γυναίκας του. «Μου λέει κλαίγοντας: “σήκω, κάποιος μπήκε και μας πήρε το παιδί”. Κοιτάζω στο πάρκο, στο κρεβάτι, πουθενά. Βλέπω την μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Βγήκα στο μπαλκόνι και δεν είδα κάτι. Κοίταξα όλες τις πόρτες ήταν κλειδωμένες. Ξαναβγήκα έξω δεν είδα κάτι, κοιτάζω πάλι κάτω. Σκέφτηκα ότι κάποιος πήρε το παιδί. Πήρα την αστυνομία και οι αστυνομικοί μου είπαν τι είχε γίνει…»
Στην απολογία της η 37χρονη, φανερά καταβεβλημένη, επιχείρησε να εξηγήσει στο δικαστήριο τι συνέβη εκείνες τις ημέρες και πως αντέδρασε ο οργανισμός της στη γέννηση και την ευθύνη του παιδιού.
«Δε θέλω να στεναχωρώ κανέναν. Δε μου αρέσει να έρχομαι σε αντιπαράθεση. Έχω κάνει αρκετούς συμβιβασμούς στη ζωή μου. Απλά προσπερνάω. Η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου ήταν του γάμου και όταν έμαθα ότι είμαι έγκυος. Κάθισα σ’ ένα παγκάκι κι έκλαιγα από χαρά. Το λαχταρούσα πολύ. Ένιωσα τυχερή. Ολοκληρωνόταν η ευτυχία μου. Όταν γέννησα ήμουν τόσο χαρούμενη. Δεν ξέρω τι μου συνέβη. Μετά ήμουν αντιδραστική και επιθετική. Μόλις γέννησα με πήγαν σ’ ένα δωμάτιο και ήρθε μια κυρία που μόλις είχε γεννήσει κι αυτή. Μου λέει «ανυπομονώ να πάω στο δωμάτιο να δω το παιδί μου» κι εγώ… δεν ένιωθα το ίδιο και ντράπηκα. Από το βράδυ που επιστρέψαμε στο σπίτι θυμάμαι λίγα πράγματα. Σηκώθηκα κι άλλαξα τον μπέμπη. Έχω προσπαθήσει να ανακαλέσω μνήμες. Δε μπορώ… Έχω ένα κενό. Αδυνατώ να πιστέψω ότι έχω κάνει εγώ τέτοιο πράγμα», αφηγήθηκε στο δικαστήριο.
Ωστόσο, αυτό που καθόρισε την εξέλιξη της υπόθεσης ήταν η κατάθεση της ψυχιάτρου που παρακολουθεί την 37χρονη η οποία υποστήριξε πως η γυναίκα δεν είναι σε θέση, δυο χρόνια μετά, να ανακαλέσει στη μνήμη της πως πέταξε το μωρό της από τον 5ο όροφο της πολυκατοικίας που έμενε.
«Πρώτη φορά ήρθε σε εμένα είκοσι μέρες μετά το συμβάν. Ήρθε με προτροπή του συζύγου της. Δεν είχε ψύχωση σ’ εκείνο το στάδιο. Χρειάστηκαν 2-3 συνεδρίες για να διαπιστώσω ότι δεν υπάρχουν ψυχωσικά στοιχεία. Είχε όμως επιλόχεια ψύχωση. Τόσο οξεία αντίδραση είναι σχετικά πιο σπάνια, αλλά συμβαίνει. Μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκτονία και σπανιότερα ακόμη στο να πάθει κακό το παιδί. Πάντως είναι συνηθισμένος μηχανισμός άμυνας να παραλείπει κάποιος το πραγματικό γεγονός και να μένει σε μια ιδέα-δικαιολογία, που δεν τον εμπλέκει με το συμβάν. Ο πρώτος μηχανισμός άμυνας είναι η άρνηση. Κυρίως αν έχει προηγηθεί ψυχωσικό επεισόδιο. Το πρώτο τρίμηνο υπήρχε παντελής άρνηση να θυμηθεί. Αργότερα θυμήθηκε το γεγονός αλλά και πάλι όχι το πως και το γιατί. Ήταν σε σύγχυση. Όταν κάποιος βρίσκεται σε οξεία ψυχωσική φάση μπορεί να μη καταλάβει τι κάνει. Στην οξεία φάση της κατάστασης αυτής δεν υπάρχει συνείδηση. Καταργούνται τα όρια της λογικής», εξήγησε η ψυχίατρος στους δικαστές.
Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευσή του εξέφρασε την πεποίθηση πως στην συγκεκριμένη υπόθεση δεν μπορεί κάποιος να οδηγηθεί σε συμπεράσματα με νομικούς συλλογισμούς.
«Θεωρώ ότι όλοι μας ευαισθητοποιηθήκαμε για ένα τόσο τραγικό συμβάν… Οι συγγενείς δεν είδαν τα σημάδια για να την φροντίσουν περισσότερο. Τα συμπτώματά της άρχισαν να φαίνονται. Είπε να φύγουν γρήγορα από το μαιευτήριο να μη τους δει κανείς με το καρότσι, έκλεινε της κουρτίνες να μην τους βλέπουν» τόνισε ο εισαγγελέας και προχώρησε στην περιγραφή των συμπτωμάτων που κατέδειξαν το οξύ ψυχωσικό επεισόδιο στο οποίο βρισκόταν εκείνη την ημέρα η 37χρονη.
«Αποδείχτηκε ότι έπασχε από επιλόχεια ψύχωση, σπάνιο σχετικά φαινόμενο. Έντονη αγωνία κι έντονες ιδέες. Σε μία πρώτη εκτίμηση η συμπεριφορά της εμπίπτει στη συγκεκριμένη πάθηση. Έχουμε, όμως, μία σοβαρή κατηγορία. Είναι η ανθρωποκτονία από πρόθεση. Όταν έγινε το επεισόδιο άρχισε να λέει ότι κάποιος πήρε το παιδί. Όταν ο σύζυγός της ανέφερε ότι το παιδί είναι νεκρό, τον ξαναρώτησε, έπειτα από 15 λεπτά, τι έγινε με το παιδί. Η ψυχίατρος είπε ότι δεν της φάνηκε να κρύβει οτιδήποτε. Είχε πλήρη απώλεια συνείδησης. Αυτό και από την νομολογία αίρει τον καταλογισμό. Ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε και αντέδρασε θεωρώ ότι είναι τυπική περίπτωση ανθρώπου που προβαίνει σε άδικη πράξη χωρίς να καταλαβαίνει. Τέλεσε την πράξη αλλά δε μπορεί να της καταλογιστεί η ενοχή», κατέληξε ο εισαγγελέας.
Τελικά, το δικαστήριο υιοθέτησε, ομόφωνα, την εισαγγελική πρόταση και απάλλαξε την κατηγορούμενη με το σκεπτικό ότι δεν είχε συναίσθηση της πράξης της. Οι δικαστές δέχτηκαν πως η 37χρονη έπασχε από σύνδρομο επιλόχειας ψύχωσης γεγονός που οδήγησε σε άρση του καταλογισμού της πράξης.
Πηγή:Newsbeast.gr