Οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία προκάλεσαν νέο κύμα ανατιμήσεων σε μια σειρά από ενεργειακά προϊόντα, αγαθά και πρώτες ύλες.
Η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή έσπευσε να κρυφτεί πίσω από τη διεθνή αναταραχή, υποστηρίζοντας, όπως και στην πανδημία, ότι τα περιθώρια δράσης της είναι μειωμένα.
Είναι όμως έτσι ή έχουμε ακόμη μια περίπτωση που λειτουργεί ως μεσίτης συμφερόντων και ανεπαρκές στήριγμα των πολιτών; Ας δούμε τα γεγονότα.
Ηδη από τον Σεπτέμβριο του 2019 ο κ. Χατζηδάκης προχώρησε σε αυξήσεις 15-20% στα τιμολόγια ρεύματος, διαγράφοντας τη μείωση του ΦΠΑ που είχε δρομολογήσει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.
Επειτα η κυβέρνηση και οι αρμόδιες αρχές επέτρεψαν ένα κερδοσκοπικό πάρτι για τη ΔΕΗ και τους ιδιώτες παρόχους, οι οποίοι πουλούσαν το ρεύμα σε τιμές πολλαπλάσιες της χονδρικής, αρνούμενοι να μετακυλήσουν τις διεθνείς μειώσεις στα τιμολόγια, ενώ προχώρησαν στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και των δικτύων.
Από τον Σεπτέμβριο του 2021 η επερχόμενη καταιγίδα σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο αντιμετωπίστηκε με ελαφρότητα και απρονοησία. Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε ότι στη ΔΕΘ υπήρξε εξαγγελία από τον πρωθυπουργό για ενίσχυση λίγων ευρώ που θα ανακούφιζε τους καταναλωτές…
Οι επόμενοι μήνες έδειξαν την ανικανότητα και την ιδεοληψία της κυβέρνησης, καθώς οι τιμές-ρεκόρ –πρωταθλητές στην Ευρώπη όλο τον χειμώνα– είναι αποτέλεσμα της έλλειψης βούλησης να ελεγχθεί το ολιγομονοπωλιακό πεδίο και να παταχτεί η αισχροκέρδεια.
Η συνεισφορά των λιγνιτικών μονάδων στο ενεργειακό μείγμα μέχρι πρότινος ανερχόταν στο 8-10% της συνολικής ηλεκτροπαραγωγής. Ωστόσο η εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου οδήγησε την κυβέρνηση στο –δειλό– άνοιγμα λιγνιτικών μονάδων και την αύξηση της συμμετοχής του στο 20-30%.
Η μικρή μείωση των χονδρεμπορικών τιμών απέδειξε στην πράξη ότι ο πρωθυπουργός είπε ψέματα στη Βουλή αναφέροντας ότι ο λιγνίτης είναι ακριβότερος από τα άλλα καύσιμα. Συγκεκριμένα, το μέσο μεταβλητό κόστος για τον λιγνίτη έφτασε περίπου στα 130 ευρώ/mwh (με λίγες κινήσεις μπορεί να μειωθεί σημαντικά), ενώ για το φυσικό αέριο στα 220 ευρώ.
Σε μια εποχή που ο πληθωρισμός ανέρχεται στο 7,2% η κυβέρνηση όφειλε να λάβει όλα τα μέτρα για την ανακούφιση των πολιτών και να προνοεί για την εξοικονόμηση στις τιμές του ρεύματος.
Δυστυχώς για όλους μας, δεν το έπραξε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορεί να κατηγορεί κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό της. Η βίαιη απολιγνιτοποίηση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα απερισκεψίας και ιδεοληψιών.
Από την πρώτη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ υποστήριζε ότι η απολιγνιτοποίηση, με τον τρόπο που γίνεται, αποτελεί καταστρεπτική εξέλιξη.
Αντί να υπάρξει μια σταδιακή και αναγκαία μετάβαση στις ΑΠΕ, επιλέχθηκε ένα καύσιμο μετάβασης, το φυσικό αέριο –ορυκτό, εισαγόμενο και πλέον πανάκριβο–, το οποίο απαιτεί υποδομές και δίκτυα τα οποία, αφού τα χρυσοπληρώσει η χώρα, θα είναι άχρηστα σε λίγα μόλις χρόνια και θα πρέπει να αντικατασταθούν με νέα, τα οποία και πάλι θα πρέπει να πληρώσουν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις.
Η αστόχαστη και επικίνδυνη απόφαση προκάλεσε παράπλευρα ρήγματα και κινδύνους σε τομείς όπως:
*Ενεργειακή ασφάλεια και αυτονομία
*Οικονομία λιγνιτικών περιοχών, εργασιακή εξασφάλιση και κοινωνική συνοχή
*Αποκατάσταση εδαφών και πρόνοια για αγροτικό τομέα
*Χωροθέτηση των ΑΠΕ, που εξαπλώνονται χωρίς ειδικό χωροταξικό σχέδιο.
Σε όλα τα παραπάνω η κυβέρνηση έχει αποτύχει πλήρως: οι τιμές στο εισαγόμενο φυσικό αέριο έχουν εκτοξευτεί, η οικονομία των λιγνιτικών περιοχών κλυδωνίζεται (4.000 άμεσες θέσεις εργασίας έχουν ήδη χαθεί στη δυτική Μακεδονία), δεν έχει εκτιμηθεί ακόμη η αξία των εδαφών της ΔΕΗ (τα φιλέτα δεν θα μοιραστούν στην τοπική κοινωνία) και η άναρχη εξάπλωση των ΑΠΕ (με συνέπειες στη γεωμορφολογία και στις τιμές της γης) είναι μερικά μόνο από τα επίχειρα αυτής της λανθασμένης επιλογής.
Παράλληλα, δημιουργούνται νέα δυσεπίλυτα ερωτήματα, όπως λ.χ. αν οι μονάδες του Αγίου Δημητρίου που δουλεύουν κανονικά το τελευταίο διάστημα εξαντλούν τις επιτρεπόμενες ώρες λειτουργίας από το όριο ζωής τους, ενώ, ομοίως, τίθεται το ερώτημα –με αυτές τις συνθήκες– τι καύσιμο θα καίει η Πτολεμαΐδα V, για τη μετατροπή της οποίας σε μονάδα φυσικού αερίου απαιτείται κόστος που κυμαίνεται από 260 έως 400 εκατ. ευρώ.
Το δίλημμα δεν είναι μεταξύ λιγνίτη και φυσικού αερίου. Οι ΑΠΕ, για μια σειρά από περιβαλλοντικούς, οικονομικούς και εθνικούς λόγους, πρέπει να είναι ο ρητός και μακροπρόθεσμος στόχος για την ηλεκτροπαραγωγή.
Ωστόσο, όπως αναφέρουν συνεχώς και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, η ευελιξία, ειδικά σε αυτές τις ταραγμένες περιόδους, είναι αρετή. Η εμμονή στο φυσικό αέριο –η Ελλάδα είναι μοναδική χώρα στην Ευρώπη που αυξάνει την παραγωγή της από φυσικό αέριο– αποδεικνύεται καταστρεπτική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ προτείνει άμεση επανεξέταση και αλλαγή της ενεργειακής πολιτικής με χρονική μετάθεση της απολιγνιτοποίησης και επαναφορά της ΔΕΗ στον δημόσιο έλεγχο, μια επιλογή που εξασφαλίζει την ενεργειακή ασφάλεια, τη συγκράτηση των τιμών, την κλιματική ουδετερότητα αλλά και –εξίσου σημαντικό– την κοινωνική ευρυθμία.
Η Καλλιόπη Βέττα είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ ΠΕ Κοζάνης