Οι ανέμπνευστες πολιτικές και οι σπασμωδικές κινήσεις που έχει επιδείξει τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση στον Τομέα του Τουρισμού καταδεικνύουν έλλειψη οράματος και αδυναμία στρατηγικού σχεδιασμού. Όμως η χώρα δεν μπορεί να περιμένει. Χρειάζεται πολιτικές προσανατολισμένες σε μια πραγματικά βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη, που θα λειτουργεί προς όφελος της κοινωνίας και θα εντάσσεται με όρους σεβασμού στο πολιτιστικό, φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον κάθε προορισμού.
Ο μετασχηματισμός του Τουριστικού Τομέα με βάση τις αρχές της Αειφόρου Ανάπτυξης και σύμφωνα με τα κριτήρια ESG (Περιβάλλον-Κοινωνία-Διακυβέρνηση) αποτελεί στρατηγικό πυλώνα της εθνικής στρατηγικής για τον Τουρισμό, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και ανάδειξη του πρωταγωνιστικού του ρόλου. Επομένως οι επιχειρήσεις του κλάδου καλούνται να υιοθετήσουν πρακτικές βιώσιμης ανάπτυξης, να εξελίξουν ποιοτικά το τουριστικό προϊόν τους και να συμβάλλουν ουσιωδώς στην προστασία των εργαζομένων και στην αναβάθμιση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο επιχειρούν και δραστηριοποιούνται.
Δυστυχώς όμως, στον αγώνα αυτόν η κυβέρνηση τους έχει αφήσει μόνους. Αν και μιλά συνεχώς για «βιωσιμότητα», τα έργα της απέχουν πολύ από μια Βιώσιμη Πολιτική για τον Τουρισμό. Έχουμε πλέον ικανά δείγματα γραφής και αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι είναι η ίδια η κυβέρνηση και οι υπουργοί της που πρώτοι από όλους δεν σέβονται το περιβάλλον της χώρας και τους ανθρώπους που ζουν και δημιουργούν μέσα σε αυτό.
Το υπουργείο Τουρισμού εμφανίζεται αποδυναμωμένο από διαθέσιμα κονδύλια, με τον προϋπολογισμό του να μειώνεται από 239.360.000 ευρώ το 2023 σε 167.787.000 ευρώ το 2024. Πρόκειται για τον χαμηλότερο προϋπολογισμό υπουργείου ανάμεσα στα 20 της κυβέρνησης, ενώ στο ΠΔΕ μόνο τα 79 εκατομμύρια προορίζονται για δράσεις του από το σύνολο των 3,64 δισεκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Παράλληλα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποκλείονται από τα προγράμματα ποιοτικής και ενεργειακής αναβάθμισης -ιδιαίτερα τα τουριστικά καταλύματα μικρότερων κατηγοριών των 4 αστεριών ή κλειδιών- ενώ και ο δανεισμός από το ΤΑΑ διοχετεύεται μόνο σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με το Focus Report Οκτωβρίου 2023 του Παρατηρητηρίου του ΤΑΑ «Ελλάδα 2.0» και ΕΣΠΑ 2014-2020 / 2021-2027, το 85,9% του συνολικού ποσού των δανείων αφορά σε δανειοδοτήσεις μεγαλύτερες των 10 εκατ. ευρώ και αντιστοιχεί σε 63 δάνεια (επί συνόλου 161) που έχουν λάβει μόλις 36 εταιρείες/όμιλοι.
Αντίστοιχα, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για την αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους ζωής και της ακρίβειας στα αγαθά και την ενέργεια. Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την αύξηση των ταξιδιωτικών εισπράξεων αλλά αρνείται να δει τι τελικά μένει «στην τσέπη» μιας τουριστικής επιχείρησης. Οι υψηλές τιμές, οι πληθωριστικές πιέσεις, το ενεργειακό κόστος, η φοροεπιδρομή σε άμεσους και έμμεσους φόρους και ο ανταγωνισμός από γειτονικές χώρες αφήνουν ελάχιστα καθαρά κέρδη και θέτουν σε πραγματικό κίνδυνο επιβίωσης χιλιάδες επιχειρήσεις.
Η μόνη, τελικά, πρόβλεψη που απέμεινε είναι το Youth Pass, που ως προεκλογικό «χαρτζιλίκι» σε νέους ηλικίας 18 και 19 ετών, ύψους 150 ευρώ, προορίζεται για κατανάλωση σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τομείς πολιτισμού, τουρισμού και μεταφορών. Όσο για το πρόγραμμα στήριξης του εσωτερικού τουρισμού «Τουρισμός Για Όλους», ακόμα περιμένουν οι ενδιαφερόμενοι να υλοποιηθούν οι κυβερνητικές εξαγγελίες.
Πάντως, αυτό που σίγουρα προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2024 είναι μια υπερβολική επιβάρυνση των τουριστικών επιχειρήσεων με έμμεσους φόρους. Στο πρόσφατο φορολογικό νομοσχέδιο ακόμα και η βραχυχρόνια μίσθωση αντιμετωπίζεται μόνο φοροεισπρακτικά, χωρίς να επιχειρηθεί καμία θεσμική παρέμβαση, ούτε για να περιοριστεί το οξύτατο πρόβλημα της στεγαστικής κρίσης ούτε για να αντιμετωπιστεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός σε βάρος των τουριστικών καταλυμάτων.
Την ίδια στιγμή, από το νέο «τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή» που επέβαλε, η κυβέρνηση προσδοκά ετήσια αύξηση εσόδων περίπου κατά 240 εκατ. ευρώ. Έτσι, επιλέγει για μια ακόμη φορά την πεπατημένη οδό της υπερφορολόγησης του τουριστικού κλάδου και μάλιστα με οριζόντιο και άδικο τρόπο.
Ωστόσο το συγκεκριμένο μέτρο θα πρέπει να ανασχεδιαστεί ορθολογικά, προκειμένου να επιφέρει ωφέλιμα αποτελέσματα στη κοινή προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, χωρίς τον κίνδυνο να μειώσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας μας ως τουριστικού προορισμού. Παράλληλα, θα πρέπει να λειτουργεί ανταποδοτικά προς τις τοπικές κοινωνίες.
Είναι πλέον καιρός να εργαστούμε για την ποιοτική μετεξέλιξη του ελληνικού τουρισμού σε μια δραστηριότητα υψηλής προστιθέμενης αξίας, που θα συμβάλλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με τρόπο κοινωνικά δίκαιο, δημιουργικό και συμπεριληπτικό.
Καλλιόπη Βέττα
Βουλευτής Π.Ε. Κοζάνης
Τομεάρχης Τουρισμού του ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ.
Ερμηνεύτρια