Η «παράλληλη πανδημία», που βρίσκεται σε εξέλιξη και αφορά όλους όσοι στερούνται την αναγκαία ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στο δημόσιο σύστημα Υγείας μιας νόσου, έχει επώδυνες συνέπειες για το λαό, ο οποίος βρίσκεται ταυτόχρονα αντιμέτωπος με την απειλή του κορονοϊού, εξαιτίας των ελλείψεων ακόμα και σε στοιχειώδη μέτρα προστασίας.
Για τρίτη φορά μέσα σε έναν χρόνο, η κυβέρνηση συρρικνώνει τα χειρουργεία, καταργεί κλινικές και ιατρεία στα δημόσια νοσοκομεία, βαφτίζει «ΜΕΘ Covid» κρεβάτια που είναι αναγκαία για χειρουργικές επεμβάσεις και άλλες ασθένειες, ανακυκλώνει τις διαχρονικές ελλείψεις στο δημόσιο σύστημα Υγείας για να διαχειριστεί με τα ίδια υλικά την έξαρση της πανδημίας.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα για το λαό; Πέρα από το γεγονός ότι τα νοσοκομεία και οι ΜΕΘ καταγράφουν πληρότητα 100% για τους ασθενείς Covid, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, ασθενείς με χρόνιες παθήσεις ή διάφορα έκτακτα περιστατικά αντιμετωπίζονται πλημμελώς ή και καθόλου από το δημόσιο σύστημα Υγείας, οδηγώντας ακόμα και σε αύξηση των θανάτων που δεν οφείλονται στην πανδημία.
Τα στοιχεία που παρουσίασε ο «Ριζοσπάστης» τον περασμένο Δεκέμβρη είναι αποκαλυπτικά: Σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας, την περίοδο Γενάρη – Οκτώβρη 2020 καταγράφηκε μείωση των επισκέψεων στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών κατά 30% και 31% λιγότερες επισκέψεις στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, ενώ συνολικά στο 10μηνο «χάθηκαν» πάνω από 3,4 εκατ. επισκέψεις σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο της περιόδου 2017 – 2019.
Αντίστοιχα τα χειρουργεία μειώθηκαν κατά 21% και οι νοσηλείες κατά 16%. «Χάθηκαν» δηλαδή στο 10μηνο πάνω από 90.000 χειρουργεία στο δημόσιο σύστημα Υγείας σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο των ετών 2017 – 2019. Αλλά και στα Κέντρα Υγείας μειώθηκαν κατά 25% οι επισκέψεις, ποσοστό που ισοδυναμεί με 2,5 εκατομμύρια λιγότερες σε σύγκριση με το μέσο όρο της περασμένης διετίας.
Η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη στα ογκολογικά νοσοκομεία, όπου μειώθηκαν κατά 35% οι επισκέψεις στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία και κατά 9% οι νοσηλείες, που αντιστοιχεί σε 120.000 λιγότερες επισκέψεις ογκολογικών ασθενών, σε σύγκριση με το μέσο όρο της διετίας 2017 – 2019.
Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται στη συνολικότερη επιδείνωση των δεικτών Υγείας, καταγράφεται όμως και στην «πλεονάζουσα θνησιμότητα», στους θανάτους δηλαδή μέσα στην πανδημία, που υπερβαίνουν το μέσο όρο προηγούμενων μηνών.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τις πρώτες 49 βδομάδες του 2020 οι θάνατοι αυξήθηκαν κατά 3,65% σε σύγκριση με τις αντίστοιχες βδομάδες του 2019, ενώ πολύ μεγαλύτερη (από 25% έως 42%) είναι η αύξηση των θανάτων από την 46η έως την 49η βδομάδα, δηλαδή στο διάστημα 9 Νοέμβρη – 6 Δεκέμβρη 2020, οπότε κορυφώθηκε ξανά η πανδημία.
Απ’ αυτούς τους «πλεονάζοντες» θανάτους, ένα μέρος οφείλεται στον κορονοϊό, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις του ΕΟΔΥ. Η αιτία όμως για σχεδόν τους μισούς απ’ αυτούς είναι αδιευκρίνιστη και από τους επιστήμονες αποδίδονται στον αποκλεισμό χιλιάδων «μη Covid» ασθενών από το δημόσιο σύστημα Υγείας, που λειτουργεί ως μιας νόσου. Με άλλα λόγια, η αδυναμία χρονίως πασχόντων και άλλων ασθενών να έχουν έγκαιρα την αναγκαία διάγνωση και θεραπεία, οδηγεί πολλούς απ’ αυτούς σε μοιραία κατάληξη.
Τα παραπάνω στοιχεία δεν αποδεικνύουν μόνο πόσο χυδαίοι και προκλητικοί είναι οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης ότι διαχειρίζεται ικανοποιητικά την πανδημία και ότι δίνει προτεραιότητα στην ανθρώπινη ζωή. Ούτε φανερώνει μόνο τη γύμνια των κυβερνητικών εξαγγελιών για ενίσχυση τάχα του δημόσιου συστήματος Υγείας με μετακινήσεις υγειονομικών, προσλήψεις με ημερομηνία λήξης και σύστημα «ακορντεόν» στις ΜΕΘ, στα εξωτερικά ιατρεία, στις θεραπείες.
Πάνω απ’ όλα αποκαλύπτονται τα αδιέξοδα ενός συστήματος Υγείας που λειτουργεί στη λογική της ανταποδοτικότητας και του «κόστους – οφέλους», με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και σε σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα, με υπόβαθρο την πολιτική των ελάχιστων δωρεάν παροχών για όλους και της εμπορευματοποίησης της Υγείας. Το σύστημα αυτό δεν είναι μόνο ανήμπορο να σταθεί με επάρκεια στις έκτακτες συνθήκες της πανδημίας, αλλά είναι ανίκανο να καλύψει τις ανάγκες του λαού και σε κανονικές συνθήκες. Το σύστημα αυτό είναι έκφραση μιας ευρύτερης στρατηγικής της ΕΕ και του κεφαλαίου για την Υγεία, που υπηρετήθηκε απ’ όλες τις κυβερνήσεις όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Η αιτία γι’ αυτό είναι ο προσανατολισμός του, η λειτουργία του στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας με κριτήριο τα γενικότερα συμφέροντα του κεφαλαίου και όχι τις ανάγκες του λαού. Εκεί οφείλονται οι ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομές, η υποχρηματοδότηση, οι αδρές πληρωμές από την τσέπη του λαού, η γιγάντωση του ιδιωτικού τομέα, η πλήρης σχεδόν απουσία της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας με έμφαση στην πρόληψη.
Όσο η υγεία του λαού θεωρείται κόστος για το κεφάλαιο και το κράτος του, τόσο θα είναι εκτεθειμένη σε πανδημίες, επαγγελματικές ασθένειες, αρρώστιες που μπορούν έγκαιρα να προληφθούν, να διαγνωστούν ή και να θεραπευτούν με βάση τα επιτεύγματα της ιατρικής επιστήμης και των τεχνολογικών της εργαλείων. Τόσο θα μεγαλώνει η απόσταση ανάμεσα στις δυνατότητες που προσφέρει η εξέλιξη της ανθρώπινης εργασίας και σκέψης, και την αθλιότητα όπου είναι καταδικασμένος να ζει ο λαός.
Μαζί λοιπόν με τις διεκδικήσεις για μέτρα ουσιαστικής στήριξης του δημόσιου συστήματος Υγείας, με μόνιμες προσλήψεις και σύγχρονες υποδομές, με επίταξη του ιδιωτικού τομέα χωρίς αποζημιώσεις και αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, προβάλλει από τις ίδιες τις εξελίξεις η αναγκαιότητα της πάλης για καθολικό, δημόσιο και δωρεάν σύστημα Υγείας, στην υπηρεσία των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών και όχι της καπιταλιστικής κερδοφορίας, όπως γίνεται σήμερα, σε βάρος του λαού.