«Κόμβος» κερδοφορίας για το κεφάλαιο με το λαό στο καναβάτσο της ενεργειακής φτώχειας
Η πολιτική της κυβέρνησης ΝΔ, σε συνέχεια όλων των προηγούμενων, ανοίγει νέα πεδία κερδοφορίας για τα μονοπώλια, ενώ για τη συντριπτική πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων δυσκολεύει ολοένα και περισσότερο η πρόσβαση σε φτηνή και επαρκή Ενέργεια
Όσο ξετυλίγεται ο σχεδιασμός που υπηρετούν πιστά όλες οι κυβερνήσεις για τη μετατροπή της Ελλάδας σε «ενεργειακό κόμβο» στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όλο και περισσότερο αποκαλύπτεται ο αντιλαϊκός χαρακτήρας αυτής της πολιτικής, που όχι μόνο εμπλέκει τη χώρα στους οξύτατους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς για το μοίρασμα των αγορών Ενέργειας και τη χάραξη νέων δρόμων όδευσης των ενεργειακών αγαθών, αλλά επιπλέον καταδικάζει ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του λαϊκού πληθυσμού στην ενεργειακή φτώχεια, χωρίς επαρκή ή και καθόλου πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα και καύσιμα.
Το κράτος ανοίγει δρόμους για τα κέρδη των μονοπωλίων, μπλέκοντας «κόμπο – κόμπο» τη χώρα και το λαό σε επικίνδυνα σχέδια και ανταγωνισμούς για την Ενέργεια. Τελευταίο παράδειγμα η διυπουργική για την Ενέργεια που έγινε την περασμένη βδομάδα στην Αθήνα, με τη συμμετοχή Ελλάδας, Ισραήλ, Κύπρου και των ΗΠΑ, για την ενδυνάμωση της κοινής στρατηγικής στο ζήτημα των υδρογονανθράκων της περιοχής, ανταγωνιστικά στη Ρωσία, που έχει επικρατήσει κατά κράτος στην προμήθεια της Ευρώπης με φυσικό αέριο.
Στο πλαίσιο αυτής της συνάντησης, που έγινε με αμερικανοΝΑΤΟική ομπρέλα, επιβεβαιώθηκαν σχέδια που διευρύνουν τις προοπτικές κερδοφορίας για τα μονοπώλια της Ενέργειας, μεταξύ άλλων και για μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους στην Ελλάδα, ενώ από πλευράς κυβέρνησης ΝΔ υπήρξε η δέσμευση ότι άμεσα θα κυρωθούν στην ελληνική Βουλή οι συμβάσεις που υπέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ με διαδικασίες «fast track», για την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στα θαλάσσια οικόπεδα νότια της Κρήτης στην κοινοπραξία «ExxonMobil» – «Total» – ΕΛΠΕ.
Το σχέδιο για τη ΔΕΗ
Φυσικά, με τέτοιες εξαγγελίες και σχεδιασμούς τα μονοπώλια τρίβουν τα χέρια τους. Όπως έχουν κάθε λόγο να τρέφουν προσδοκίες για αποδοτικές επενδύσεις από την «απελευθέρωση» της αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα, που αποτελεί στρατηγική της ΕΕ και όλων των κυβερνήσεων.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, η κυβέρνηση της ΝΔ, παίρνοντας τη σκυτάλη από την προηγούμενη του ΣΥΡΙΖΑ, βάζει μπροστά ένα ακόμα «σχέδιο διάσωσης» της ΔΕΗ, με στόχο να καταστήσει την εταιρεία πιο θελκτική στους επενδυτές, με δεδομένη την κατεύθυνση μείωσης της συμμετοχής στην παραγωγή και εμπορία του ηλεκτρικού ρεύματος στη Ελλάδα, στο όνομα του ανταγωνισμού.
Έτσι, στο πλαίσιο αυτού του σχεδιασμού, είναι θέμα ημερών να ανακοινωθούν επίσημα οι πρώτες αυξήσεις ύψους 10%, με την κυβερνητική προπαγάνδα να προσπαθεί να πείσει ότι οι αυξήσεις αυτές «δεν θα γίνουν αισθητές» από τα λαϊκά νοικοκυριά, εξαιτίας της προηγούμενης μείωσης του ΦΠΑ στο ρεύμα από 13% στο 6%. Η μείωση αυτή όμως θα εξαϋλωθεί σε ό,τι αφορά τα λαϊκά νοικοκυριά, ενώ θα συνεχίσουν να την απολαμβάνουν αδιατάρακτα οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, που διαπραγματεύονται άλλες τιμές με τη ΔΕΗ.
Συμπληρωματικά στα παραπάνω, η κυβέρνηση μελετά το σενάριο της επιβολής «ρήτρας ρύπων» στα τιμολόγια της ΔΕΗ, που σημαίνει ότι όταν η τιμή των ρύπων άνθρακα θα ανεβαίνει στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια πάνω από ένα επίπεδο, αυτό θα μετακυλίεται στους καταναλωτές. Να σημειώσουμε ότι η «φάμπρικα» χρηματιστηριακών αγοραπωλησιών που έχει στηθεί από την ΕΕ πάνω στα δικαιώματα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έχει οδηγήσει σε μία αύξηση της τιμής σχεδόν 300% τα τελευταία τρία χρόνια, αφού από τα 7 περίπου ευρώ το 2017, σήμερα βρίσκεται σταθερά πάνω από 20 ευρώ.
Εκβιασμοί και αποκοπές
Το σχέδιο έχει και συνέχεια, καθώς αυτήν την περίοδο το μεγάλο βάρος δίνεται στην ένταση των εκβιασμών απέναντι σε όσους έχουν οφειλές στην επιχείρηση. Πληροφορίες αναφέρουν ότι είναι έτοιμη η αποστολή εξωδίκων σε περίπου 890.000 πελάτες της ΔΕΗ, με συνολικό χρέος άνω του 1 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα η ΔΕΗ έχει ήδη συμφωνήσει να συνεργαστεί με τρεις εισπρακτικές εταιρείες – τα γνωστά «κοράκια», που όλα αυτά τα χρόνια «κάνουν τον βίο αβίωτο» σε ανθρώπους που έχουν κάποιο χρέος στις τράπεζες από πιστωτικές κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, στεγαστικά κ.α. – που «ειδικεύονται» στην είσπραξη οφειλών, χρησιμοποιώντας φυσικά ακόμη και ένδικα μέσα.
Ο σχεδιασμός, που είχε ξεκινήσει να υλοποιείται από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, προβλέπει ακόμα «τιτλοποίηση» οφειλών για πώληση σε επενδυτικά ταμεία (funds), ή κατάθεση ως εχέγγυο αυτών των τιτλοποιημένων οφειλών για τη δανειοδότηση της επιχείρησης.
Στο πλαίσιο των εκβιασμών για να εισπραχθεί μεγαλύτερο μέρος από τα ανεξόφλητα χρέη, αναμένεται να συνεχιστούν και να ενταθούν οι απειλές για διακοπές ρεύματος, οι οποίες έχουν ούτως ή άλλως απογειωθεί, καταδικάζοντας στο σκοτάδι χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα χρωστούμενα για το ρεύμα, σε συνδυασμό με τα χρέη τους σε τράπεζες και Δημόσιο και με την κλιμακούμενη φοροληστεία των εισοδημάτων.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΕΔΔΗΕ, κατά τη διάρκεια του 2018 το σύνολο των εντολών που δέχτηκε πανελλαδικά για αποκοπές από όλους τους προμηθευτές διαμορφώθηκε στις 536.647, από τις οποίες οι 228.674 ανακλήθηκαν (λόγω εξόφλησης του χρέους και σε αρκετές περιπτώσεις μετά την επίσκεψη συνεργείων του ΔΕΔΔΗΕ) και οι 298.992 εκτελέστηκαν, αφήνοντας σε εκκρεμότητα για αποκοπή μόλις το 2% επί του συνόλου.
Για το πρώτο τρίμηνο του 2019 ο ΔΕΔΔΗΕ έχει δεχτεί 192.480 εντολές για αποκοπές λόγω χρέους. Οι 55.491 έχουν ανακληθεί λόγω εξόφλησης ή ρύθμισης και οι 87.113 έχουν ήδη εκτελεστεί, με τις εκκρεμότητες να διαμορφώνονται στο 26%, ποσοστό που – όπως αναφέρει – θα μειωθεί το αμέσως επόμενο διάστημα, με τη συνέχιση της εκτέλεσης των εντολών.
Τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν δεν κατηγοριοποιούνται ανάλογα με τον προμηθευτή. Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι η ΔΕΗ διατηρεί ακόμη και σήμερα μερίδιο περίπου 75% της εγχώριας αγοράς, με ασφάλεια μπορούμε να υποθέσουμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των παραπάνω αποκοπών ρεύματος αφορά οφειλέτες της ΔΕΗ.
Τέλος, το σχέδιο που ξεδιπλώνουν κυβέρνηση και ΔΕΗ προβλέπει επίσης απολύσεις και νέες μειώσεις μισθών, που θα επιδεινώσουν παραπέρα τις συνθήκες δουλειάς στην επιχείρηση, θα μεγαλώσουν την εκμετάλλευση και θα πολλαπλασιάσουν τις εστίες κινδύνου για «ατυχήματα» στους χώρους δουλειάς.
Απλόχερη κρατική στήριξη στα μονοπώλια
Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν σε μια περίοδο που τεράστια έργα σε όλο το φάσμα της ενεργειακής αγοράς υλοποιούνται ή σχεδιάζονται για το επόμενο διάστημα. Είναι ανυπολόγιστα τα ποσά που επενδύονται αυτήν την περίοδο στο χώρο των ΑΠΕ, στην κατασκευή αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου, σε έργα αποθήκευσης και επαναεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου, στην κατασκευή νέων μονάδων παραγωγής ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο, στις έρευνες υδρογονανθράκων κ.α.
Περί τα 10 δισ. ευρώ υπολογίζονται οι επενδύσεις σε νέα έργα ΑΠΕ την επόμενη δεκαετία, περί τα 4,5 δισ. το κόστος του ΤΑΡ, στα 140 εκατ. εκτιμάται ο μικρότερος ελληνοβουλγαρικός αγωγός IGB, στα 300 εκατ. ο νέος σταθμός παραγωγής ηλεκτρισμού που υλοποιεί η «Ρrotergia» στην Κρήτη, 150 εκατ. κόστισε η αναβάθμιση του τερματικού σταθμού ΥΦΑ στη Ρεβυθούσα, οι δύο διασυνδέσεις της Κρήτης με το ηπειρωτικό σύστημα ξεπερνούν τα 1,35 δισ. και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
Ο σχεδιασμός αυτός και τα έργα που τον υποστηρίζουν ενισχύουν τους μονοπωλιακούς ομίλους του χώρου της Ενέργειας και τους μεγάλους κατασκευαστικούς ομίλους, αλλά και τις επιδιώξεις της ντόπιας αστικής τάξης να κατοχυρώσει το ρόλο της ως «γεωπολιτικού μεντεσέ» των αμερικανοΝΑΤΟικών επιδιώξεων στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Είναι φανερό επομένως και από το παράδειγμα της ΔΕΗ ότι όλες αυτές οι επενδύσεις, που απολαμβάνουν απλόχερης στήριξης και συμμετοχής από το κράτος, δεν γίνονται για να διευκολυνθεί η πρόσβαση του λαού σε φτηνή και επαρκή Ενέργεια, αλλά έχουν ως κριτήριο την κερδοφορία μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Ταυτόχρονα βάζουν τη χώρα στο επίκεντρο ισχυρών ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για τα συμφέροντα των ενεργειακών κολοσσών, καθιστώντας το λαό μαγνήτη κινδύνων.
Υπάρχει άλλος δρόμος για τα συμφέροντα του λαού
Απέναντι σ’ αυτήν την αντιλαϊκή πολιτική στήριξης της ανάπτυξης για το κεφάλαιο, που οξύνει τα προβλήματα και τους κινδύνους για το λαό, χρειάζεται σήμερα να δυναμώσει η πάλη ενάντια στην «απελευθέρωση» του τομέα Ενέργειας, στις νέες ιδιωτικοποιήσεις μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ, στα νέα σχέδια ιδιωτικοποίησης του ΔΕΔΔΗΕ και του ΑΔΜΗΕ.
Να γίνει υπόθεση ακόμα περισσότερων εργαζομένων, σωματείων και φορέων η πάλη για άμεση μείωση της τιμής του ρεύματος για τα λαϊκά νοικοκυριά, κατάργηση του ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα και του ΕΤΜΕΑΡ, σταθερές θέσεις εργασίας με 35ωρο – 5ήμερο – 7ωρο, αυξήσεις μισθών, αναβάθμιση της απόδοσης και αύξηση της παραγωγής των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών σταθμών, μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος, της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων και των κατοίκων.
Πρωτοστατώντας με όλες του τις δυνάμεις στο κίνημα για την ανάπτυξη τέτοιων αγώνων, το ΚΚΕ φωτίζει ότι υπάρχει λύση, που μπορεί να ικανοποιήσει το σύνολο των αναγκών του λαού. Δηλαδή να διασφαλίζει ταυτόχρονα την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της λαϊκής οικογένειας, την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας των κατοίκων, τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας, σταθερές θέσεις ασφαλούς εργασίας για τους εργαζόμενους του κλάδου, ώθηση στην ισόμετρη ανάπτυξη των περιοχών της χώρας.
Για να εφαρμοστεί αυτή η λύση πρέπει η εργατική τάξη, ο λαός να πάρει στα χέρια του τα κλειδιά της οικονομίας και το τιμόνι της εξουσίας. Σκοπός της παραγωγής να είναι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και όχι το καπιταλιστικό κέρδος.
Έτσι, το ενεργειακό προϊόν θα αποτελεί κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα. Πρόκειται για έναν ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης, όπου όλες οι εγχώριες ενεργειακές πηγές, τα μέσα παραγωγής, μεταφοράς και διανομής της Ενέργειας θα αποτελούν κρατική – κοινωνική ιδιοκτησία.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, του σοσιαλισμού, ο ενεργειακός κεντρικός σχεδιασμός θα μπορεί να αξιοποιεί συνδυασμένα όλες τις διαθέσιμες εγχώριες πηγές και όλες τις διαθέσιμες τεχνικές λύσεις για να βελτιώνεται το σημερινό «ενεργειακό μείγμα» της χώρας, για τη διασφάλιση της λαϊκής ευημερίας. Θα αξιοποιήσει την επιστημονική έρευνα για να προβλέπει έγκαιρα μελλοντικές ανάγκες της κοινωνίας.