Οι ασθενείς με Covid-19 που έλαβαν το πλάσμα από αναρρώσαντες, είχαν μικρότερη πιθανότητα να χρειάζονται οξυγόνο κατά τη 14η μέρα της νοσηλείας τους, καθώς επίσης είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιβιώσουν, σε σχέση με όσους δεν είχαν κάνει την ίδια θεραπεία.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη λοιμωξιολόγο δρα Νικόλ Μπουβιέ της Ιατρικής Σχολής Icahn του Όρους Σινά στη Νέα Υόρκη, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “Nature Medicine”, δοκίμασαν το πλάσμα αίματος ιαθέντων σε 39 ασθενείς με μέση ηλικία 55 ετών και με σοβαρά συμπτώματα Covid-19, σε σύγκριση με άλλους 156 ασθενείς με Covid-19 που είχαν παρόμοια συμπτώματα και ιατρικό ιστορικό, αλλά δεν έλαβαν πλάσμα.
Το πλάσμα αίματος περιέχει άφθονα αντισώματα κατά του κορονοϊού, που είχαν αναπτυχθεί στο σώμα των δωρητών, οι οποίοι τελικά ανάρρωσαν. Κατά την έναρξη της νέας μελέτης, το 87% των ασθενών χρειάζονταν πρόσθετο οξυγόνο για να αναπνεύσουν, ενώ το 10% είχαν διασωληνωθεί.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι από όσους είχαν κάνει τη θεραπεία πλάσματος, το 18% χρειάζονταν ακόμη έξτρα οξυγόνο μετά από 14 μέρες νοσηλείας, έναντι ποσοστού 28% όσων δεν είχαν πάρει πλάσμα αναρρωσάντων. Επίσης, έως το τέλος της μελέτης είχαν πεθάνει το 13% όσων είχαν πάρει πλάσμα, έναντι 24% όσων δεν είχαν πάρει.
Επειδή όμως δεν επρόκειτο για μια μεγάλη τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή, η δρ Μπουβιέ δήλωσε ότι θα χρειαστούν περαιτέρω μελέτες για να επιβεβαιώσουν τα ευρήματα και να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα για την αξία της θεραπείας με την μετάγγιση πλάσματος. Όμως, με βάση τα έως τώρα δεδομένα, φαίνεται πως φέρνει θετικά αποτελέσματα.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ