“Η αποφασιστική ενίσχυση της αυτοδιοίκησης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για το οριστικό ξεπέρασμα της κρίσης και τη θεμελίωση μιας νέας ευημερίας που βασίζεται σε στέρεα θεμέλια, είναι βασική επιλογή που οδηγεί στο σύγχρονο κράτος” τονίζει ο Πάρις Κουκουλόπουλος, με άρθρο του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η κυβέρνηση, όπως σημειώνει, “επέλεξε μια νέα πραγματικότητα στην αυτοδιοίκηση με όχημα τον εκλογικό νόμο για τους δήμους”, αφού, όπως αναφέρει, “ουσιαστικά προτείνεται η θεσμοθέτηση δημάρχου που μπορεί να είναι πλειοψηφία στον λαό, αλλά μειοψηφία στο δημοτικό συμβούλιο και από την Παρασκευή 13 Ιουλίου αυτό θα είναι νόμος του κράτους”.
Η κυβερνητική αυτή επιλογή οδηγεί στην καθοριστική αποδυνάμωση της αυτοδιοίκησης σε μια εποχή που όχι μόνο ζητάει, αλλά επιβάλλει ακριβώς το αντίθετο, υποστηρίζει ο κ. Κουκουλόπουλος, υπογραμμίζοντας ότι “σε καμία χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου δεν συναντάμε μια τέτοια ρύθμιση. Είτε με συστήματα απλής αναλογικής, είτε με πλειοψηφικά παντού ο δήμαρχος συγκεντρώνει έμμεσα ή άμεσα την απόλυτη πλειοψηφία των πολιτών-εκλογέων και διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου”.
“Όσο σίγουρο είναι ότι οι κυβερνητικές μεθοδεύσεις υπονομεύουν την υπόθεση του σύγχρονου κράτους με ισχυρή αυτοδιοίκηση, άλλο τόσο είναι σίγουρη και η κρίση των πολιτών. Για την κυβέρνηση οι επόμενες κάλπες θα είναι Παρασκευή και 13…” καταλήγει.
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο του Π.Κουκουλόπουλου
«Το σύγχρονο κράτος, όπως κάθε φορά ορίζεται, αποτελεί διαρκές ζητούμενο για την Ελλάδα στη νεότερη ιστορία της και διακαή πόθο του ελληνικού λαού.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στις εθνικές εκλογές του 2004 η επαγγελία “επανίδρυσης του κράτους” συνέπεσε με τη μεγαλύτερη συμμετοχή σε εκλογές από το 1974 μέχρι σήμερα. Ενδεικτικά, τότε ψήφισαν 2 εκατομμύρια περισσότεροι πολίτες σε σύγκριση με το Σεπτέμβρη 2015!
Όσο θλιβερή υπήρξε η κατάληξη της επαγγελίας, άλλο τόσο εντυπωσιακή είναι η προσδοκία μιας ριζικής αλλαγής στο κράτος.
Από την είσοδό μας στην ΕΟΚ και, κυρίως μετά την ένταξη μας στην ΟΝΕ, οι απαραίτητες αλλαγές και στο πεδίο του κράτους προσδιορίζονται από την ανάγκη της σύγκλισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Οι αποστάσεις που πρέπει να διανυθούν σε τομείς όπως η δικαιοσύνη, η γραφειοκρατία, η αξιολόγηση και η ηλεκτρονική διακυβέρνηση είναι συγκεκριμένες και όλες μαζί αποτελούν τον οδικό χάρτη που οδηγεί στο σύγχρονο κράτος.
Τη μεγαλύτερη απόσταση από όσα ισχύουν στη μεταπολεμική Ευρώπη αλλά και σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο τη συναντάμε στους τομείς της αποκέντρωσης και της αυτοδιοίκησης.
Αυτοί βρίσκονται στον αστερισμό των πόλεων και των περιφερειών κι εμείς επιμένουμε στο υπερτροφικό και συγκεντρωτικό κράτος με καχεκτική και εξαρτημένη αυτοδιοίκηση.
Η κατάσταση μάλιστα επιδεινώθηκε στα χρόνια της κρίσης με την αποκέντρωση και την αυτοδιοίκηση να ανήκουν στους μεγάλους χαμένους αυτής της περιόδου.
Δεν αναφέρομαι στον «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ», ούτε στις ηρωικές προσπάθειες των δήμων στο μέτωπο της κοινωνικής συνοχής, το πρόσημο εδώ είναι αναμφίβολα θετικό.
Το κράτος μας έγινε πολύ πιο συγκεντρωτικό από κάθε άποψη αυτά τα χρόνια, γιατί η ίδια η φύση του ελληνικού προβλήματος επέβαλε την κεντρική διαχείρισή του.
Από το 2010 μέχρι σήμερα η χώρα βαδίζει στους ρυθμούς του Eurogroup, τα υπουργεία στους ρυθμούς των προαπαιτούμενων και η αυτοδιοίκηση αντιμετωπίζεται ως τμήμα της γενικής κυβέρνησης.
Όσο επιβεβλημένη ήταν μια τέτοια εξέλιξη άλλο τόσο ήταν και αχρείαστη, γιατί πολύ απλά ο ασφυκτικά συγκεντρωτικός χαρακτήρας του κράτους είναι μια από τις βασικές αιτίες που γέννησαν την κρίση στην Ελλάδα, αν όχι η βασικότερη, καθώς συνδέεται ευθέως τόσο με το παραγωγικό όσο και με το κοινωνικό πρότυπο που χρεοκόπησαν.
Με αυτή την οπτική, σήμερα που ανοίγει η συζήτηση για την Ελλάδα, μετά και πέρα από τα μνημόνια, οι αποφάσεις για το αύριο της αποκέντρωσης και της αυτοδιοίκησης δεν είναι διευθέτηση σχέσεων κυβέρνησης και αυτοδιοίκησης ούτε των κομμάτων μεταξύ τους.
Η αποφασιστική ενίσχυση της αυτοδιοίκησης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για το οριστικό ξεπέρασμα της κρίσης και τη θεμελίωση μιας νέας ευημερίας που βασίζεται σε στέρεα θεμέλια, είναι βασική επιλογή που οδηγεί στο σύγχρονο κράτος.
Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, επέλεξε μια νέα πραγματικότητα στην αυτοδιοίκηση με όχημα τον εκλογικό νόμο για τους δήμους.
Ουσιαστικά προτείνεται η θεσμοθέτηση δημάρχου που μπορεί να είναι πλειοψηφία στον λαό, αλλά μειοψηφία στο δημοτικό συμβούλιο και από την Παρασκευή 13 Ιουλίου αυτό θα είναι νόμος του κράτους.
Σε καμία χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου δεν συναντάμε μια τέτοια ρύθμιση. Είτε με συστήματα απλής αναλογικής, είτε με πλειοψηφικά παντού ο δήμαρχος συγκεντρώνει έμμεσα ή άμεσα την απόλυτη πλειοψηφία των πολιτών-εκλογέων και διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου.
Σε όλες τις ώριμες δημοκρατίες του κόσμου η σταθερότητα σε τοπικό επίπεδο ορίζεται υψηλότερα από το αντίστοιχο κυβερνητικό. Η δεδηλωμένη στη Βουλή σε όλα τα εκλογικά συστήματα επιτυγχάνεται σε ένα όριο περί το 40-42%,ενώ αντίστοιχα σε τοπικό επίπεδο επιδιώκεται το 50%+1.
Πρόκειται για μείζονα θεσμική ρύθμιση καθολικής ισχύος για πολύ συγκεκριμένους λόγους που έχουν σχέση τόσο με τη μη παροχή δυνατότητας πρόωρων εκλογών στο μέσον της δημοτικής περιόδου που είναι σταθερή, όσο και με τη φύση των τοπικών υποθέσεων.
Οι απαντήσεις σε μείζονα τοπικά ζητήματα δεν μπορεί να είναι μειοψηφικές και η μοναδική εγγύηση γι αυτό είναι η προγραμματική και πολιτική ενότητα της εκάστοτε δημοτικής Αρχής που συγκεντρώνει την πλειοψηφία στο λαό και στο δημοτικό συμβούλιο και όχι η συνδιαλλαγή με διάφορες μειοψηφίες.
Όσο σημαντικότερη είναι μια τοπική υπόθεση τόσο πιο πιθανός είναι ο τραγέλαφος της ακινησίας με το προωθούμενο σχέδιο της ακυβερνησίας των Δήμων.
Η κυβερνητική επιλογή με δυο λόγια οδηγεί στην καθοριστική αποδυνάμωση της αυτοδιοίκησης σε μια εποχή που όχι μόνο ζητάει, αλλά επιβάλει ακριβώς το αντίθετο.
Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι ένα νέο κύμα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων με κεντρική ιδέα την οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας στο πλησιέστερο στον πολίτη επίπεδο, δηλαδή στους Δήμους, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη εδώ και δεκαετίες.
Το μόνο που αποδεικνύουν οι κυβερνώντες με τις επιλογές τους είναι η πλήρης ανικανότητά τους να οδηγήσουν τη χώρα στην επόμενη μέρα όσα “Ζάππεια” κι αν οργανώσουν αυτοθαυμαζόμενοι.
Και το αποδεικνύουν διπλά με τη μεθόδευση της τελευταίας στιγμής να αναιρέσουν, ειδικά και μόνο για το 2019, μια από τις ελάχιστες θετικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου τους, αυτή της αποσύνδεσης των δημοτικών εκλογών από τις ευρωεκλογές.
Το Μάιο του 2019 οι δημοτικές εκλογές θα γίνουν μαζί με τις ευρωεκλογές και καθόλου απίθανο και με τις εθνικές.
Όσο σίγουρο είναι ότι οι κυβερνητικές μεθοδεύσεις υπονομεύουν την υπόθεση του σύγχρονου κράτους με ισχυρή αυτοδιοίκηση, άλλο τόσο είναι σίγουρη και η κρίση των πολιτών. Για την κυβέρνηση οι επόμενες κάλπες θα είναι Παρασκευή και 13…»
*Ο Πάρις Κουκουλόπουλος έχει διατελέσει δήμαρχος Κοζάνης από το 1991 έως το 2009 και ήταν πρώτος αιρετός πρόεδρος της ΚΕΔΚΕ (1999-2007)