Η σύγκριση των Μητσοτάκη – Τσίπρα τα τελευταία δυόμιση χρόνια αποβαίνει ολοένα και περισσότερο «τραυματική» για τον Αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ.
Το παραπάνω συμπέρασμα είναι κοινός τόπος για όλους τους νοήμονες πολίτες με εξαίρεση, δικαιολογημένα, των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και των λογιών λογιών επαγγελματιών της δημόσιας σφαίρας που έχουν συμφέρον να συντηρούν τις φιλοδοξίες του, ακόμα.
Πιστεύω ότι για την συναγωγή του δεν χρειάζονται οι δημοσκοπήσεις, που καταγράφουν διαρκώς την διεύρυνση του χάσματος εμπιστοσύνης των πολιτών στο πρόσωπό του Τσίπρα και των θετικών κρίσεων υπέρ του Πρωθυπουργού, ούτε η καθημερινή ενασχόληση με την πολιτική επικαιρότητα.
Γιατί αρκεί μια προσεκτική γρήγορη ματιά σε οποιοδήποτε θέμα της πολιτικής επικαιρότητας για να αντιληφθείς ότι η χώρα έχει έναν ρεαλιστή, ορθολογικό Πρωθυπουργό που παίρνει αποφάσεις, την εκπροσωπεί επάξια και κυβερνά αναλαμβάνοντας ενίοτε το πολιτικό κόστος των αποφάσεών του, αλλά και διορθώνοντας τα όποια λάθη του.
Και από την άλλη έχει έναν αρχηγό Αξιωματικής Αντιπολίτευσης παλαιάς κοπής λαϊκιστή, αδιάβαστο, φανατικό και εύκολο στις υποσχέσεις, στο πολιτικό ψέμα.
Η πλειοψηφία των πολιτών του Νομού Κοζάνης, των συμπατριωτών μου, είχε την ευκαιρία, μόλις προ λίγων ημερών, να προβεί άμεσα σε σύγκριση των δύο, παρακολουθώντας έστω και συνοπτικά τις επισκέψεις τους στο Νομό, με κεντρικό διακύβευμα, ποιο άλλο, την απολιγνιτοποίηση και τη δίκαιη μετάβαση.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην διάρκεια της επισκέψεώς του συμπεριέλαβε μια σύσκεψη στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, συναντήσεις με ομάδες τοπικών επιχειρηματιών και νέων, ενώ προέδρευσε σε ευρεία σύσκεψη τοπικών φορέων για την πορεία της απολιγνιτοποίησης και της δίκαιης μετάβασης.
Ο Πρωθυπουργός συνοδευόμενος από όλους τους επικεφαλής των εμπλεκόμενων υπουργείων και υπηρεσιών και με την παρουσία σύσσωμης της ηγεσίας της Δυτικής Μακεδονίας, βουλευτές, αυτοδιοίκητοί, εκπρόσωποι των επιμελητηρίων και των εργατικών συνδικάτων κλπ. μίλησε, άκουσε και συζήτησε με όλους για το μεγάλο εθνικό στοίχημα, υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά «αυτό είναι και ένα προσωπικό στοίχημα για μένα και θέλω να το τονίσω. Νοιαζόμαστε πραγματικά για το τι συμβαίνει στη Δυτική Μακεδονία».
Έκανε εκτενή αναφορά στο Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης, το οποίο θα κινητοποιήσει δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις ύψους άνω των 7 δισεκατομμυρίων ευρώ για τη Δυτική Μακεδονία.
Αναφέρθηκε διεξοδικά σε επιμέρους έργα που έχουν ήδη εγκριθεί με διασφαλισμένες χρηματοδοτήσεις, ενώ επισήμανε ότι «είμαστε πρωτίστως για να λύνουμε τα προβλήματα, όχι μόνο για να τα εντοπίζουμε και για να τα καταγράφουμε».
Υπογράμμισε ότι «από τη στιγμή που η απόφαση αυτή πάρθηκε σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο έχουμε υποχρέωση το Σχέδιο αυτό να το υλοποιήσουμε, να ξεπεράσουμε όλες τις δυσκολίες, να κινητοποιήσουμε όλα τα πιθανά χρηματοδοτικά εργαλεία για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τη φυσική καχυποψία, την ανησυχία μίας τοπικής κοινωνίας η οποία είχε μάθει και είχε προσαρμοστεί σε ένα συγκεκριμένο παραγωγικό μοντέλο το οποίο, όμως, καλείται σήμερα να αλλάξει. Και να αλλάξει με γρήγορους ρυθμούς».
Ο Αλέξης Τσίπρας στην διάρκεια της επισκέψεώς του συμπεριέλαβε μία σύσκεψη με φορείς στο Δημαρχείο Εορδαίας, στην Αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου, μια επίσκεψη στην Κοινότητα Αγίου Δημητρίου και το απόγευμα εκφώνησε πολιτική ομιλία στο σε ειδικά διαμορφωμένο τμήμα του κλειστού γυμναστηρίου του Δημοτικού Αθλητικού Κέντρου Κοζάνης, παρουσία συνεργατών και στελεχών του κόμματός του.
Το βασικό μήνυμα του μέσα από τα λόγια του «υπάρχει ο κίνδυνος να μετατραπεί η Δυτική Μακεδονία σε μία μαύρη κηλίδα στο χάρτη”, «την πονάμε, υπέστη τις επιπτώσεις της ενεργειακής καρδιάς της χώρας, η περιοχή σας επιβαρύνθηκε», «δεν μπορεί να την πετάξουμε, πρέπει να την στηρίξουμε με ένα κεντρικό σχέδιο, με πόρους και μια άλλη στρατηγική», κατηγορώντας την κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό ότι έχουν “στοχοποιήσει” την Δυτική Μακεδονία και της συμπεριφέρονται “εκδικητικά”.
Φυσικά ο Αλέξης Τσίπρας δεν πρόλαβε να αναφερθεί στο γεγονός ότι στα 4,5 χρόνια που κυβερνούσε το μόνο που πρόσφερε ήταν μια δραστική απολιγνιτοποίηση χωρίς κανένα αναπτυξιακό αντιστάθμισμα.
Επίσης δεν πρόφτασε να αναφερθεί στο γεγονός ότι η Ελλάδα είναι το πρώτο κράτος-μέλος της ΕΕ το οποίο διαθέτει εθνικό στρατηγικό σχέδιο δίκαιης αναπτυξιακής μετάβασης, και επίσης, καταλαμβάνει μακράν την πρώτη θέση ανάμεσα στα κράτη που είναι δικαιούχοι πόρων του Ταμείου ως προς την κατά κεφαλήν ενίσχυση, με 877 ευρώ ανά κάτοικο εξορυκτικής περιφέρειας ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος στις συνολικά 31 περιοχές εξόρυξης είναι 365 ευρώ ανά κάτοικο.
Εννοείται ότι δεν έκανε καμία αναφορά ούτε στην εξασφάλιση της βιωσιμότητας της τηλεθέρμανσης της Κοζάνης, της Πτολεμαΐδας και του Αμυνταίου, την κατασκευή δικτύου μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου στην Φλώρινα, την δημιουργία 5.400 θέσεων εργασίας μέσω προγραμμάτων του ΟΑΕΔ, την δρομολόγηση του κάθετου άξονα Κοζάνη-Φλώρινα-Νίκη, την επέκταση του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΕΣΦΑ) προς την Δυτική Μακεδονία και την ολοκλήρωση του βόρειου τμήματος του αυτοκινητοδρόμου Ε65 από τα Τρίκαλα έως το Κηπουρειό Γρεβενών Αυτονόητο ότι δεν αναφέρθηκε στις μεγάλες επενδύσεις περί φωτοβολταικών πάρκων ή μονάδων υδρογόνου.
Πρόλαβε όμως να καταθέσει επτά άξονες υποσχέσεων με τον χαρακτηρισμό «ειδικά», ειδικά κίνητρα, ειδικές αποζημιώσεις, ειδικές ευκαιρίες, ειδικά προγράμματα δημοσίων επενδύσεων, φυσικά, με γενικόλογες αναφορές και υποσχέσεις υπογραμμίζοντας ότι ήδη σχεδιάζουν στην Κουμουνδούρου τα σχετικά νομοσχέδια ώστε σύντομα που θα είναι ξανά κυβέρνηση να τα εφαρμόσουν.
Όλοι όσοι τον συνάντησαν και τον άκουσαν, στελέχη και συνεργάτες του ΣΥΡΙΖΑ και τοπικοί παράγοντες, έμειναν ευχαριστημένοι και έγιναν χαρούμενοι, κυρίως γιατί πείστηκαν ότι ο Αλέξης Τσίπρας μένει σταθερός και ακλόνητος στις αρχές, τις αξίες και τα πιστεύω που τον συνόδευσαν τόσο στην αντιμνημονιακή του αντιπολίτευση όσο και στην μνημονιακή του διακυβέρνηση.
Θα αρκούμουν στην ευχή «και εις άλλα με υγεία» εάν η δίκαιη μετάβαση δεν ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για όλους όσους ζούμε και αναπνέουμε στην Δυτική Μακεδονία. Μια υπόθεση που αφορά τη ζωή μας και απαιτεί την ενεργό συμμετοχή μας, με τον πλέον πρόσφορο τρόπο, αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα και το μέλλον με σοβαρότητα, όπως της αρμόζει και όπως μας αξίζει.