Κύριε Πρόεδρε, κύριε Υπουργέ, κύριε Υφυπουργέ, συζητούμε κυρίες και κύριοι συνάδελφοι ένα σχέδιο νόμου που πραγματεύεται ένα ευαίσθητο κοινωνικό κεφάλαιο, τις σχέσεις των γονέων με τα τέκνα, μετά τη διάσπαση της συζυγικής συμβίωσης.
Γνωρίζουμε όλοι, κυρίως οι δικηγόροι συνάδελφοι, ότι σε τέτοιες καταστάσεις, συχνά οι άνθρωποι οδηγούνται σε αντιπαραθέσεις, στις οποίες μάλιστα εμπλέκουν και τα παιδιά τους, κάποτε ακούσια, άλλοτε, δυστυχώς, και συνειδητά.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο κανόνας είναι οι πολυετείς αντιδικίες, με τραυματικές συνέπειες για τα παιδιά, εξαιτίας των εκατέρωθεν αντεγκλήσεων.
Ειπώθηκε ήδη από αρκετούς ομιλητές ότι ο υφιστάμενος, προοδευτικός για την εποχή του νόμος, ολοκλήρωσε τον βίο του.
Οι κοινωνικές δομές, οι θεσμοί και οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει και ήρθε η ώρα να μεταρρυθμίσουμε το νομοθετικό πλαίσιο, ώστε να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες και ανάγκες.
Προ ολίγων μηνών, είχα μία σχετική συζήτηση με συγγενικό μου πρόσωπο, γυναίκα και μητέρα, η οποία διαμένει για κάποια χρόνια στο εξωτερικό και πραγματικά είδα την έκπληξη στο πρόσωπό της όταν της εξήγησα ότι η συνήθης πρακτική στην Ελλάδα είναι η ανάθεση της επιμέλειας στη μητέρα και η αναγνώριση δικαιώματος επικοινωνίας στον πατέρα. Η ίδια θεωρούσε αυτονόητη την ανατροφή των παιδιών και από τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο.
Νομίζω ότι, ο καθένας μας, από διάφορα ερεθίσματα που έχει δεχθεί, έχει συνειδητοποιήσει την ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου λειτουργικού περιβάλλοντος για τους ανθρώπους που χωρίζουν και ενός πλαισίου που θα υπηρετεί το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Γιατί πράγματι υπάρχει ‘βέλτιστο’ συμφέρον, ανάμεσα στις πολλές ανάγκες και τα δικαιώματα του κάθε παιδιού και στα πρακτικά ασυμβίβαστα που μπορεί να χαρακτηρίζουν την κάθε περίπτωση.
Ομολογώ, όμως, ότι η αναγγελία της νομοθετικής πρωτοβουλίας από τον κ. Υπουργό, αντανακλαστικά θα έλεγα, μου προκάλεσε αντιφατικές σκέψεις. Από την μία, είπα «επιτέλους», για την αλλαγή ενός τοπίου που είχε καταλήξει να είναι ιδιαίτερα προβληματικό και αναποτελεσματικό και από την άλλη, επηρεασμένος από την ένταση παρόμοιων υποθέσεων, από επαγγελματική διαστροφή θα έλεγε κάποιος, φοβήθηκα ότι αγγίζουμε πολύ ευαίσθητες χορδές.
Το σχέδιο νόμου, όμως, αφόπλισε κάθε αναστολή μου. Κατάφερε να κινηθεί στο όριο του λελογισμένου εκσυγχρονισμού.
Στοχεύει στην αποφόρτιση των διαδικαστικών εντάσεων.
Καταπολεμάει την αντίληψη του «θα σου πάρω τα παιδιά».
Οριοθετεί το πλαίσιο, σε κατεύθυνση εκτόνωσης και συγκατάβασης.
Εδράζεται στις κρατούσες επιστημονικές θέσεις και σε σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις.
Συμβαδίζει με την εποχή και με την κοινωνία.
Ποιος είναι ο βασικός του άξονας;
Ότι το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου υπηρετείται από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονιών στην ανατροφή και τη φροντίδα του.
Τι φιλοδοξεί να πετύχει;
Να αποτρέψει τη διάρρηξη των σχέσεων του παιδιού με τον κάθε γονέα.
Να απομακρύνει το πρώην ζευγάρι από αδιέξοδες συγκρούσεις και αντιδικίες.
Να κατευθύνει τον κάθε γονιό στον σεβασμό των δικαιωμάτων της άλλης παράλληλης, συμπληρωματικής και αναγκαίας για την ισορροπία του παιδιού σχέσης.
Να οδηγήσει σε συναινετικές λύσεις, στη διαμεσολάβηση, αλλά και στη συμμόρφωση και στο σεβασμό των συμφωνιών και των δικαστικών αποφάσεων.
Ασφαλώς και ορίζει δικαιοδοτικό πλαίσιο για τον δικαστή. Αυτό κάνει κάθε νομοθεσία. Επειδή όμως μιλάμε για ανθρώπινες σχέσεις και ανάγκη για εξατομικευμένη αξιολόγηση, ο νόμος παρέχει ευρύτητα και ευελιξία.
Κανόνας είναι η από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας στη μετασυζυγική σχέση. Ακούστηκε η κριτική ότι το εξίσου δεν όριζε τη συζυγική σχέση, γιατί να ορίζει την μετά. Όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Έστω κι αν δεν υπήρχε ρητή διατύπωση, από πουθενά δεν απέρρεε σχέση υπεροχής ανάμεσα στα δικαιώματα των δύο γονέων.
Προβλέπει, εξάλλου, την υποχρέωση του ενός να προστατεύει και να ενισχύει τη σχέση του τέκνου με τον άλλο γονέα και με την ευρύτερη οικογένειά του, αλλά και την υποχρέωση πληροφόρησης εκείνου που δεν έχει την επιμέλεια του τέκνου για τις υποθέσεις του, κάτι επίσης αυτονόητο και αναγκαίο.
Σημείο τριβής, κατά τη συζήτηση, αποτέλεσε η καθιέρωση του τεκμηρίου επικοινωνίας στο 1/3 του συνολικού χρόνου, το οποίο είναι απολύτως εναρμονισμένο με τη φιλοσοφία του σχεδίου, σχεδόν αναγκαίος όρος για να εγκαταλειφθεί η λογική της εργαλειοποίησης των παιδιών στις δικαστικές διαμάχες.
Τεκμήριο, που όπως κατ’ επανάληψη ειπώθηκε αλλά εξακολουθεί δυστυχώς να παρερμηνεύεται, φοβάμαι σκοπίμως, είναι μαχητό, που σημαίνει ότι ανάλογα με τις περιστάσεις ο δικαστής μπορεί να διαμορφώσει τα άλλα κριτήρια και να καταλήξει σε διαφορετική απόφαση.
Στις περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, εκτός από τη υφιστάμενη γενική πρόβλεψη για τη δυνατότητα αφαίρεσής της από τον γονέα που παραβιάζει ή ασκεί καταχρηστικά τα καθήκοντά του, καθιερώνονται κριτήρια, που βοηθούν το έργο της δικαιοσύνης και κατοχυρώνουν το συμφέρον των παιδιών.
Αυτά είναι:
– η μη συμμόρφωση στις δικαστικές αποφάσεις και συμφωνίες,
– η αποξένωση του τέκνου με τον ένα γονέα και η διατάραξη των σχέσεών τους,
– η παράβαση ή παρεμπόδιση της απόφασης για την επικοινωνία, ή η κακή άσκηση ή η παράλειψη άσκησης της από τον δικαιούχο γονέα,
– η αδικαιολόγητη μη καταβολή της διατροφής,
– η καταδίκη του γονέα με οριστική απόφαση για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.
Με τον τρόπο αυτό θα γνωρίζουν όλοι πλέον την απαξία και τις σοβαρές συνέπειες που επάγονται συγκεκριμένες συμπεριφορές.
Όπως ήδη εξηγήθηκε επαρκέστατα, ενόψει των σημαντικών επιπτώσεων αλλά και καταχρηστικών πρακτικών, εύλογα νομίζω κρίθηκε αναγκαία η συνδρομή τουλάχιστον της πρωτόδικης καταδίκης για την επέλευση των συνεπειών του νόμου.
Εξάλλου, αρκετός λόγος έγινε για την ανάγκη συστάσεως οικογενειακών δικαστηρίων, που όμως δεν αποτελούν πανάκεια, ενώ ως γνωστό υπάρχουν ήδη ειδικά τμήματα που εκδικάζουν τον μεγαλύτερο όγκο των σχετικών υποθέσεων.
Κλείνοντας, λοιπόν, θα ήθελα να συγχαρώ τον κύριο Υπουργό για την τόλμη του και να δηλώσω τη στήριξή μου στην ισορροπημένη και συνάμα εκσυγχρονιστική νομοθετική πρωτοβουλία.