Εισήγηση του Βουλευτή Στάθη Κωνσταντινίδη στην Ολομέλεια της Βουλής στο Σ/Ν του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις»
Ο δεύτερος κύκλος της πανδημίας έχει αναγκάσει τα περισσότερα κράτη στη λήψη μέτρων για την προστασία των πολιτών. Κατανοούμε όλοι μας τα πολλά προβλήματα και τις αγωνίες του κάθε επαγγελματία που καλείται να μειώσει ή ακόμα και να αναστείλει τη λειτουργία της εργασίας του.
Όταν όμως το δίλημμα ανάγεται στη δημόσια υγεία, δεν χωρούν δισταγμοί. Πρώτο μέλημα είναι η προστασία των πολιτών και ιδίως των πιο ευάλωτων. Ας εμπιστευθούμε λοιπόν τους επιστήμονες και αυτούς που είναι επιφορτισμένοι με την ευθύνη.
Αναμφίβολα, πολλοί συμπολίτες μας, τούτες τις ώρες, χρειάζονται στήριξη. Είναι υποχρέωση της πολιτείας να παρέχει κάθε δυνατή συνδρομή. Από την άλλη, πρέπει όλοι να τηρήσουμε με συνέπεια τις υποδείξεις και να κλείσουμε τα αυτιά μας στον λαϊκισμό και τη συνωμοσιολογία, που έβλαψαν την εθνική προσπάθεια. Πριν από λίγους μήνες γίναμε παράδειγμα προς μίμηση σε όλο τον κόσμο. Μπορούμε να το ξανακάνουμε.
Εύχομαι καλό κουράγιο και δύναμη σε όλους τους ανθρώπους που θα δώσουν και πάλι τον αγώνα από την πρώτη γραμμή. Έχουν την ευγνωμοσύνη και τη συμπαράστασή μας. Δεν αρκεί όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να βγούμε όρθιοι από την υγειονομική κρίση. Πρέπει να βγούμε και πιο έτοιμοι.
Όπως και στην πρώτη φάση έτσι και σήμερα, ο κυβερνητικός σχεδιασμός και το νομοθετικό έργο πρέπει να εξελιχθούν παράλληλα. Με αποφασιστικότητα και ταχύτητα. Όσο τα εμπόδια μεγαλώνουν, τόσο μεγαλύτερη δύναμη πρέπει να καταβάλουμε για να τα υπερβούμε. Και αυτή η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι τη διαθέτει. Καλούμαστε, συνεπώς, να πάρουμε σημαντικές αποφάσεις και να επιφέρουμε τομές για το συμφέρον της κοινωνίας. Την επόμενη μέρα θα απαιτηθούν περισσότεροι πόροι, και αυτοί θα έρθουν μόνο από την ανάπτυξη.
Πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Πρέπει να έχουμε κάνει τις θεσμικές αλλαγές που θα δώσουν οξυγόνο στην οικονομία. Τέτοιες είναι και οι παρεμβάσεις του προς ψήφιση ν/σ.
Μπορεί κανείς να ασκεί κριτική, δε μπορεί, όμως, να κατηγορήσει τη σημερινή κυβέρνηση για ατολμία, αφού παίρνει αποφάσεις και δίνει λύσεις. Αυτό κάνει και με το βαλτωμένο ιδιωτικό χρέος, το οποίο δεν αντιμετώπισε, αλλά αντίθετα διόγκωσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Έλυσε μήπως το ζήτημα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών; Το αντίθετο. Ο ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε το νόμο Κατσέλη και υπερασπίζεται το νόμο Σταθάκη που είχε πολύ στενότερο πεδίο εφαρμογής. Τελικά, μας παρέδωσε ένα πλαίσιο που δεν συνιστούσε καμία προστασία για την 1η κατοικία.
Ακούστε τι έλεγε σχετικά τον Μάρτιο του 2019 η Ένωση Καταναλωτών (ΕΚΠΟΙΖΩ), 20 σημεία με τα οποία αντέκρουε τον ισχυρισμό περί προστασίας της 1ης κατοικίας: «Η τροπολογία της Κυβέρνησης σχετικά με την προστασία της κύριας κατοικίας δεν είναι μόνο κατώτερη των προσδοκιών, αλλά συνιστά πρόκληση και εμπαιγμό εις βάρος των δανειοληπτών. Η ΕΚΠΟΙΖΩ εκφράζει τη βαθιά πικρία, απογοήτευση και οργή της για την κατάργηση κάθε ουσιαστικής προστασίας της πρώτης κατοικίας. Στην πραγματικότητα η συγκεκριμένη κυβέρνηση (ο ΣΥΡΙΖΑ τότε) παρέλαβε την προστασία της κύριας κατοικίας ως μόνιμο θεσμό στο νόμο Κατσέλη, τον έκανε προσωρινό και με πιο αυστηρά κριτήρια το 2015 και τον καταργεί τώρα.».
Στο δια ταύτα όμως, είναι σήμερα οι υπερχρεωμένοι δανειολήπτες σε καλύτερη κατάσταση; Όχι, ομολόγησε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να υποστηρίξει την ανάγκη συνέχισης της προστασίας. Δεκάδες χιλιάδες δικογραφίες έχουν φρακάρει στα δικαστήρια. Και να σκεφτεί κανείς ότι μας κάνει κριτική για την επιχειρούμενη επιτάχυνση ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είχε δεσμευτεί στους θεσμούς για την εκκαθάριση αυτών των υποθέσεων μέχρι το 2022. Μας εγκαλεί επίσης για τη διαδικασία, όταν είναι αυτός που εισήγαγε την εκδίκαση των υποθέσεων χωρίς την εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, σε άλλες υποθέσεις ακόμα και βαρύτερες!
Αν θέλουμε μάλιστα να είμαστε ειλικρινείς, για όσους γνωρίζουν, πρακτικά αυτό –στις συγκεκριμένες υποθέσεις- είναι προς το συμφέρον του δανειολήπτη. Αφού ό,τι θέλει να αποδείξει θα το εισφέρει στη διαδικασία με μία ένορκη, χωρίς να κινδυνεύει από αντιφάσεις και ανταπόδειξη. Υποστηρίχθηκε ακόμα ότι δεν θα μπορέσουν οι ενδιαφερόμενοι να προσκομίσουν τα απαραίτητα οικονομικά στοιχεία. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι ο πραγματικός δικαιούχος έχει κάθε λόγο να το πράξει. Τώρα, εκείνος που ξεκίνησε τη διαδικασία, στη λογική κάντο και βλέπουμε, πιθανότατα θα την εγκαταλείψει. Πρόκειται μάλλον για το ποσοστό (25 % αν δεν κάνω λάθος) το οποίο όταν έρθει η ώρα να συζητηθεί η υπόθεσή του παραιτείται ή την ματαιώνει, όπως λένε τα στοιχεία.
Όμως, από τις υποθέσεις που δεν έχουν ακόμα κριθεί, ποιοί πλήττονται και ποιοί ευνοούνται από την επιτάχυνση; Αυτός που έχει τα κριτήρια για να δικαιωθεί θέλει την ταχεία εκκαθάριση. Ξέρετε ποιοι δεν την θέλουν; Κατά κανόνα αυτοί που μπήκαν καταχρηστικά. Όσοι πέτυχαν μία προσωρινή ρύθμιση και βολεύονται από την καθυστέρηση. Μήπως σε αυτούς κλείνετε το μάτι; Κινδυνεύετε να κατηγορηθείτε ότι σιγοντάρετε τους μπαταχτσήδες.
Και το ξέρετε καλά, κυρίες και κύριοι της αντιπολίτευσης, ότι η μη εκκαθάριση δεν βλάπτει μόνο τη δικαιοσύνη και εκθέτει τη χώρα για καθυστέρηση στην απονομή της, αλλά όλους τους πολίτες. Την οικονομία συνολικά. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Όσο δεν εκκαθαρίζεται το ιδιωτικό χρέος και τα τραπεζικά δάνεια, δεν πρόκειται να εξυγιανθεί η οικονομία. Όμως, εσείς αρνείστε τη ρύθμιση χωρίς να προτείνετε κάποια εναλλακτική. Πείτε, να χαριστούν τα χρέη, πείτε, να τα φορτωθούν οι φορολογούμενοι, πείτε, να τα χρεωθούν οι τράπεζες, τίποτα από αυτά δεν λέτε, πλέον. Αυτό που κάνετε είναι ανέξοδη κριτική!
Από τα άλλα σημαντικά ζητήματα του νομοσχεδίου:
– Επισημαίνω τη λύση που δίνεται στο ζήτημα του ne bis in idem, που αποτελεί εισήγηση του ΣτΕ, και όχι μόνο ύποπτη δεν είναι, αλλά αντίθετα υπηρετεί τα συμφέροντα του κράτους.
– την ενοποίηση των εισαγγελιών οικονομικού εγκλήματος και διαφθοράς,
– αλλά και τον προβληματισμό που προκαλεί η έλλειψη εμπιστοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ προς την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, αφού φαίνεται να εμπιστεύεται μόνο κάποια πρόσωπα και προφανώς όχι όλους τους λειτουργούς και τον θεσμό συνολικά,
– τις ρυθμίσεις για τους δικηγόρους και τους δικαστικούς επιμελητές που έγιναν ένθερμα αποδεκτές,
– την πρόσληψη 800 γιατρών και 1.000 νοσηλευτών,
– και τέλος τη δραστική αντιμετώπιση της κακοποίησης των ζώων.
Για όλους αυτούς τους λόγους στηρίζω με θέρμη και αυτήν την νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργού της Δικαιοσύνης.