Η ενέργεια έχει ζωτική σημασία για την υπόσταση μιας χώρας, καθώς κατέχει τη δεύτερη θέση, μετά την άμυνα, στο σκληρό πυρήνα των κρατικών υποθέσεων και πρωτεύουσα θέση στην εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών του πολίτη.
Το Σχέδιο προβλέπει επενδύσεις 32,7 δισ. ευρώ μέχρι το 2030 για τη διείσδυση των ΑΠΕ σε ποσοστό 32% στην τελική κατανάλωση ενέργειας και 55% στην παραγωγή ρεύματος, μείωση των εκπομπών ρύπων του θερμοκηπίου που εντάσσονται στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων ETS και εξοικονόμηση ενέργειας κατά 32%. Αντίστοιχα η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη περιορίζεται στο 17% το 2030 έναντι 30,6% το 2016.
Δυο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του προτεινόμενου Σχεδίου:
Η υιοθέτηση σε υπερθετικό βαθμό των στόχων της ΕΕ, που ως γνωστόν πρωτοπορεί στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Συνακόλουθα, το Σχέδιο δεν εξετάζει εναλλακτικά σενάρια και παραβλέπει ζωτικές προτεραιότητες του ενεργειακού σχεδιασμού, όπως θα δούμε παρακάτω.
Η εστίασή του σχεδόν αποκλειστικά στην ηλεκτρική ενέργεια (Η.Ε.) όπου βρίσκουμε και τα πιο συγκεκριμένα μέτρα, όπως η απόσυρση λιγνιτικών μονάδων.
Όλα τα άλλα είναι αντιγραφή ευρωπαϊκών οδηγιών και παράθεση επιθυμιών.
Με αυτά τα δεδομένα τίθενται συγκεκριμένα ζητήματα που πρέπει να απαντηθούν.
1) Οι πλέον έγκυροι αναλυτές διεθνώς συγκλίνουν στην άποψη ότι σε παγκόσμια κλίμακα το 2035 τα ορυκτά καύσιμα θα καλύπτουν το 57% των αναγκών σε Η.Ε., εκ των οποίων το 33% οι άνθρακες. Η επιβεβλημένη αλλαγή στο ενεργειακό μίγμα είναι, δυστυχώς, μακροχρόνια υπόθεση και η κλιματική αλλαγή δεν αντιμετωπίζεται σε μια και μόνη ήπειρο, πολύ δε περισσότερο σε μια και μόνη χώρα. Δεν είναι που ο μεγαλύτερος ρυπαντής στον κόσμο (ΗΠΑ) αρνείται να λάβει μέτρα, είναι και η Γερμανία, όπου ακούσαμε την κα Μέρκελ πρόσφατα να ανακοινώνει ότι η χώρα της δεν θα πιάσει τους ευρωπαϊκούς στόχους για το κλίμα το 2020.
Παρότι, δηλαδή, οι ευρωπαϊκοί στόχοι δεν αποτελούν θέσφατο, το Σχέδιο για το 2030 προτείνει μείωση εκπομπών κατά 63%, όταν η ΕΕ θέτει στόχο το 43%, χωρίς να μας εξηγεί το γιατί ούτε και τι σημαίνει αυτή η επιλογή.
2) Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, υιοθετείται η εκτίμηση ότι μέχρι το 2030 στη χώρα θα εγκαθίστανται ετήσια 650 MW ΑΠΕ, κυρίως αιολικά και φωτοβολταϊκά.
Η ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ στην Ελλάδα είναι επιδοτούμενη και μέχρι σήμερα κόστισε στον καταναλωτή 1 δισ. ευρώ.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το ΕΣΕΚ αποσυνδέει τις ΑΠΕ από τις επιδοτήσεις, γιατί σύμφωνα με τις προβλέψεις του η άνοδος των τιμών στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων θα τις καταστήσει ανταγωνιστικές.
Με απλά λόγια, το Σχέδιο μας προϊδεάζει για εκτίναξη των τιμών του ρεύματος χωρίς να το λέει ρητά, αντίθετα προκαλεί εύλογες απορίες ότι στις 226 σελίδες του δεν υπάρχει καμία αναφορά στην εξέλιξη της τιμής της kWh.
Πόσο λογική είναι η αδιαφορία για την αύξηση στην τιμή του ρεύματος στην Ελλάδα της κρίσης, με τη Βιομηχανία της να χρεώνεται το δεύτερο ακριβότερο ρεύμα στην ΕΕ, μπορεί ο καθένας να το κρίνει.
3) Οι υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες αποσύρονται σταδιακά και καμία νέα δεν προβλέπεται πλην της Πτολεμαΐδας V που ήδη κατασκευάζεται.
Οι συνέπειες αυτής της επιλογής στην ασφάλεια εφοδιασμού και την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας είναι σαφείς και συγκεκριμένες και αναφέρονται στο Σχέδιο με κομψό τρόπο.
Αυτό που αποσιωπάται είναι ότι η επιλογή αυτή σημαίνει πως η χώρα θα εξαντλήσει(;) τα λιγνιτικά της αποθέματα στις υπάρχουσες παλιές ρυπογόνες μονάδες.
Ο μέσος βαθμός απόδοσης των μονάδων αυτών μετά βίας αγγίζει το 28%, όταν η διαθέσιμη τεχνολογία επιτρέπει βαθμό απόδοσης 42%.
Με απλά λόγια, προτείνεται η γρήγορη εξάντληση των κοιτασμάτων λιγνίτη σε παλιές ρυπογόνες μονάδες με πολύ υψηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
4) Η πρόβλεψη για το μέλλον των λιγνιτικών περιοχών είναι ανύπαρκτη και οι πενιχρές αναφορές στο ζήτημα δείχνουν ότι οι εμπνευστές του ΕΣΕΚ δεν τα πάνε καλά με την πραγματικότητα.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2014 η συμβολή της ενέργειας στο εισόδημα των κατοίκων της Δυτικής Μακεδονίας ανήλθε στο 42% με όρους Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας και για την Π.Ε. Κοζάνης στο ιλιγγιώδες 57,2% !
Όσοι διατείνονται ότι με τους ελάχιστους πόρους του ταμείου δίκαιης μετάβασης της ΕΕ δίνουν απάντηση στο πρόβλημα, είναι σίγουρα ανίδεοι, ανίκανοι και γι’ αυτό ακατάλληλοι να το αντιμετωπίσουν.
Η περιοχή που επί 65 χρόνια κράτησε όρθια ενεργειακά τη χώρα και στήριξε την εκβιομηχάνιση της, τιμωρείται από την Κυβέρνηση με την ποινή της ερήμωσης.
5) Όλα τα ανωτέρω αποκτούν άλλη διάσταση συγκρινόμενα με αυτά που παρέλαβε ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ στην ενέργεια, τα οποία φρόντισε να στείλει στο πυρ το εξώτερο, αφού νωρίτερα τα είχε πολεμήσει λυσσαλέα ως αντιπολίτευση.
Υπενθυμίζεται συνοπτικά ότι ο νόμος για τη Μικρή ΔΕΗ εξασφάλιζε την κατασκευή δυο υπερσύγχρονων μονάδων (Μελίτη II, Αγ Δημήτριος VI) και την ένταξη της Πτολεμαΐδας V στο σύστημα δυο χρόνια νωρίτερα με τη ρευστότητα της ΔΕΗ ενισχυμένη.
Αυτή η εξέλιξη επέτρεπε στη χώρα να θέσει πολύ πιο φιλόδοξους στόχους περιβαλλοντικά με την ταχύτερη απόσυρση γηρασμένων μονάδων, αξιοποιούσε το μοναδικό εθνικό μας καύσιμο ορθολογικά και έδινε ανάσα ζωής στο ενεργειακό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας για να σχεδιάσει την επόμενη μέρα.
Ο κ. Τσίπρας, αντί αυτών, επέλεξε να υπηρετήσει μεταπρατικά συμφέροντα και σήμερα μας προτείνει πανάκριβο ρεύμα και συνθήκες ενεργειακής φτώχειας.
Ευτυχώς που άργησαν τον ενεργειακό τους σχεδιασμό και δεν θα προλάβουν να τον υλοποιήσουν γιατί το αργότερο σε 10 μήνες η Κυβέρνηση αυτή θα αποτελεί θλιβερή ανάμνηση.
Προτάσεις για μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση της ενέργειας φυσικά υπάρχουν και η βασική τους προϋπόθεση είναι η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις επερχόμενες εκλογές.
Η ενέργεια έχει ζωτική σημασία για την υπόσταση μιας χώρας, καθώς κατέχει τη δεύτερη θέση, μετά την άμυνα, στο σκληρό πυρήνα των κρατικών υποθέσεων και πρωτεύουσα θέση στην εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών του πολίτη.
Το Σχέδιο προβλέπει επενδύσεις 32,7 δισ. ευρώ μέχρι το 2030 για τη διείσδυση των ΑΠΕ σε ποσοστό 32% στην τελική κατανάλωση ενέργειας και 55% στην παραγωγή ρεύματος, μείωση των εκπομπών ρύπων του θερμοκηπίου που εντάσσονται στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων ETS και εξοικονόμηση ενέργειας κατά 32%. Αντίστοιχα η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη περιορίζεται στο 17% το 2030 έναντι 30,6% το 2016.
Δυο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του προτεινόμενου Σχεδίου:
Η υιοθέτηση σε υπερθετικό βαθμό των στόχων της ΕΕ, που ως γνωστόν πρωτοπορεί στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Συνακόλουθα, το Σχέδιο δεν εξετάζει εναλλακτικά σενάρια και παραβλέπει ζωτικές προτεραιότητες του ενεργειακού σχεδιασμού, όπως θα δούμε παρακάτω.
Η εστίασή του σχεδόν αποκλειστικά στην ηλεκτρική ενέργεια (Η.Ε.) όπου βρίσκουμε και τα πιο συγκεκριμένα μέτρα, όπως η απόσυρση λιγνιτικών μονάδων.
Όλα τα άλλα είναι αντιγραφή ευρωπαϊκών οδηγιών και παράθεση επιθυμιών.
Με αυτά τα δεδομένα τίθενται συγκεκριμένα ζητήματα που πρέπει να απαντηθούν.
1) Οι πλέον έγκυροι αναλυτές διεθνώς συγκλίνουν στην άποψη ότι σε παγκόσμια κλίμακα το 2035 τα ορυκτά καύσιμα θα καλύπτουν το 57% των αναγκών σε Η.Ε., εκ των οποίων το 33% οι άνθρακες. Η επιβεβλημένη αλλαγή στο ενεργειακό μίγμα είναι, δυστυχώς, μακροχρόνια υπόθεση και η κλιματική αλλαγή δεν αντιμετωπίζεται σε μια και μόνη ήπειρο, πολύ δε περισσότερο σε μια και μόνη χώρα. Δεν είναι που ο μεγαλύτερος ρυπαντής στον κόσμο (ΗΠΑ) αρνείται να λάβει μέτρα, είναι και η Γερμανία, όπου ακούσαμε την κα Μέρκελ πρόσφατα να ανακοινώνει ότι η χώρα της δεν θα πιάσει τους ευρωπαϊκούς στόχους για το κλίμα το 2020.
Παρότι, δηλαδή, οι ευρωπαϊκοί στόχοι δεν αποτελούν θέσφατο, το Σχέδιο για το 2030 προτείνει μείωση εκπομπών κατά 63%, όταν η ΕΕ θέτει στόχο το 43%, χωρίς να μας εξηγεί το γιατί ούτε και τι σημαίνει αυτή η επιλογή.
2) Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, υιοθετείται η εκτίμηση ότι μέχρι το 2030 στη χώρα θα εγκαθίστανται ετήσια 650 MW ΑΠΕ, κυρίως αιολικά και φωτοβολταϊκά.
Η ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ στην Ελλάδα είναι επιδοτούμενη και μέχρι σήμερα κόστισε στον καταναλωτή 1 δισ. ευρώ.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το ΕΣΕΚ αποσυνδέει τις ΑΠΕ από τις επιδοτήσεις, γιατί σύμφωνα με τις προβλέψεις του η άνοδος των τιμών στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων θα τις καταστήσει ανταγωνιστικές.
Με απλά λόγια, το Σχέδιο μας προϊδεάζει για εκτίναξη των τιμών του ρεύματος χωρίς να το λέει ρητά, αντίθετα προκαλεί εύλογες απορίες ότι στις 226 σελίδες του δεν υπάρχει καμία αναφορά στην εξέλιξη της τιμής της kWh.
Πόσο λογική είναι η αδιαφορία για την αύξηση στην τιμή του ρεύματος στην Ελλάδα της κρίσης, με τη Βιομηχανία της να χρεώνεται το δεύτερο ακριβότερο ρεύμα στην ΕΕ, μπορεί ο καθένας να το κρίνει.
3) Οι υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες αποσύρονται σταδιακά και καμία νέα δεν προβλέπεται πλην της Πτολεμαΐδας V που ήδη κατασκευάζεται.
Οι συνέπειες αυτής της επιλογής στην ασφάλεια εφοδιασμού και την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας είναι σαφείς και συγκεκριμένες και αναφέρονται στο Σχέδιο με κομψό τρόπο.
Αυτό που αποσιωπάται είναι ότι η επιλογή αυτή σημαίνει πως η χώρα θα εξαντλήσει(;) τα λιγνιτικά της αποθέματα στις υπάρχουσες παλιές ρυπογόνες μονάδες.
Ο μέσος βαθμός απόδοσης των μονάδων αυτών μετά βίας αγγίζει το 28%, όταν η διαθέσιμη τεχνολογία επιτρέπει βαθμό απόδοσης 42%.
Με απλά λόγια, προτείνεται η γρήγορη εξάντληση των κοιτασμάτων λιγνίτη σε παλιές ρυπογόνες μονάδες με πολύ υψηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
4) Η πρόβλεψη για το μέλλον των λιγνιτικών περιοχών είναι ανύπαρκτη και οι πενιχρές αναφορές στο ζήτημα δείχνουν ότι οι εμπνευστές του ΕΣΕΚ δεν τα πάνε καλά με την πραγματικότητα.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2014 η συμβολή της ενέργειας στο εισόδημα των κατοίκων της Δυτικής Μακεδονίας ανήλθε στο 42% με όρους Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας και για την Π.Ε. Κοζάνης στο ιλιγγιώδες 57,2% !
Όσοι διατείνονται ότι με τους ελάχιστους πόρους του ταμείου δίκαιης μετάβασης της ΕΕ δίνουν απάντηση στο πρόβλημα, είναι σίγουρα ανίδεοι, ανίκανοι και γι’ αυτό ακατάλληλοι να το αντιμετωπίσουν.
Η περιοχή που επί 65 χρόνια κράτησε όρθια ενεργειακά τη χώρα και στήριξε την εκβιομηχάνιση της, τιμωρείται από την Κυβέρνηση με την ποινή της ερήμωσης.
5) Όλα τα ανωτέρω αποκτούν άλλη διάσταση συγκρινόμενα με αυτά που παρέλαβε ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ στην ενέργεια, τα οποία φρόντισε να στείλει στο πυρ το εξώτερο, αφού νωρίτερα τα είχε πολεμήσει λυσσαλέα ως αντιπολίτευση.
Υπενθυμίζεται συνοπτικά ότι ο νόμος για τη Μικρή ΔΕΗ εξασφάλιζε την κατασκευή δυο υπερσύγχρονων μονάδων (Μελίτη II, Αγ Δημήτριος VI) και την ένταξη της Πτολεμαΐδας V στο σύστημα δυο χρόνια νωρίτερα με τη ρευστότητα της ΔΕΗ ενισχυμένη.
Αυτή η εξέλιξη επέτρεπε στη χώρα να θέσει πολύ πιο φιλόδοξους στόχους περιβαλλοντικά με την ταχύτερη απόσυρση γηρασμένων μονάδων, αξιοποιούσε το μοναδικό εθνικό μας καύσιμο ορθολογικά και έδινε ανάσα ζωής στο ενεργειακό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας για να σχεδιάσει την επόμενη μέρα.
Ο κ. Τσίπρας, αντί αυτών, επέλεξε να υπηρετήσει μεταπρατικά συμφέροντα και σήμερα μας προτείνει πανάκριβο ρεύμα και συνθήκες ενεργειακής φτώχειας.
Ευτυχώς που άργησαν τον ενεργειακό τους σχεδιασμό και δεν θα προλάβουν να τον υλοποιήσουν γιατί το αργότερο σε 10 μήνες η Κυβέρνηση αυτή θα αποτελεί θλιβερή ανάμνηση.
Προτάσεις για μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση της ενέργειας φυσικά υπάρχουν και η βασική τους προϋπόθεση είναι η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις επερχόμενες εκλογές.