Η κινητοποίηση των αυτοκινητιστών περιοχής Ελλησπόντου είναι πολύ σημαντική για να την προσπεράσουμε ως μια απλή ή έστω αυτονόητη διαμαρτυρία. Αφετηρία έχει οπωσδήποτε το δίκαιο αίτημα για δουλειά κάποιων ανθρώπων που επένδυσαν σε ένα αντικείμενο το οποίο αρχικά (2015) συρρικνώθηκε και σήμερα κυριολεκτικά εξαφανίζεται. Δεν είναι οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που παθαίνουν κάτι ανάλογο λένε πολλοί και άλλοι πάλι αντιτείνουν ότι το τέλος του λιγνίτη ήταν μια γνωστή υπόθεση εδώ και χρόνια και άρα έπρεπε να πάρουν τα μέτρα τους.
Πρόκειται για λάθος προσεγγίσεις καταρχήν γιατί και οι εν λόγω αυτοκινητιστές εξαπατήθηκαν από τις δυο τελευταίες κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και ΝΔ, καθώς οι πράξεις αμφοτέρων στη λιγνιτική παραγωγή διαφοροποιήθηκαν ριζικά από τις προεκλογικές τους εξαγγελίες, το 2015 και το 2019 αντίστοιχα. Και είναι διπλό το λάθος γιατί με τέτοιες προσεγγίσεις απομακρύνουμε τη δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση από μείζονα και φλέγοντα ζητήματα οδηγώντας την τοπική κοινωνία στον εφησυχασμό και τελικά στον αυτοχειριασμό.
Η κινητοποίηση των αυτοκινητιστών τελειώνει δυο μύθους, ένα μεγάλο και ένα μικρό.
Ο μικρός μύθος στον οποίο πιστεύουν αρκετοί και, κακώς, εφησυχάζουν είναι πως η απολιγνιτοποίηση αφορά τους μόνιμους υπαλλήλους της ΔΕΗ. Κάνουν λάθος, οι μόνοι που δεν θίγονται άμεσα είναι οι μόνιμοι υπάλληλοι της ΔΕΗ. Τα πρώτα μεγάλα θύματα της βίαιης απολιγνιτοποίησης είναι οι χαμηλόμισθοι των εργολάβων που δραστηριοποιούνταν στους σταθμούς και τα ορυχεία, οι ιδιοκτήτες μισθωμένων φορτηγών και μηχανημάτων, οι εργαζόμενοι και μεταφορείς στη ΛΑΡΚΟ και το Προσήλιο και έπονται οι κάτοικοι των χωριών της Α ζώνης που έπαιρναν ανάσες με τα 8μηνα. Στο επίκεντρο αυτής της δίνης βρίσκεται ο κόσμος της αγοράς που ζει σε συνθήκες ασφυξίας από το 2010 μέχρι σήμερα. Στο βάθος βέβαια τις συνέπειες υφίσταται ολόκληρη η τοπική κοινωνία καθώς βλέπει ανήμπορη τη νέα γενιά της να μεταναστεύει και εδώ δεν πρόκειται μόνο για το brain drain που αφορά όλη την Ελλάδα. Η Δυτική Μακεδονία χάνει τον ανθό της με αμείωτους ρυθμούς που μόνο με τον εμφύλιο πόλεμο μπορούν να συγκριθούν.
Το master plan , αδύναμο και καχεκτικό στις προτάσεις του, περιέχει στο πρώτο μέρος του μια αξιόλογη καταγραφή της κατάστασης στην περιοχή όπου η πληθυσμιακή συρρίκνωση και η ταχεία γήρανση του πληθυσμού τα τελευταία χρόνια δεν έχουν καμία σχέση με τους εθνικούς μέσους όρους και δείχνουν ανάγλυφα το χαρακτήρα της κρίσης στον τόπο μας.
Ο μεγάλος μύθος, στον οποίο πιστέψαμε πολύ περισσότεροι, είναι πως η κυβέρνηση δεν έχει σχέδιο για την περιοχή• αντίθετα κάθε μέρα αποκαλύπτεται ότι βασικό στόχο έχουν την εγκατάσταση ΦΒ σε πάρκα-μαμούθ, κάτι που σε συνδυασμό με τη μέχρι τώρα πολιτική τους επιφέρει αναπότρεπτα την ερημοποίηση της περιοχής. Βασικός στόχος και τελικό αποτέλεσμα εξάλλου είναι αλληλένδετα σε έναν αλληλοτροφοδοτούμενο κύκλο.
Αποδείξεις έχουμε καθημερινά, από την περιφρονητική αγνόηση του Πανεπιστημίου μας αντί της ενίσχυσης του, μέχρι τη σιδηροδρομική μας σύνδεση με λιμάνι της Αλβανίας αντί της Ηγουμενίτσας. Το master plan επίσης είναι δηλωτικό των προθέσεων της Κυβέρνησης με τα ΦΒ να αποτελούν τη μόνη άμεσα υλοποιήσιμη πρόταση. Όλες οι καινοτόμες επενδύσεις που αναφέρονται και είναι καλοδεχούμενες έχουν το κοινό χαρακτηριστικό του μεγάλου χρόνου ωρίμανσης-υλοποίησης και της θεσμικής αβεβαιότητας.
Το πλέον προκλητικό αλλά και αποκαλυπτικό των κυβερνητικών προθέσεων είναι ό,τι προγραμματίζεται για τη γη μας.
Όπως αποκαλύπτει το master plan αλλά και το ενεργειακό ρεπορτάζ των τελευταίων μηνών η κυβέρνηση απεργάζεται σχέδια συγκεκριμένα. Η ΔΕΗ να κρατήσει στην ιδιοκτησία της 30-40.000 στρέμματα για την τοποθέτηση φωτοβολταϊκών ισχύος 2 GW και πάνω από 100.000 στρέμματα που απαλλοτριώθηκαν από τη ΔΕΗ να περάσουν σε εταιρεία του Δημοσίου που με τη σειρά του θα τα “αξιοποιήσει” στο μεγαλύτερο μέρος τους για εγκατάσταση ΦΒ από εγχώριους και ξένους “επενδυτές”. Οι υποχρεώσεις της ΔΕΗ στην αποκατάσταση των ορυχείων εξαφανίζονται και μαζί με αυτές εξαφανίζεται και η περιοχή που βλέπει να χάνει τη γη της , τον ένα δηλ από τους δυο και μοναδικούς αναπτυξιακούς πόρους που διαθέτει κάθε τόπος, ο άλλος είναι οι άνθρωποι.
Αν είχαν δρομολογηθεί οι αποκαταστάσεις θα είχαν ανοίξει χιλιάδες θέσεις εργασίας και θα υπήρχαν απαντήσεις μεταξύ άλλων και για τους άμεσα πληττόμενους που προαναφέρθηκαν.
Το θέμα δεν είναι διαδικαστικό ούτε δευτερεύον, αντίθετα συνιστά τεράστια θεσμική πρόκληση που πλήττει ευθέως τη δημοκρατία και εγείρει μείζον ζήτημα ηθικής.
Η επιστροφή της γης στο δημόσιο αφού πρώτα προηγηθεί η αποκατάσταση των εδαφών ήταν θεσμοθετημένη από την έναρξη της αξιοποίησης του λιγνίτη πριν 65 χρόνια και επαναλήφθηκε ως βούληση του νομοθέτη με το νόμο για τη Μικρή ΔΕΗ το 2014. Αυτό είναι το ζήτημα δημοκρατίας. Η αποκατάσταση των εδαφών σύμφωνα με τη νομοθεσία και το Σύνταγμα οφείλει να ακολουθήσει πιστά τις πιο πρόσφατες εγκρίσεις περιβαλλοντικών όρων και είναι υποχρέωση της ΔΕΗ. Είναι η ελάχιστη υποχρέωση της πολιτείας στην περιοχή που υπήρξε η ατμομηχανή της ανάπτυξης με φθηνή ενέργεια για 60 χρόνια πληρώνοντας τεράστιο περιβαλλοντικό και κοινωνικό τίμημα. Αυτό είναι το ηθικό ζήτημα.
Αντίθετα εδώ μεθοδεύεται η Μεγάλη Απόδραση της ΔΕΗ και του Κράτους από τις ευθύνες τους και η απάντηση μας πρέπει να είναι ενιαία, δυνατή και καθαρή, πάνω από όλα όμως δημοκρατική.
Μένουμε Δυτική Μακεδονία και έχουμε τον πρώτο λόγο για το μέλλον στον τόπο μας.