Στον απόηχο της συζήτησης και ψήφισης της Συμφωνίας των Πρεσπών στη Βουλή, το μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας του Κινήματος Αλλαγής Πάρις Κουκουλόπουλος αρθρογραφεί για τη Συμφωνία, που έφερε η κυβέρνηση Τσίπρα, ενώ ξεκαθαρίζει πως η Συμφωνία αυτή δεν έχει καμία σχέση με τη Δημοκρατική Παράταξη.
«Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό, τι είναι αληθινό».
Η ιστορική φράση του Διονυσίου Σολωμού έχει βαρύτητα ισοδύναμη με τους στίχους του στον εθνικό μας ύμνο.
Είναι ένας εξαίρετος γνώμονας, μια πυξίδα ακριβείας που οδηγεί στην αυτογνωσία και τελικά μας ισχυροποιεί.
Με προσήλωση στην αλήθεια και με αίσθημα εθνικής ευθύνης οφείλουμε όλοι σήμερα να κρίνουμε τη συμφωνία των Πρεσπών.
Το ζήτημα του «Μακεδονισμού» και ο ανιστόρητος χαρακτήρας του ξεκινάει αρκετά παλιά, στη σύγχρονη όμως εκδοχή του το πρόβλημα χρονολογείται από το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, πριν 27 χρόνια.
Η τότε κυβέρνηση της ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κώστα Μητσοτάκη και υπουργό Εξωτερικών τον Αντώνη Σαμαρά διέπραξε δύο ολέθρια λάθη.
Όχι μόνο δεν άσκησε veto στην απόφαση οριστικού διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας (Δεκέμβριος 1991), αλλά δεν συμμετείχε καν στην Επιτροπή Διαιτησίας, την επιτροπή Μπατεντέρ, που αναγνώρισε τη FYROM ένα μήνα αργότερα, ως αυτοτελή κρατική οντότητα με αναφορά σε «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης 4 χρόνια αργότερα παραδέχτηκε στη Βουλή ότι η Επιτροπή Μπατεντέρ ήταν πλήγμα για την Ελλάδα (6 -11-1995 πρακτικά Βουλής σελίδα 1035). Την ίδια χρονιά, 1995, ο Γ. Ράλλης στο βιβλίο του εις ωτα μη ακουόντων γράφει: «…Δεν υπάρχει προηγούμενο υπουργοί εξωτερικών ή πρωθυπουργοί οποιασδήποτε Ελληνικής Κυβέρνησης να απεμπόλησαν το δικαίωμα της χώρας να διορίσει εκπρόσωπο της σε διεθνή οργανισμό όταν επρόκειτο να συζητηθεί σ’ αυτόν εθνικό μας θέμα…» (σελίδα 32).
Όπως είναι γνωστό από την επιτροπή Μπατεντέρ απουσιάζαμε επειδή ο τότε πρόεδρος του ΣτΕ, αείμνηστος Βασίλης Μποτόπουλος δεν ανήκε στους «ημετέρους» της κυβέρνησης.
Προτάθηκε αντιπρόεδρος του ΣτΕ στη θέση του, κάτι που δεν έγινε αποδεκτό και η απόφαση λήφθηκε ερήμην της Ελλάδας.
Έτσι ξεκίνησε η σύγχρονη μορφή του «Μακεδονικού ζητήματος», με την κυβέρνηση της ΝΔ να υποπίπτει στο βαρύ αδίκημα του κομματισμού σε εθνικό θέμα.
Τότε που οι οιωνοί ήταν άριστοι για μας, επικράτησαν άλλες προτεραιότητες. Από το Γενάρη του 1992 και μετά η Ελλάδα τρέχει πίσω από το πρόβλημα και υπήρξαν σημαντικές στιγμές από την ενδιάμεση συμφωνία του 1995 μέχρι το Βουκουρέστι το 2008, όπου η χώρα ξεκινούσε πάντα από χειρότερη αφετηρία.
Για πρώτη φορά μετά από χρόνια η Ελλάδα βρέθηκε σε πλεονεκτική θέση τους τελευταίους μήνες.
Επισπεύδοντες δεν είμαστε εμείς, αλλά η FYROM και κυρίως η διεθνής κοινότητα (ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, ΝΑΤΟ, Ε.Ε. κλπ.). Η ανάγκη της γειτονικής χώρας να ενταχθεί στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ και το πανθομολογούμενα έντονο ενδιαφέρον του διεθνούς παράγοντα τους τελευταίους μήνες είναι γνωστά σε όλους. Η Ελλάδα είχε μόνο να πάρει από την επίλυση του προβλήματος.
Ο κ. Τσίπρας, όμως, διέπραξε το ίδιο αδίκημα με τη Νέα Δημοκρατία το 1991-1992, το αδίκημα του κομματισμού σε εθνικό θέμα.
Αρνήθηκε κάθε συνεννόηση και απέφυγε κάθε συναινετική διαδικασία, προκρίνοντας την εξυπηρέτηση κομματικών επιδιώξεων. Ήταν τόσο αλαζονική η σιγουριά του πρωθυπουργού, που έφτασε να συμφωνήσει στην επιτομή του αλυτρωτισμού με τη «Μακεδονία του Ίλιντεν».
Η δυναμική παρέμβαση του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή απέτρεψε ευτυχώς τα χειρότερα. Ήταν και η μόνη φορά που άκουσε την αντιπολίτευση γιατί κατά τα αλλά τήν αγνόησε επιδεικτικά, όπως αγνόησε και την αντίθεση του ελληνικού λαού σε μια συμφωνία που κρατάει ζωντανό τον αλυτρωτισμό των γειτόνων με την υπογραφή του.
Υπάρχει μάλιστα ενα σημείο στη συμπεριφορά του πρωθυπουργού που εγείρει ερωτηματικά και αφορά το ταυτοτικό ζήτημα της γλώσσας.
Στα πρακτικά των συναντήσεων των πολιτικών αρχηγών στα Σκόπια- γιατί εκεί έγιναν δυο τέτοιες συναντήσεις-διαβάζουμε αυτολεξεί: «….Τρίτον επειδή οι Έλληνες δεν αναγνωρίζουν τη μακεδονική γλώσσα, δεν υπάρχει καμία συμφωνία στην ΕΕ που να αναγνωρίζει τη μακεδονική γλώσσα…»: Αυτά λέει ο υπουργός Εξωτερικών Ντιμιτρόφ τον Μάιο 2018 και η κυβερνητική προπαγάνδα προσπαθεί να μας πείσει ότι η Ελλάδα αναγνώρισε μακεδονική γλώσσα από το 1977.
Ποιον αλήθεια εξυπηρετούν τέτοιες ανιστόρητες κατασκευές εκτός από τον αλυτρωτισμό των γειτόνων και τους «επισπεύδοντες», που εξυμνούν τη συμφωνία με κάθε ευκαιρία;
Δεν είναι κριτήριο για Έλληνα πρωθυπουργό η άθροιση επαίνων από το εξωτερικό, αλλά η κατοχύρωση των εθνικών μας συμφερόντων.
Το ζήτημα στη συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι τα γεωπολιτικά συμφέροντα της χώρας, όπου, πλην, κάποιων εξαιρέσεων, υπάρχει γενικότερη συμφωνία.
Το ζήτημα είναι με ποιους όρους συμμετέχουμε στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται στην ευρύτερη περιοχή και στο σημείο αυτό ο πρωθυπουργός βαθμολογείται πολύ χαμηλά. Έφερε μια κακή συμφωνία σε μια πολύ ευνοϊκή συγκυρία.
Η μεγάλη πλειοψηφία τότε ελληνικού λαού που δεν δέχεται αυτή τη συμφωνία δεν είναι εθνικιστές, ούτε ακροδεξιοί και οπισθοδρομικοί, είναι πολύ απλά πατριώτες. Όπως και αυτοί που τη δέχονται καλόπιστα και αβίαστα δεν είναι φυσικά προδότες.
Όσο για την παράταξη που επαγγέλλεται ο κ. Τσίπρας με γενέθλια πράξη τη Συμφωνία των Πρεσπών, αυτή δεν έχει καμία σχέση με τη Δημοκρατική Παράταξη. Η μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη εμφορείται διαχρονικά από τη φιλελεύθερη παρακαταθήκη του εθνικού μας ποιητή, γι’ αυτό και ήταν, είναι και θα είναι μια παράταξη βαθιά πατριωτική.
Ο διπλασιασμός της σύγχρονης Ελλάδας, το τέλος του εμφύλιου διχασμού με την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης και η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. είναι ιστορικές καμπές για τη χώρα με τη Δημοκρατική Παράταξη στο τιμόνι της και τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού στο πλευρό της.