Την περασμένη Κυριακή, διάβασα ένα άκρως διδακτικό άρθρο στην έντυπη εφημερίδα ‘Καθημερινή’.
Αποκαλύπτει πολλά για το πώς λειτουργεί ο Ταγίπ Ερντογάν, αλλά κυρίως το τουρκικό κράτος διαχρονικά, για να εξαγοράζει δημοσιογράφους και αξιωματούχους. Με βασικό στόχο να επηρεάζει την κοινή γνώμη.
Συγκεκριμένα, περιγράφεται ο ρόλος του στρατηγού Μάικλ Φιν, πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Τράμπ, στον επηρεασμό της κοινής γνώμης των Η.Π.Α. υπέρ της Τουρκίας. Έναντι αδράς αμοιβής. Σε δολλάρια. Όχι σε τούρκικες λίρες.
Κι ακόμη περισσότερο, η συμφωνία του με τον Ταγίπ Ερντογάν για απαγωγή του Γκιουλέν και τη μεταφορά του στην Τουρκία, έναντι αμοιβής 15 εκατομμυρίων δολαρίων.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ‘‘Καθημερινή’’, ο στρατηγός Μάικλ Φιν, πρώην αρχηγός της Μυστικής Υπηρεσίας του στρατού (DIA), το καλοκαίρι του 2016 υπήρξε καταπέλτης για τον Ερντογάν, κατηγορώντας τον ότι θέλει να αντικαταστήσει το κοσμικό κράτος του Ατατούρκ με ένα ισλαμικό καθεστώς και έπλεξε το εγκώμιο των επίδοξων πραξικοπηματιών, λέγοντας ότι ο στόχος τους «αξίζει να χειροκροτηθεί».
Ωστόσο, ξαφνικά άλλαξε στάση κάνοντας μεταβολή στις απόψεις του σχετικά με τον Ερντογάν. Δύο μήνες αργότερα, το Νοέμβριο του 2016, από πολέμιος μετατράπηκε σε υμνητή του Τούρκου Προέδρου.
Στις 8 Νοεμβρίου, ανήμερα τις προεδρικές εκλογές, η εφημερίδα The Hill δημοσίευσε άρθρο του Φλιν, το οποίο υποστήριζε πως οι ΗΠΑ οφείλουν να υποστηρίξουν την κυβέρνηση Ερντογάν και κατηγορούσε τον αυτοεξόριστο στις ΗΠΑ ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν ως αρχηγό «διεθνούς τρομοκρατικού δικτύου».
Όπως είναι γνωστό, το ίδιο ακριβώς ισχυρίζεται για τον παλιό του σύμμαχο ο Ερντογάν, υποστηρίζοντας, ότι ο Γκιουλέν ήταν ο ιθύνων νους του αποτυχημένου πραξικοπήματος και απαιτώντας από την Ουάσιγκτον να τον εκδώσει στην Τουρκία.
Η αλλαγή στις συμπάθειες του Φλιν έχει εξήγηση. Με πολλά μηδενικά. Η εταιρεία λόμπινγκ του Φλιν, Flynn Intel Group, είχε κλείσει χρυσό συμβόλαιο με την ολλανδική Inovo BV, επικεφαλής της οποίας ήταν ένας άνθρωπος που έκανε δουλειές με τον Ερντογάν, ο Καμίλ Εκίμ Αλπτεκίν, πρόεδρος του τουρκοαμερικανικού επιχειρηματικού συμβουλίου.
Ο Φλιν εισέπραξε 530.000 δολάρια από την εν λόγω εταιρεία για να προβάλει τα συμφέροντα και τις θέσεις της Τουρκίας στις ΗΠΑ.
Κι όμως, το αμερικάνικο γεράκι του Ερντογάν δε σταμάτησε στην αρθρογραφία. Οι αποκαλύψεις είναιι ακόμη πιο συνταρακτικές.
Στις 10 Νοεμβρίου του 2017, η Wall Street Journal αποκάλυψε ότι υπήρχαν πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες ο στενός συνεργάτης του Τραμπ συμμετείχε σε συνωμοσία για την απαγωγή του Γκιουλέν και τη μεταφορά του στην Τουρκία, προσβλέποντας σε αμοιβή 15 εκατομμυρίων δολαρίων.
Το σχετικό ρεπορτάζ υποστήριζε ότι, στα μέσα Δεκεμβρίου του 2016, ο Φλιν συναντήθηκε στο 21 Club, ένα ακριβό εστιατόριο του Μανχάταν, με αξιωματούχους της τουρκικής κυβέρνησης, όπου συζητήθηκε ένα παράτολμο σχέδιο: να απαχθεί ο Γκιουλέν μέσα από το σπίτι του, στην Πενσιλβάνια, και να μεταφερθεί μυστικά στο νησί-φυλακή Ιμραλί της Τουρκίας, όπου κρατείται και ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν.
Είχε προηγηθεί, πάντα σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ανάλογη συνάντηση σε άλλο ξενοδοχείο του Μανχάταν, στις 16 Σεπτεμβρίου, με το ίδιο αντικείμενο. Εκεί είχαν συμμετάσχει από αμερικανικής πλευράς ο πρώην διοικητής της CIA Τζέιμς Γούλσεϊ, σύμβουλος της εταιρείας Φλιν, και από τουρκικής πλευράς ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου και ο τότε υπουργός Ενέργειας Μπεράτ Αλμπαϊράκ, γαμπρός του Ερντογάν.
Απ`ό,τι βλέπουμε, κάποιοι αρθρογράφοι άλλάζουν ιδέες ανάλογα με την προέλευση των χορηγών τους. Ο Ερντογάν εξαγοράζει λόμπι και δημοσιογράφους, καθώς και αξιωματούχους κυβερνήσεων.
Προωθεί την μετάδοση τούρκικων τηλεοπτικών σειρών σε όλον τον κόσμο και επιδοτεί με πολύ χρήμα διάφορα ινστιτούτα που διαμορφώνουν συνειδήσεις και πολιτική. Και στην Ελλάδα.
Πρέπει να είμαστε πολύ υποψιασμένοι απέναντι σε τηλεοπτικά κανάλια, δημοσιογράφους και ειδικούς ‘τουρκολάγνους’ ειδικούς.
Το χρήμα δεν έχει χρώμα και είναι γλυκό. Ακόμη κι αν προέρχεται απ` τον δικτάτορα Ερντογάν.