Στην Ολομέλεια της Βουλής επί του Νομοσχεδίου του Υπουργείου Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης, τοποθετήθηκε ο Βουλευτής Κοζάνης και Υπεύθυνος ΚΤΕ Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, Πάρις Κουκουλόπουλος.
Στο πλαίσιο της ομιλίας του, τεκμηρίωσε τις επιπτώσεις που επιφέρει σειρά ρυθμίσεων του Νομοσχεδίου, αλλά και οι διατάξεις της Τροπολογίας ως προς το “ξεπάγωμα” τριετιών, στη νέα γενιά και στην «κοινωνία χαμηλών προσδοκιών που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, όπου οι πολλοί ελάχιστα ελπίζουν». «Η νέα γενιά υπήρξε ο μεγάλος χαμένος της κρίσης, συνεπώς έχει βαρύνουσα σημασία τι μήνυμα εισπράττουν, από όσα ψηφίζονται εδώ, τα νέα παιδιά για το πως τους συμπεριφέρεται το πολιτικό σύστημα και η πατρίδα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ως προς την ευρύτερη συγκυρία, ο Βουλευτής εστίασε «στην -εκτός συγκλονιστικού απροόπτου- ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας», ξεκαθαρίζοντας πως «στο ΠΑΣΟΚ προφανώς χαιρετίζουμε την εξέλιξη, διεκδικώντας το μέγιστο μέρος στην επίτευξη του στόχου, καθώς έρχεται σε συνέχεια της μείζονος επιλογής που πρώτοι εμείς κάναμε, να παραμένει η Ελλάδα στο ευρώ και στην Ευρώπη, στις ράγες όπου την έθεσαν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κώστας Σημίτης. Αυτό είναι το διακύβευμα με το οποίο βρεθήκαμε αντιμέτωποι στην ηρωική Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ το 2009-2010, έχοντας απόλυτη συνείδηση του αναγκαστικού έως καταναγκαστικού χαρακτήρα, και τιμωρητικού πολλές φορές, μέτρων που προφανώς δεν ήταν όλα επιβεβλημένα. Ξέραμε, όμως, ότι το διακύβευμα ήταν πάρα πολύ υψηλό, όπως και στο 3ο αχρείαστο μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ».
«H σταδιακή επαναφορά στην πολυπόθητη κανονικότητα, για εμάς δεν σημαίνει έναν νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, αλλά φέρει συγκεκριμένα ζητούμενα, όπως να επανέλθει στην κυριαρχία της Ελλάδας το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και το Υπερταμείο σε ελληνική διοίκηση. Κεντρικό ζητούμενο αποτελούν, και αυτό άπτεται ευθέως του σημερινού Νομοσχεδίου, οι επιλογές για τη νέα γενιά. Υπάρχουν, λοιπόν, κριτήρια όταν μιλάμε για κανονικότητα, πόσω μάλλον στα εργασιακά. Κριτήριο πρώτο, οι ρυθμίσεις να ακολουθούν την οδό της αξιοπρέπειας, δεύτερον, τι σήμα δίνουν στη νέα γενιά, και τρίτον, εάν συγκλίνουμε ή αποκλίνουμε από την Ευρωπαϊκή Ένωση» υπογράμμισε ο Π. Κουκουλόπουλος.
Στο πλαίσιο των ανωτέρω κριτηρίων, ανέλυσε ενδεικτικά παραδείγματα «φοβερής “ευελιξίας”» του Νομοσχεδίου, ξεκινώντας από την «άμεση ανάγκη για ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας, προκειμένου να μπει τέλος στην αυθαιρεσία στο χώρο των εργασιακών δικαιωμάτων» και περνώντας στην προτεραιότητα «να επανέλθουν συνολικά οι συλλογικές διαπραγματεύσεις». Τόνισε, επίσης, ότι στο άρθρο 4 παραβιάζεται η Ευρωπαϊκή Οδηγία με τη μείωση της δοκιμαστικής περιόδου, ενώ αναφέρθηκε και στη μείωση των ημερών αναγγελίας στην εκ εκτροπής εργασία, και στο θέμα της ελάχιστης υποχρέωσης του εργοδότη για τα ημερομίσθια. «Οφείλουμε να προβληματιστούμε, κατά πόσο όλος αυτός ο τρομακτικός περιορισμός εργασιακών δικαιωμάτων, η επιβολή της αυθαιρεσίας και ανασφάλειας, βοήθησε ή όχι την ανταγωνιστικότητα της Χώρας. Όχι, απαντούν τα οικονομικά στοιχεία», σημείωσε.
Ιδιαίτερα αυστηρή κριτική άσκησε στη ρύθμιση για το “ξεπάγωμα” των τριετιών, επισημαίνοντας πως «η Κυβέρνηση μονιμοποιεί το “πάγωμα” ως “θεσμική” δυνατότητα. Με το “πάγωμα” των τριετιών πριν έντεκα χρόνια, κλείδωσε το μέλλον των νέων παιδιών, που παραμένουν εγκλωβισμένοι σε χαμηλές αμοιβές. Οι τριετίες πρέπει να επανέλθουν, αλλά όχι με τον πρωτοφανή τρόπο που τις επαναφέρει η Κυβέρνηση, η οποία νομοθετεί τη διαρκή δυνατότητα του Υπουργού να “παγώνει” τις τριετίες όποτε θέλει. Ακόμα και η διάταξη του 2012, είχε ένα όριο. Είναι παράδοξο, εάν όχι διαστροφικό, για μια χώρα της Δυτικής Ευρώπης, ο Πρωθυπουργός να ορίζει με λεπτομέρειες πως θα ισχύσουν οι τριετίες, όπως άλλωστε και τον βασικό μισθό. Κοινωνικοί εταίροι δεν υπάρχουν, ώστε να το ρυθμίσουν ανάλογα με τις δυνατότητες κάθε κλάδου; Υπάρχουν κλάδοι, για παράδειγμα η βιομηχανία (ό,τι έχει απομείνει από αυτήν) όπου σταδιακά να μπορούν σε μια τριετία ή πενταετία να δώσουν αναδρομικά το σύνολο των τριετιών που έχουν απωλεσθεί, υπάρχουν κάποιοι κλάδοι όπου αυτό δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα».
Κλείνοντας την ομιλία του, ο Βουλευτής Κοζάνης κάλεσε τον Υπουργό, κ. Άδωνι Γεωργιάδη, «να χαμηλώσει τους τόνους», τονίζοντας ότι «σας άκουσα χθες σε μια αντιπαράθεση με “λογική” αριθμών, η οποία δεν αρμόζει στη σοβαρότητα του θέματος. Σας άκουσα να μετράτε κεφάλια διαδηλωτών, ενώ το πραγματικό μέτρημα, το βασικό ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει την Εθνική Αντιπροσωπεία -εάν θέλουμε μέσω της Βουλής να ανατάξουμε την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος – είναι ότι εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι αποστασιοποιούνται. Στα χρόνια διακυβέρνησης της Ν.Δ., η Δυτική Μακεδονία κατέγραψε ύφεση άνω του 20 % με εσάς Υπουργό Ανάπτυξης. Σήμερα, ως Υπουργός Εργασίας καλείτε τους ανέργους της Δυτικής Μακεδονίας να περιοδεύουν στη Χώρα δουλεύοντας στη συγκομιδή προϊόντων γης. Πρόκειται για μια κυνική ομολογία αποτυχίας. Τέλος, μια φράση, όσον αφορά τη βίαιη απολιγνιτοποίηση, απαντώντας στο κάλεσμα παγκόσμιας κινητοποίησης που απηύθυνε χθες ο Πρωθυπουργός για την κλιματική κρίση. Είναι προφανές πως η κλιματική κρίση δεν αντιμετωπίζεται σε μια και μόνη Χώρα, Είναι, επίσης, καιρός να αναθεωρήσετε το πρόγραμμα εκχώρησης της ενέργειας στην πατρίδα μας στους εισαγωγείς φυσικού αερίου. Στείλατε “στο πυρ το εξώτερον” τη μοναδική εγχώρια πηγή, η οποία μπορούσε κάλλιστα να αποσυρθεί, με το πρόγραμμα που αποσύρεται σε όλες τις Ευρωπαϊκές Χώρες, και όχι με βίαιο τρόπο σαν δώρο στους εισαγωγείς φυσικού αερίου».