«Τελικά δεν θα γίνουμε ποτέ Ελλάδα», είπε ο Γερμανός και κούνησαν με απογοήτευση τα κεφάλια τους ο Άγγλος και ο Γάλλος!
Λέγανε κάποιοι ότι μέσα από την οικονομική κρίση και τις αλλαγές που αυτή επέφερε στη χώρα, ίσως η Ελλάδα να γύριζε σελίδα, να έβγαινε πιο δυνατή. Ο συλλογισμός αυτός προϋπέθετε την παράλληλη με τις μεταρρυθμίσεις αλλαγή νοοτροπίας σε βασικές σχέσεις και λειτουργίες της ελληνικής κοινωνίας. Μία από αυτές ήταν και η σχέση της με την πολιτική.
Έχει, άραγε, συντελεστεί στο διάστημα αυτό κάποια αλλαγή στο πως αντιμετωπίζουν οι πολίτες τους θεσμούς και τους φορείς της εξουσίας; Ακόμα και χωρίς την επίκληση αριθμητικών και ποιοτικών στοιχείων, η απάντηση είναι νομίζω ανεπιφύλακτα καταφατική. Όταν ακούς πρώην «αγανακτισμένους» να αναγνωρίζουν ότι «έχουμε πρωθυπουργό», τότε κάτι έχει αλλάξει.
Ωστόσο, το πέρασμα «από τον ψεκασμό στον ρεαλισμό» δεν επήλθε νομοτελειακά. Χρειάστηκε, βέβαια, η θορυβώδης κατάρρευση του εθνολαϊκισμού για να αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Χρειάστηκε, όμως, και η κατάθεση μιας διαφορετικής πολιτικής πρότασης, από έναν πολιτικό που γαλβανίστηκε από την αμφισβήτηση και την υποτίμηση των αντιπάλων του, στο τοξικό κλίμα που είχε επιβάλλει η διχαστική κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Η διαφορετικότητα δεν αναφερόταν μόνο στο ιδεολογικό και μεταρρυθμιστικό περιεχόμενο του προγράμματος της σημερινής κυβέρνησης, όσο, κυρίως, στην ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης της κοινωνίας στην πολιτική. Με λόγο μετριοπαθή, καθαρό και συνεπή, που αφουγκραζόταν το λαϊκό αίσθημα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχτισε συστηματικά από τη θέση της αντιπολίτευσης αυτή τη σχέση και υλοποίησε στο πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής του το μεγαλύτερο μέρος των προεκλογικών του δεσμεύσεων. Γνώριζε, φαίνεται, ότι, όπως και στη ζωή έτσι και στην πολιτική, τίποτα δεν είναι δεδομένο και το απρόοπτο καραδοκεί …
Το αποτέλεσμα ήταν ότι στις συμπληγάδες της διττής απειλής -εθνικής και υγειονομικής- η ελληνική κυβέρνηση αποδείχθηκε έτοιμη και αποφασιστική, και κυρίως είχε σύμμαχό της την κοινωνία.
Για την αντιμετώπιση της κρίσης στον Έβρο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενεργοποίησε άμεσα τους ευρωπαίους εταίρους και θωράκισε τα εθνικά και ευρωπαϊκά σύνορα. Για την μάχη απέναντι στην πανδημία, ενίσχυσε τις δομές υγείας και δημιούργησε μία νέα ομάδα αλήθειας, που επικοινωνεί με επιστημονική τεκμηρίωση, ειλικρίνεια και πειθώ τη σοβαρότητα του προβλήματος, ενώ ο ίδιος εμπνέει αίσθημα σιγουριάς και ασφάλειας στους πολίτες για την επόμενη ημέρα.
Έτσι, την ώρα που εύρωστες χώρες και οργανωμένα υγειονομικά συστήματα αποδεικνύονται ανεπαρκή στο τσουνάμι του κορωνοϊού, η προρρηθείσα σχέση εμπιστοσύνης του Έλληνα πρωθυπουργού με την κοινωνία φαίνεται καταλυτική και ας ελπίσουμε θα αποδειχθεί σωτήρια.
Είναι δύσκολο να αναζητάς ελπιδοφόρα μηνύματα μέσα στον όλεθρο. Είναι όμως και ανθρώπινο, αφού η ενατένιση του καλού δίνει κουράγιο και δύναμη για να ανταπεξέλθεις στις δυσκολίες. Ο πόλεμος αυτός δεν έχει ακόμα κερδηθεί. Έχει όμως κερδηθεί μία αναγκαία προϋπόθεση για να τα καταφέρουμε. Είναι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ηγεσία τους. Με αυτό το κεφάλαιο η Ελλάδα μπορεί να βγει πιο δυνατή και από αυτή την κρίση.