Η πόλη της Σιάτιστας έδωσε ηχηρή παρουσία σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες του Έθνους.
Η συμμετοχή των κατοίκων στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912 – 1913 ήταν η φυσική συνέχεια της γενναίας δράσης τους κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.
Πριν ακόμη κηρυχθεί επίσημα ο πόλεμος από την Ελληνική κυβέρνηση, στις 5 Οκτωβρίου ετοιμάζονται ένοπλα σώματα Ελλήνων εθελοντών. Αυτοί ονομάζονται πρόσκοποι και αποτελούνται κυρίως από Κρητικούς με σκοπό την παρενόχληση της τουρκικής πλευράς και την ανίχνευση εχθρικών κινήσεων.
Σ’ αυτά τα σώματα και τις κινήσεις τους οφείλεται η πρώτη αποχώρηση του τουρκικού στρατού, ξημερώματα στις 12 Οκτωβρίου από τη Σιάτιστα. Ο Στρατηγός Κλαδάς στις «Πολεμικές Αναμνήσεις» γράφει «Η απελευθέρωσις της Σιάτιστας δεν οφείλεται εις τον Ελληνικόν Στρατόν. Η Σιάτιστα απηλευθερώθη δυνατόν ειπείν μόνη της χάρις εις τον ενθουσιασμόν των κατοίκων της».
Η αρχή έγινε και ο λαός υψώνει την Ελληνική Σημαία πανηγυρίζοντας. Ωστόσο, επειδή δεν υπάρχει ακόμη Ελληνικός Στρατός για να αναλάβει τη φρούρηση της πόλης, αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι κάτοικοι.
Τις επόμενες μέρες η κατάσταση έγινε δύσκολη καθώς οι Τούρκοι αναδιοργανώνονται και ετοιμάζονται για αντεπίθεση.
2 Νοεμβρίου η συγκεντρωμένη τουρκική δύναμη πλησιάζει και στοχεύει να καταλάβει τη Σιάτιστα. Οι λίγες Ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονται στην περιοχή ζητούν ενισχύσεις.
Ο Τούρκος Πασάς ζητάει την παράδοση της πόλης, της οποίας την πτώση θεωρεί εύκολη υπόθεση. Οι Σιατιστινοί δημογέροντες σε συνεννόηση με τον λοχαγό Κατεχάκη, που ήταν εκεί, κερδίζουν λίγο χρόνο ώστε να έρθουν οι αναμενόμενες Ελληνικές δυνάμεις.
Οι κάτοικοι της Σιάτιστας δεν εγκαταλείπουν την περιοχή παρά το μεγάλο κίνδυνο που πλησιάζει. Αντίθετα, μάλιστα, δέχονται πρόθυμα τους κατατρεγμένους πρόσφυγες άλλων περιοχών, τους φιλοξενούν και τους φροντίζουν. Υπολογίζεται ότι οι μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής ήταν 10.000 και σ’ αυτούς προστέθηκαν άλλες 30.000 προσφύγων που είχαν συρρεύσει από τις γύρω περιοχές με σκοπό την ασφάλεια και τη σωτηρία τους.
Ακόμη και η φιλοξενία των στρατιωτών από τους Σιατιστινούς υπήρξε συγκινητική. Ο εθελοντής, και αργότερα δημοσιογράφος, Αρίστος Περίδης αναφέρει ότι και το πιο φτωχό σπίτι δέχτηκε και φιλοξένησε τουλάχιστον 5 στρατιώτες.
Στην περιοχή ήταν ο αρχηγός των εθελοντικών σωμάτων ο Γ. Κατεχάκης με 17 Κρητικούς εθελοντές. Την επόμενη μέρα καταφτάνουν 300 Κρήτες αντάρτες υπό την αρχηγία του Γ. Καπιτσίνη και ένα σώμα 80 ανδρών με αρχηγό το Δικώνυμο Μακρή καθώς και ευέλπιδες, ανάμεσα στους οποίους και ο γιος του Παύλου Μελά, λοχίας Μιχαήλ (Μίκης).
Το απόγευμα στις 3 Νοεμβρίου φτάνει και ένα μικρό απόσπασμα της 5ης Μεραρχίας με διοικητή τον Συν/ρχη Αντώνη Ηπίτη και μια πεδινή πυροβολαρχία με 3 κανόνια με τον λοχαγό Νικόλαο Κλαδά.
Το μεσημέρι της 4ης Νοεμβρίου αρχίζει η ηρωική μάχη και η επίθεση. Ο εχθρός πιέζει βέβαια όλες τις θέσεις των αμυνομένων με σφοδρές επιθέσεις. Οι Τούρκοι βοηθούμενοι από την πυκνή ομίχλη που επικρατεί καταφέρνουν να εισχωρήσουν στις χαράδρες και να ανέβουν στις κορυφές Γκραντίστι, Καστράκι και Σβέρντσο αλλά ως το απόγευμα είχαν αποκρουσθεί όλες οι εχθρικές προσπάθειες. Μάλιστα, σε κάποια σημεία ξεκίνησε και η αντεπίθεση.
Οι Τούρκοι μεταχειρίστηκαν ακόμη και δόλια μέσα για να πλησιάσουν τις θέσεις των Ελλήνων μαχητών προσποιούμενοι τους Έλληνες και φορώντας μαύρα μαντίλια στα κεφάλια τους.
Αν και προς στιγμήν έπαυσαν οι πυροβολισμοί, γρήγορα όμως αντιλήφθηκαν την απάτη οι Έλληνες και συνέχισαν τη λυσσαλέα τους μάχη.
Καθώς σκοτεινιάζει, δυναμώνει η βροχή και απλώνεται βαριά ομίχλη. Στη διάρκεια της νύχτας τα στρατεύματα περιμένουν άγρυπνα. Ξημερώνοντας η επόμενη μέρα, οι Σιατιστινοί συνειδητοποιούν ότι οι Τούρκοι είχαν υποχωρήσει στη διάρκεια της νύχτας λόγω και των μεγάλων απωλειών τους.
Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης με περίπου 400 νεκρούς και ανεξακρίβωτο αριθμό τραυματιών ενώ για τους Έλληνες οι νεκροί υπολογίζονται στους 70 περίπου νεκρούς και 150 τραυματίες.
Η σημασία της μάχης της Σιάτιστας έγκειται στο γεγονός ότι οι Τούρκοι χάνουν πια κάθε έρεισμα στην περιοχή και πλέον αδυνατούν να υποστηρίξουν την παρουσία τους στην Ήπειρο.
Στη μάχη πήραν μέρος όσοι Σιατιστινοί έφεραν όπλα και ο λαός με όποιον τρόπο μπορούσε. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα πυροβόλα έχοντας φτάσει το απόγευμα της 3ης Νοεμβρίου στη Σιάτιστα έμεναν στη Γεράνεια επειδή δεν γνώριζαν από πού θα εκδηλωθεί η επίθεση ώστε να τοποθετηθούν σε θέσεις καίριες.
Με την έναρξη της επίθεσης δίνεται η διαταγή για τη μεταφορά τους στην Αγία Τριάδα. Η βροχή και ο ανηφορικός δρόμος εμπόδιζαν τα μεταγωγικά. Άνδρες και γυναίκες, λοιπόν, κάτοικοι της περιοχής, κατόρθωσαν σε ελάχιστο χρόνο να τα μεταφέρουν ώστε να φανούν χρήσιμα στη διάρκεια της μάχης.
Ιδιαίτερη μνεία κάνει ο διοικητής του αποσπάσματος Συνταγματάρχης Ηπίτης για τη γενναία συμμετοχή του σώματος των 300 Κρητών ανταρτών με αρχηγό τον Γ. Καπιτσίνη : «Λαβών υπ’ όψιν μου…την υπό πάντων των Κρητών επιδειχθείσαν γενναιότητα κατά την μάχην της Σιατίστης επαινώ ανεξαρτήτως πάντας τους υπό τας διαταγάς μου τεθέντας Κρήτας συγχαίρων αυτούς διά τα γενναία και φιλοπάτριδα αισθήματα…»
Ο Μιχαήλ Αναστασάκης, από τον Κίσσαμο, γιατρός και αρχηγός των Κρητών εθελοντών γράφει για τη σημασία της μάχης : «Εάν η Σιάτιστα έπιπτε τότε, ίσως τα όρια του Ελληνικού Κράτους να ήσαν νοτιώτερον της Φλωρίνης»
Βιβλιογραφία
1. Ζυγούρης Φίλιππος, Ιστορικά σημειώματα περί Σιατίστης και λαογραφικά αυτής, 2010, Σιάτιστα
2. Στρακαλής Μιλτιάδης, 50 έτη Ελευθερίας, έκδοση του Δήμου Σιάτιστας, 1962
3. Φίλιος Γεώργιος, Πανηγυρικός για την 100η Επέτειο της Απελευθέρωσης της Σιάτιστας από τον τουρκικό ζυγό, Σιάτιστα 4/11/2012
Φωτογραφίες
Στρακαλής Μιλτιάδης, 50 έτη Ελευθερίας, έκδοση του Δήμου Σιάτιστας, 1962
Από τη βιβλιοθήκη Σιάτιστας