Ένιωσα, θυμάμαι, μια απίστευτη αίσθηση ελευθερίας, στην ιδέα ότι θα κάνω ό,τι θέλω, θα πηγαίνω όπου θέλω, δεν θα έχω την καθημερινή διαπραγμάτευση, που είσαι; τι ώρα θα γυρίσεις; μεσημέρια δεν θα γυρνάς έξω, όχι μόνη σου στη θάλασσα και ένα σωρό απαγορεύσεις και όρια που μου «κατέστρεφαν» την ευτυχία όπως νόμιζα τότε. Κι έτσι κι έγινε. Πήγα στον παππού και στη γιαγιά. Τις πρώτες 2 μέρες αλήτεψα σαν να μην υπάρχει αύριο. Ο παππούς και η γιαγιά, χαλαροί, άνετοι και μεγάλοι άνθρωποι, δεν ήξερα τι θα πει «όχι».
Την τρίτη μέρα άρχισα να νιώθω μια απέραντη μοναξιά, ένα κενό κι ένα αίσθημα, σαν να ήμουν ορφανή. Θυμάμαι ότι δεν μπορούσα να χαρώ την ελευθερία που μου δόθηκε απλόχερα κι απρόσμενα, γιατί ήταν τόσο «μεγάλη» που δεν ήξερα τι να την κάνω.Χρειαζόμουν ένα πρόγραμμα, κάποιον να μου πει τι ώρα να γυρίσω, να δει ότι «κάηκα» από τον ήλιο και να μου βάλει αντηλιακό, να μου πει «το μεσημέρι θα φάμε όλοι μαζί», να μου βάλει έναν κανόνα για να μπορέσω να απολαύσω περισσότερο αυτή την ελευθερία.
Φυσικά δεν πέρασα καλά τότε και είναι λογικό ότι στα 12 μου χρόνια δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς τι μου έφταιγε. Αυτό που ξέρω είναι πως όταν ήρθαν οι γονείς μου χάρηκα τόσο πολύ, ένιωσα ασφάλεια, ενώ θα έπρεπε λογικά να ένιωθα άσχημα γιατί θα μαντρωνόμουν.
Τα χρόνια πέρασαν, έκανα μια κόρη η οποία έφτασε 13 ετών. Πριν από έναν χρόνο η μητέρα μου έπαθε άνοια κι έπρεπε να στρέψω όλη την προσοχή μου πάνω της μην έχοντας τόσο χρόνο για τη μικρή (να πω κάπου εδώ ότι ο μπαμπάς της έχει φύγει από τη ζωή και τη μεγαλώνω μόνη μου). Ήταν άνοιξη. Οι μέρες είχαν μεγαλώσει, ήταν πιο φωτεινές κι έτσι η κόρη μου έβγαινε όλο και περισσότερο έξω τα απογεύματα μετά το διάβασμα. επιστρέφοντας 10 μεν αλλά μετά από πολλές ώρες. Πάνω στον κυκεώνα της υγείας της μητέρας μου δεν είχα αντιληφθεί ότι αυτή η ελευθερία που είχα δώσει, «κατά λάθος» σχεδόν, στη μικρή θα’χε δυσάρεστα αποτελέσματα.
Μετά από 3 μήνες κι όταν, τελικά, κατάφερα να βρω ένα μικρό σπίτι κοντά μου για τη μητέρα μου και μια γυναίκα για να την φροντίζει, η μικρή είχε βγει από κάθε πρόγραμμα. Είχε παρουσιάσει μια επιθετική συμπεριφορά σε βαθμό που δεν μπορούσα να το ελέγξω ούτε να το «μαζέψω».
Πήγα σε ειδικό για να πάρω βοήθεια. Είπα πως είχε η κατάσταση. Διηγήθηκα το περιστατικό με την μητέρα μου και πως πράγματι δεν ήμουν όσο «εκεί» έπρεπε. Υπό την έννοια ότι φυσικά ήμουν εκεί, αλλά της είχα δώσει πολλές ελευθερίες. Το πρόγραμμα που είχαμε χτίσει πριν απ’τα γεγονότα με την υγεία της μητέρας μου έμπαζε νερά από παντού. Είχε χαλαρώσει. Ήταν σχεδόν ανύπαρκτο.
«Κοιτάξτε» μου είπε η ψυχολόγος. «Το παιδί από την πολλή ελευθερία που του δώσατε, το έκανε να νιώσει παραμελημένο. Τα παιδιά χρειάζονται καθοδήγηση. Όσο κι αν ζητούν την «ελευθερία τους» και κάνουν τα πάντα για να σπάσουν τους κανόνες, νιώθουν ασφάλεια μόνο μέσα σ’αυτούς. Αυτή την ελευθεριότητα η μικρή μέσα της δεν την εισέπραξε ως:
«Η μαμά είναι καλή, μ’αφήνει να κάνω ό,τι θέλω και να λείπω πολλές ώρες από’το σπίτι, α, τι ωραία:», αλλά ως: «Η μαμά δεν ενδιαφέρεται για μένα, για το που είμαι, τι κάνω, πόσες ώρες λείπω απ’το σπίτι. Άρα, δεν μ’αγαπά πια, έχει ν’ασχοληθεί μ’άλλα».
«Ακόμα κι αν τ’άλλα είναι τόσο σημαντικά όσο η υγεία της μητέρα σας», συνέχισε η ψυχολόγος, «αυτό δεν είναι ικανό να παρηγορήσει ένα παιδί.
Οπότε, αυτό που πρέπει να κάνετε είναι, καταρχήν, να της εξηγήσετε ότι κάνατε λάθος. Να καταθέσετε πόσο σας απορρόφησε το θέμα της μητέρας της. Να καθίσετε μαζί να βάλετε πάλι ένα νέο πρόγραμμα ή να επαναπροσδιορίσετε το παλιό». «Θα πάρει χρόνο» μου είπε, «γιατί το παιδί ήταν σ’αυτή την «ασύδοτη» κατάσταση για 6 μήνες. Ωστόσο, δεν είναι το ίδιο μ’ένα παιδί που βιώνει κάτι τέτοιο από μικρό, οπότε θα επανέλθει σύντομα. Με τη βοήθειά σας φυσικά».
Έτσι και έγινε, αλλά με κόπο, επιμονή και υπομονή. Καθίσαμε μαζί, μιλήσαμε και της ζήτησα συγγνώμη που την είχα παραμελήσει λόγω της γιαγιάς. Κλάψαμε αγκαλιασμένες κι είδα πόσο κακό είχα κάνει στο παιδί μου εν αγνοία μου. Βάλαμε μαζί πάλι ένα πρόγραμμα, «ορίσαμε» νέα ωράρια, κρατήσαμε τα παλιά και φτιάξαμε καινούρια. Το παιδί ηρέμησε, και αυτό ήταν κάτι που έβλεπα και στο πρόσωπό του. Και κατάλαβα ότι για κανέναν λόγο, όσο σοβαρός και να’ναι δεν πρέπει να «αφήνουμε» τον χρόνο να φεύγει απ’τα χέρια μας, όταν είμαστε υπεύθυνοι για τη διαμόρφωση μιας προσωπικότητας.
Η ελευθερία είναι μια όμορφη λέξη και μια ακόμα πιο συναρπαστική έννοια. Αλλά δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς όρια. Αυτά είναι που δημιουργούν τις συνθήκες της αρμονικής συνύπαρξης με τον εαυτό μας και μετά τους άλλους.
Από Φαίη Ζησοπούλου
Πηγή:thememegers.gr