Συνδυασμός του λιγνίτη με φωτοβολταϊκά είναι μία από τις πέντε λύσεις, που εξετάζει η ΔΕΗ για να περιορίσει τη ζημιά από τη νέα μονάδα ηλεκτροπαραγωγής στην Πτολεμαΐδα που είναι υπό κατασκευή.
Η μονάδα, ισχύος 660 μεγαβάτ, ανατέθηκε το Νοέμβριο του 2011 και αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία έως τις αρχές του 2021. Πρόκειται για επένδυση ύψους 1,4 δισ. ευρώ από τα οποία η ΔΕΗ έχει ήδη εκταμιεύσει το 1,23 δισ. ευρώ.
Όμως η ραγδαία άνοδος των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα τα τελευταία χρόνια και οι προβλέψεις για περαιτέρω άνοδο τα επόμενα χρόνια οδηγούν σε εκτιμήσεις ότι η επένδυση δεν θα αποσβεστεί και στην καλύτερη περίπτωση (εφόσον οι τιμές του διοξειδίου δεν ξεπερνούν τα 35 – 40 ευρώ ανά τόνο) θα εμφανίζει λειτουργική κερδοφορία (σε αντίθεση με τις υπόλοιπες λιγνιτικές μονάδες που είναι ήδη ζημιογόνες).
Οι υπηρεσίες της ΔΕΗ εξετάζουν ήδη εναλλακτικά σενάρια για την μετατροπή της μονάδας, σε συνδυασμό και με την εξαγγελία του πρωθυπουργού κ. Κ. Μητσοτάκη για πλήρη απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής ως το 2028.
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα η νέα μονάδα θα ξεκινήσει με καύσιμο λιγνίτη, όμως τα σενάρια που εξετάζονται προβλέπουν την αντικατάστασή του με βιομάζα, απορρίμματα, φυσικό αέριο, βιοαέριο ή φωτοβολταϊκά, χωρίς να αποκλείεται συνδυασμός των παραπάνω. Η καύση βιομάζας ή απορριμμάτων προκαλεί μεν εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αλλά λιγότερες σε σχέση με το λιγνίτη, ενώ για τα φωτοβολταϊκά το σχέδιο που εξετάζεται προβλέπει την εγκατάσταση πάνελ στην περιοχή γύρω από τη νέα μονάδα τα οποία θα παράγουν ενέργεια την ημέρα, υποκαθιστώντας το λιγνίτη με στόχο την παραγωγή σταθερής ποσότητας ρεύματος στη διάρκεια του 24ώρου.
Η επιλογή αυτή, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές της ΔΕΗ, εξετάζεται με όρους αγοράς, δηλαδή με συμμετοχή του φωτοβολταϊκού στο ενεργειακό σύστημα χωρίς εγγυημένες τιμές απορρόφησης της ενέργειας.
Εκτός από την περιβαλλοντική και την ενεργειακή διάσταση, η ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτη συνδέεται και με την οικονομία των τοπικών κοινωνιών (Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη) η οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για το λόγο αυτό, τόσο η ΕΕ όσο και η κυβέρνηση αναζητούν λύσεις για τη λεγόμενη «δίκαιη μετάβαση» των περιοχών αυτών στην εποχή της απανθρακοποίησης.
Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει εξαγγείλει την εφαρμογή συνολικού σχεδίου για τις λιγνιτικές περιοχές (Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη) που θα περιλαμβάνει επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα με χρηματοδότηση από την ΕΕ. Έως ότου ενεργοποιηθούν οι Κοινοτικές χρηματοδοτήσεις το ΥΠΕΝ προχωρά σε αποδέσμευση του τοπικού πόρου ανάπτυξης ο οποίος για την περίοδο 2014 – 2018 διαμορφώνεται στα 130 εκατ. ευρώ, χρήματα που θα αποδοθούν στους ενεργειακούς Δήμους και τις Περιφέρειες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στον τομέα του άνθρακα στην ΕΕ απασχολούνται 237.000 εργαζόμενοι, εκ των οποίων οι 185.000 στα 128 ορυχεία που παραμένουν σε λειτουργία και οι υπόλοιποι σε 207 ανθρακικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής. Στην Ελλάδα, οι εργαζόμενοι είναι συνολικά 6.500 (1.600 σε μονάδες και 4.900 σε ορυχεία).
Μελέτη της ΕΕ με τίτλο «Οι ανθρακικές περιοχές της ΕΕ: ευκαιρίες και προκλήσεις» αναφέρει ότι πολλές από τις θέσεις αυτές, όπως και οι έμμεσες θέσεις εργασίας που συνδέονται με τον άνθρακα και υπολογίζονται σε 215.000, θα καταργηθούν την επόμενη δεκαετία. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη:
– Η μέση ηλικία των ανθρακικών μονάδων στην ΕΕ είναι 35 χρόνια ενώ η μεγάλη πλειονότητα έχει ηλικία πάνω από 30 χρόνια. Ο βαθμός απόδοσης είναι 35%, πολύ χαμηλότερος από τις σύγχρονες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής.
– Το πρώτο κύμα απόσυρσης ανθρακικών μονάδων αναμένεται κατά την περίοδο 2020 – 2025 και θα οδηγήσει σε απώλεια 15.000 θέσεων εργασίας. Το επόμενο κύμα στην περίοδο 2025 – 2030 θα πλήξει άλλες 18.000 θέσεις.
– Ως το 2030 θα έχουν αποσυρθεί περίπου τα δύο τρίτα των ανθρακικών μονάδων που είναι σήμερα σε λειτουργία.
– Τα ανθρακωρυχεία ήδη οδηγούνται σε κλείσιμο λόγω έλλειψης ανταγωνιστικότητας. Κατά την τετραετία 2014 – 2017 έκλεισαν 27 ορυχεία σε Γερμανία, Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία και Μεγάλη Βρετανία.