Όταν δέχεσαι τον ρόλο να ορίζεις τις τύχες άλλων ανθρώπων, τότε ως αντίτιμο θα πληρώσεις το γεγονός ότι δε θα φύγεις «ήσυχα». Η κριτική του Λαού θα σε ακολουθεί. Οι θρόνοι έχουν και κόστος, δεν είναι όλα δικά τους. Σεβόμαστε τον νεκρό, δεν τιμούμε το πολιτικό πρόσωπο. Ο σεβασμός στον θάνατο και η πολιτική πράξη με τιμές αρχηγούς κράτους είναι δύο διαφορετικά πράγματα.
Άλλο πράγμα, σβήνω την ιστορία και άλλο δικαιώνω την ιστορία.
Οι θέση μου για τη μοναρχία είναι αμείλικτη: Επαγγελματίες τεμπέληδες.
Χασομέρηδες με το άλλοθι ανωτέρας ποιότητας αίματος. Απολαμβάνουν εξουσία κληρονομικώ δικαίω και ελέω Θεού. Τους υπηρετούμε, διότι απλώς… γεννήθηκαν! Για τίποτα δε μοχθούν στην ζωή τους, δεν έχουν λόγο να αγωνιούν. Τα παιδιά τους δεν παίζουν με τα δικά μας. Δεν τρέχουν μέσα στην νύχτα να βρουν εφημερεύον, δεν περιμένουν στην ουρά, δε στέλνουν χιλιάδες βιογραφικά για να βρουν τελικά μια δουλειά κακοπληρωμένη. Μια κάστα που ζει σε bubble, έξω και πέρα από τον Λαό, μια κουστωδία πριγκιπαίων και ακαμάτηδων, αποστειρωμένη από το πόπολο για να μπορεί να το «προστατεύει», αφ’ύψηλού κατά παραχώρηση στοργικής μεγαλοθυμίας.
Η συζήτηση περί δημοσίας δαπάνης επιβεβαιώνει μόνο ότι τελικά δεν ξέρουμε τί μας γίνεται. Για ένα «όχι» τον συντηρούσε ο Λαός στη θέση του κι όταν ήρθε η ώρα να το πει, δεν το είπε! Θα ήταν μια δικαίωση για το Στέμμα που δεν τη δικαιούται. Ένα Στέμμα που ήταν ξένο εμφύτευμα ενάντια στη φύση και την ιστορία αυτού του Λαού.
Του καταλογίζεται μεν αποτυχία, αλλά για τους λάθους λόγους.
Δεν απέτυχε επειδή ήταν «νέος και άπειρος» (sic). Αυτή η συμφυής αποτυχία έχει την πολιτική και ιδεολογική της τεκμηρίωση. Ήταν μια συγκεκριμένη πολιτική στρατηγική να θέλει να παρεμβαίνει στα πολιτικά πράγματα παρακάμπτοντας το γράμμα των θεσμών.
Το σωστό ερώτημα δηλαδή δεν είναι ότι στάθηκε άπειρος και ανίκανος να διαχειριστεί τις μεγάλες κρίσης της εποχής του, αλλά ότι το παλάτι ήταν ουσιαστικά και η αιτία πίσω από αυτές.
Ήταν όμως κι ένας ιδεολογικός αγώνας ξεκαθαρίσματος του ιδιοκτησιακού ζητήματος. Ήταν δηλαδή η αγωνιώδης και ανταγωνιστική προσπάθεια επιβεβαίωσης της ιδιοκτησιακής αντίληψης του ελληνικού κράτους.
Το κράτος είναι το Στέμμα, είναι ο θεσμός πάνω από τους θεσμούς. Ο Λαός βρίσκεται στην υπηρεσία του Στέμματος κι όχι αντίστροφα. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από αυτό, υπάρχουν για αυτό και ασκούνται υπέρ αυτού.
Οι αποφάσεις του Στέμματος είναι αδιαμφισβήτητες και αδιαπραγμάτευτες, όσο αδιαμφισβήτητο και αδιαπραγμάτευτο είναι το θέλημα του Θεού, όντας «ελέω Θεού» μονάρχες! Κανείς δεν είναι πάνω από τον Θεό, ούτε φυσικά ο Λαός. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αμφισβητεί τον «απεσταλμένο» Του. Ήταν θεία ύβρις η αμφισβήτηση του Στέμματος.
Για αυτόν τον λόγο η μοναρχία θεωρούνταν για πολλούς αιώνες «καλό» πολίτευμα στην Ευρώπη, μάλιστα το καλύτερο και ανώτερο πολίτευμα όλων, ανώτερο ακόμα κι από αυτό της δημοκρατίας. Όλες οι αποφάσεις είχαν τη θεία έγκριση. Η αντίρρηση στον μονάρχη θεωρούνταν μάλιστα βλασφημία. Άρα η δημοκρατία, όχι μόνο θεωρούνταν κατώτερη, αλλά και βλάσφημη!
Στο παράδειγμα της ελληνικής περίπτωσης, όποιος δεν ήταν «βασιλικός», θεωρούνταν αντίχριστος.
Τούτη την ύβριν ας έχουν μόνο στο μυαλό τους οι ιεράρχες που θα βρεθούν στην κηδεία για να «σπάσουν» την απόφαση τελετής με τιμές αρχηγού κράτους με τις επίσημες αρχιερατικές στολές τους.
Το παραπάνω στοιχείο προφανώς ήταν ένα εργαλείο ποδηγεσίας του Λαού, το οποίο προσπαθούσε να υποβιβάσει την έννοια του πολίτη σε αυτή του υποτακτικού.
Ίσως μια παρενθετική ιστορική αναφορά και υπενθύμιση είναι σ’ αυτό το σημείο απαραίτητη.
Τί ήταν υποτακτικός στη μοναρχία:
Ο υποτακτικός ή υπήκοος βρίσκονταν σε σχέση εξάρτησης με τον ηγεμόνα. Υπάκουε και ο ηγεμόνας του εξασφαλίζει τα απαραίτητα για να ζει. Ήταν φόρου υποτελής χωρίς ανταποδοτικότητα.
Οι υποτακτικοί δεν ήταν μέτοχοι αλλα όριζαν ένα σύνολο προσωπικών σχέσεων υποτέλειας που τους συνέδεαν ιεραρχικά με τα μέλη των ανώτερων τάξεων της κοινωνίας. Η κοινωνική σύμβαση βασίζονταν στην ανταλλαγή των υπηρεσιών του υποτελή έναντι κάποιου ευεργετήματος από τον άρχοντα σε σχέση εξάρτησης με αυτόν.
Οι υποτελείς τίθενται στην φεουδαρχία υπό την προστασία των ισχυρών γαιοκτημόνων με αντάλλαγμα τον πλήρη έλεγχο της ζωής και της εργασίας τους. Η απονομή δικαιοσύνης, ο καθορισμός νόμων και κανόνων είναι δικαίωμα των αρχόντων. Δικαστική, νομοθετική εκτελεστική εξουσία, ασκούσε ο ηγεμόνας.
Τί είναι πολίτης στη Δημοκρατία:
Ο πολίτης είναι μέτοχος του Δήμου, δηλαδή της Πολιτείας ή αλλιώς, της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών, σε όλους του βαθμούς οργάνωσης από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο (σύλλογοι, σωματεία, ενώσεις, οργανώσεις, συνδικάτα, δήμοι, κοινότητες, περιφέρειες, κράτος).
Ο πολίτης βρίσκεται σε σχέση διάδρασης με την Πολιτεία, δηλαδή διαμορφώνει την Πολιτεία και η Πολιτεία του ανταποδίδει τα αγαθά της ευημερίας και της δικαιοσύνης.
Μετέχει κρίσεως και αρχής, φέρει δικαίωμα άσκησης εξουσίας και του βουλεύεσθαι και κρίνειν. Διαμορφώνει κανόνες και νόμους και έχει άμεση συμμετοχή στο δημόσιο βίο.
Ο πολίτης ασκεί δικαστική, νομοθετική και εκτελεστική εξουσία και η σχέση αλληλεξάρτησης ισχύει με τους συμπολίτες του και έχει δικαίωμα ελέγχου των αιρετών αξιωμάτων. Έχει ηθική ελευθερία και ηθική αυτονομία και οι σχέσεις διαμορφώνονται ως σχέσεις εμπιστοσύνης και όχι ισχύος.
Αυτές τις ιδιότητες κατέπνιγε η μοναρχία, διότι η κατοχύρωσή τους ακύρωνε τον λόγο υπάρξής της. Η μόνη δικαιολόγηση για να την υπερασπίζεται κανείς είναι να ήταν γαλαζοαίματος. Για τους υπόλοιπους είναι απλώς διαστροφή.
Στον Δυτικό κόσμο και στη σύγχρονη βασιλευομένη δημοκρατία του αστικού κράτους πολλά από τα παραπάνω στοιχεία αναθεωρήθηκαν μετά από αιματηρές επαναστάσεις, πνευματικά κινήματα, αγώνες και εμφύλιους σπαραγμούς που διήρκεσαν αιώνες.
Οι φεουδαρχίες εξελίχθηκαν σε σύγχρονες δημοκρατίες και οι δικαιοδοσίες των μοναρχών περιορίστηκαν ή κατέστησαν τυπικές και μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση οι πολιτείες τους λειτουργικές.
Ωστόσο τα όρια αυτά της δικαιοδοσίας σε κράτη με βραδύνουσα εξέλιξη όπως η Ελλάδα, νέα κράτη, στα οποία η μοναρχία εμφυτεύθηκε άνωθεν ως παράγοντας ελέγχου, παρέμειναν ρευστά, θολά κι αδιευκρίνιστα, πράγμα που οδήγησε σε ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ μοναρχίας και δημοκρατίας, οι οποίες στο τέλος εκφράζονταν με έντονο (εξωθεσμικό) παρεμβατισμό και αυταρχικότητα.
Κάθε προσπάθεια αποκατάστασης των ρόλων, οδηγούσε σε εκτοπίσεις, εξορίες, «παιδουπόλεις», δολοφονίες (βλ. δολοφονία Λαμπράκη) και σε εθνικούς ολέθρους (βλ. Μικρασιατική Καταστροφή) και πάντα με το πρόσχημα ότι οι κινηματίες ή οι «συμμορίτες» ελέγχονταν εξωελλαδικά, δηλαδή τους κατηγορούσαν για το ίδιο πράγμα που επιμελώς κάλυπταν για τον εαυτό τους οι ίδιοι.
Ένα τέτοιο ήταν το παράδειγμα της Ελλάδας. Η μοναρχία δεν είχε την ίδια εξέλιξη με αυτή της υπόλοιπης Ευρώπης, για ιστορικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους.
Δεν ήταν μια Δημοκρατία, η οποία ωρίμασε με την ίδια ταχύτητα και ποιότητα. Σε αυτό το γεγονός έπαιξε σπουδαίο ρόλο η μοναρχία διαχρονικά. Ο έλεγχος της δημοκρατίας στην Ελλάδα από την μοναρχία λοιπόν, ήταν θεμελιώδης, όχι για την αποτελεσματικότητά της, αλλά για την ίδια την ύπαρξή της. Αυτό ήταν βασικό ιδεολογικό της διακύβευμα.
Οι γαλαζοαίματοι δεν είχαν έθνος. Συνιστούσαν οι ίδιοι ξεχωριστό «έθνος» και οι προσμίξεις γινόταν μόνο μεταξύ τους ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής. Οι φεουδάρχες και οι μονάρχες δεν είχαν παιδεία εθνικής συνείδησης και γι’ αυτό άλλωστε η έλευση του εθνικού κράτους τους εξαφάνισε.
Δεν είναι τυχαίο ότι κανείς από όλους τους βασιλείς και πρίγκιπες διαδόχους της Ελλάδας δεν παντρεύτηκε ποτέ Ελληνίδα. Μοναδική εξαίρεση υπήρξε ο Αλέξανδρος, ο οποίος παντρεύτηκε μεν Ελληνίδα και αριστοκράτισσα, αλλά με μοργανατικό γάμο (γάμος γόνου ηγεμόνα, στον οποίο δεν έχει δοθεί άδεια από τον αρχηγό του ηγεμονικού οίκου λόγω αντιρρήσεων). Πιστοί πρώτα στους οίκους ευγενείας τους απέφευγαν δια ροπάλου προσμίξεις με πολίτες που υποτίθεται υπηρετούσαν. Ο οίκος ήταν πάνω από το εθνικό κράτος, το οποίο έβλεπαν και ως προτεκτοράτο της δυναστείας τους.
Από τη μία μεριά η συγκεκριμένη πολιτική στρατηγική έντονου εξωθεσμικού παρεμβατισμού κι από την άλλη η διαχείριση της μοναρχίας από τον ξένο παράγοντα ως εργαλείο παρέμβασης στη διαμόρφωση πολιτικής στην Ελλάδα υπέρ ξένων και όχι εθνικών συμφερόντων, έφερναν τη μοναρχία μονίμως σε θέσφατα αδιέξοδα.
Αυτό όμως ήταν εγγενές πρόβλημα της λειτουργίας, της αντίληψης και της ιδεολογίας της μοναρχίας. Δεν ήταν δηλαδή θέμα ικανότητας ή ανικανότητας. Και ο πιο ικανός μονάρχης θα αποτύγχανε σε σχέσεις έντονου ανταγωνισμού, διότι αναγκαστικά θα έπρεπε να υπηρετήσει δύο αμφίδρομες πολιτικές.
Αν τιμήσουμε τον τέως, θα τιμήσουμε ακριβώς αυτή την πολιτική ανωμαλία, ξένη στη φύση και στην ιστορία μας. Ένα ξενόφερτο καρκίνωμα ενάντια στη Δημοκρατία που σε χαλεπούς καιρούς στεκόταν τροχοπέδη στην εξέλιξή της.
Η ιστορία δε σβήνει. Η πολιτική της ερμηνεία όμως μπορεί να έχει την έννοια της αποδοχής ή της αποστροφής. Και ανάμεσα σε αυτά τα δύο οφείλουμε να επιλέξουμε. Θα ήταν έμμεση αναγνώριση. Θα ήταν πολιτική πράξη με τεράστια συμβολική αξία που θα απαξίωνε τον σεβασμό στους αγώνες μας για ελευθερία.
Σήμερα εχθρός μας δεν είναι πια η μοναρχία, αλλά η στρεβλή και ατελής λειτουργία της Δημοκρατίας. Οι συμβολισμοί που επιδιώκουν όμως ορισμένοι, εξυπηρετούν ακριβώς αυτή την παρέκκληση, για τους δικούς τους λόγους ηγεμονικής αντίληψης της εξουσίας. Υφερπουσα και σκιώδης ιδεολογία.
Ναι, η Δημοκρατία μας σήμερα πάσχει. Είναι άρρωστη. Είναι μια Δημοκρατία ανισότητας και αδικίας. Είναι δηλαδή μία Δημοκρατία που δεν εξυπηρετεί τον σκοπό της.
Δε συνιστά όμως τούτο ούτε δικαίωση ούτε δικαιολογία πολιτικού ετεροπροσδιορισμού. Το μόνο επιχείρημα των νοσταλγών, «τα χάλια των άλλων». Μέχρι εκεί. Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται. Η απάντηση στο μέτριο δεν είναι το χειρότερο. Η πολιτική α-παιδεία οδηγεί σε λάθος πρότυπα και συμπεράσματα.
Διότι έστω και σε μια τέτοια Δημοκρατία του νεποτισμού, της οικογενειοκρατίας και της παρεοκρατίας των ημετέρων, μπορούμε να πούμε, ότι το λάθος είναι δικό μας και μόνον εμείς μπορούμε να το διορθώσουμε. Λαός που δε διδάσκεται από την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει. Και αυτή ξαναζούμε, όχι ως φάρσα, αλλά ως παρατεταμένο επιθανάτιο ρόγχο.
Ο ελληνικός Λαός τον έκρινε και απέδωσε δικαιοσύνη.
Ας τον κρίνει τώρα κι Αυτός που τον «απέστειλε».
Ανδρέας Τσιφτσιάν
Οικονομολόγος