Ούτε πολύ ήλιο, ούτε ζέστη και γλυκά σταφύλια. Αυτή είναι συνταγή για την παραγωγή του γλυκόπιοτου, επιδορπιακού κρασιού της Σιατίστης, το οποίο είναι γνωστό ως λιαστό.
Ένα περιζήτητο κρασί, το λιαστό, που κατευθύνεται κυρίως στις αγορές του εξωτερικού έχει παράδοση σχεδόν 200 χρόνων. Σύμφωνα με τον οινοποιό Γιάννη Νάκο, η βιοποικιλότητα του ξυνόμαυρου το καθιστά ξεχωριστό.
Η διαδικασία διαφέρει. Ξεκινά με την επιλεκτική συλλογή στο αμπέλι, προκειμένου να μην σπάσουν οι ρώγες κατά τον τρύγο και χάσουν τα υγρά τους. Στην συνέχεια απλώνονται σε ειδικά κρεβάτια για να παίρνουν αέρα, χωρίς να μουχλιάσουν και χωρίς να τα βλέπει ο ήλιος, για ένα διάστημα άνω των δυο μηνών. Μετά την συγκομιδή, που πραγματοποιείται τον Νοέμβριο “ξεκουράζονται” έως και μετά τα Χριστούγεννα. Όταν έχουν συρρικνωθεί σε σημείο που να αναπτύξουν τα αναγκαία σάκχαρα, τότε τοποθετούνται στο πατητήρι και το μείγμα οδηγείται σε ειδικά βαρέλια, όπου ωριμάζει.
Ο παλαιός τρόπος παρασκευής πέρασε σε υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις, και δεξαμενές όπου βράζει και αποκτά τους επιθυμητούς βαθμούς. Σύμφωνα με τον Χρήστο Νάκο πρόκειται για ένα φυσικά γλυκό κρασί, όπου δεν υπάρχουν προσθήκες άλλων ουσιών.
Παρασκευασμένο σε ιδιόκτητους αμπελώνες βιολογικής καλλιέργειας, από ποικιλίες μοσχόμαυρου, χοντρόμαυρου, νιγρικιώτικου, ξυνόμαυρου, το λιαστό της Σιατίστης ταξιδεύει στην Ευρώπη, αλλά κυρίως στις ΗΠΑ και τον Καναδά, όπου η ποιότητα εκτιμάται δεόντως. Οι λάτρεις τέτοιων σπάνιων κρασιών, που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν κάτι παραπάνω, θα πρέπει να το αναζητήσουν σε εξειδικευμένα μαγαζιά, και θα διαπιστώσουν ότι αξίζει τον κόπο.
Ertnews.gr