Από τα πρακτικά προκύπτει διάχυτη η εντύπωση ότι ο Αλέξης Τσίπρας στα μάτια της σκοπιανής ηγεσίας είναι πολύτιμος συνομιλητής, με την έννοια ότι πίστευε πως είναι ο πιο κατάλληλος Έλληνας πρωθυπουργός για να επιτευχθεί συμφωνία, η οποία να καλύπτει τις βασικές απαιτήσεις των Σκοπίων
Γενικά, τα πρακτικά των συσκέψεων της γείτονας χώρας ξετυλίγουν όλη την πορεία της διαπραγμάτευσης, αποκαλύπτουν τα σημεία σύγκλισης και απόκλισης με την Αθήνα, όπως και τις εκτιμήσεις της σκοπιανής πολιτικής ηγεσίας για τα πρόσωπα-κλειδιά του ελληνικού πολιτικού στίβου. Καταστούν σαφή, επίσης, τα κομβικά σημεία της διαπραγμάτευσης, καθώς είναι πολλές οι αποκαλύψεις για τον τρόπο που κινήθηκε το πολύμηνο διπλωματικό αλισβερίσι.
Τον Ιανουάριο η ΠΓΔΜ δεν συζητούσε συνταγματική αναθεώρηση, δηλαδή συζητούσε σύνθετη ονομασία μόνο για όλες τις διεθνείς χρήσεις. Αυτό είχε αλλάξει τον Μάιο, λίγο πριν την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων. Αντιθέτως, η Ελλάδα από τον πρώτο γύρο ακόμα είχε συμφωνήσει στην παραχώρηση της ιθαγένειας, με τη γλώσσα να ακολουθεί λίγο αργότερα.
Γενικά, από τα πρακτικά προκύπτει διάχυτη η εντύπωση ότι ο Αλέξης Τσίπρας στα μάτια της σκοπιανής ηγεσίας είναι πολύτιμος συνομιλητής, με την έννοια ότι πίστευε πως είναι ο πιο κατάλληλος Έλληνας πρωθυπουργός για να επιτευχθεί συμφωνία, η οποία να καλύπτει τις βασικές απαιτήσεις των Σκοπίων. Μεταξύ άλλων, ο Ζόραν Ζάεφ φαίνεται να βιάζεται να κλειστεί συμφωνία «όσο ο Τσίπρας βρίσκεται στην εξουσία»: «Οι προϋποθέσεις είναι ευνοϊκές, αφού στην Ελλάδα είναι η Αριστερά στην εξουσία».
Την ίδια ώρα ο πρόεδρος Γκιόργκι Ιβάνοφ χαρακτήριζε τον Αλέξη Τσίπρα πιο θετικό στο θέμα από τον Γιώργο Παπανδρέου, λέγοντας μάλιστα ότι «θέλει λύση» και πως «δεν ορκίστηκε ενώπιον της Εκκλησίας, είναι πιο ελεύθερος». Από τα πρακτικά μαθαίνουμε ακόμα πως στο σημαντικό ραντεβού του Σουνίου, μία ανάσα πριν τη συμφωνία, «η Ελλάδα έκανε μια σημαντική παραχώρηση», λέγοντας ότι από τη συνάντηση αυτή φαινόταν «έτοιμη να ονομάσει τη “μακεδονική γλώσσα” ως μακεδονική γλώσσα και την υπηκοότητα «μακεδονική / πολίτης της Δημοκρατίας της Μακεδονίας του Ίλιντεν».
Στην δεύτερη αυτή συνάντηση επί τάπητος τέθηκε το θέμα του δημοψηφίσματος με τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Χρίστιαν Μίτσκοφσκι να αναρωτιέται «τι θα γίνει αν οι πολίτες αποφασίσουν να μην το δεχτούν; Είναι η πρόσκληση στο ΝΑΤΟ άκυρη; Θα μπλοκαριστούν οι διαπραγματεύσεις στην ΕΕ;». Ακόμη κι αν δεν υπάρξει λύση, έλεγε ο Νίκολα Ντιμιτρόφ, τα Σκόπια δεν πρέπει να φανεί ότι δεν επιθυμούν λύση και συμπλήρωνε και περιέγραφε την εικόνα μετά από πιθανές εκλογές στην Ελλάδα. Έλεγε τον Ιανουάριο: «Πως θα είναι η Ελλάδα μετά τις εκλογές; Στην εξουσία θα είναι η ΝΔ με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος έχει σπουδάσει στη Δύση. Πρέπει να βιαστούμε. Όσο τσακωνόμαστε τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα για τους Έλληνες… Κανείς εδώ δεν θέλει να λύσει το πρόβλημα. Αλλά η μη λύση είναι το πρόβλημα».
Σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ του Μεγάρου Μαξίμου και της ΝΔ ξέσπασε για όλα τα παραπάνω, όσο και για τις δύο φερόμενες συναντήσεις της Μαρίας Σπυράκη με τον Σκοπιανό πρωθυπουργό κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Όπως δημοσιεύει η FAZ (Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ), «τον Δεκέμβριο του 2017 είχε στείλει ο Μητσοτάκης την ευρωβουλευτή Μαρία Σπυράκη στον πρωθυπουργό (Ζόραν Ζάεφ) για να τον ενημερώσει για τη θέση τους. Η ΝΔ είναι έτοιμη να υποστηρίξει μία λύση μόνο αν συνταχθεί και ο Καμμένος με αυτήν», υποστήριξε ο Ζόραν Ζάεφ, σύμφωνα με τα πρακτικά του Ιανουαρίου.
Ο Ζόραν Ζάεφ -σε νέα σύσκεψη πολιτικών αρχηγών στις 19 Μαΐου 2018- σημειώνει ότι είχε μία ακόμα συνάντηση στις Βρυξέλλες με τη Μαρία Σπυράκη, που του μετέφερε τα χαιρετίσματα του Κυριάκου Μητσοτάκη και του περιέγραψε τη δύσκολη θέση της ΝΔ, που αγωνιά για ένα μέρος των ψηφοφόρων της.
Η Μαρία Σπυράκη απάντησε, κάνοντας λόγο για μία τυχαία και δημόσια συνάντηση με τον Ζόραν Ζάεφ στις Βρυξέλλες, στην οποία, όπως είπε, ξεκαθάρισε στον πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ ότι «θα ψηφίσουμε ενάντια στον συμβιβασμό που προωθεί ο Τσίπρας». Σύμφωνα με το Μαξίμου, η χθεσινή αποκάλυψη της FAZ για τις μυστικές συναντήσεις της Σπυράκη, ως ειδικής απεσταλμένης του κ. Μητσοτάκη, με τον Πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ κ. Ζάεφ αναδεικνύουν σε όλο το μέγεθός τους «την υποκρισία, την δειλία και την εθνική ανευθυνότητα του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης».
Σαφής αναφορά στα πρακτικά γίνεται και για κίνδυνο παρέμβασης από τη Ρωσία στην περιοχή με σκοπό να μην υπάρξει συμφωνία. Η Μόσχα μετά και το δημοψήφισμα καταγγέλλει για μία ακόμη φορά τις πιέσεις της Δύσης στους Σκοπιανούς, ανακοινώνοντας πως θα φέρει το ζήτημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στην ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας επισημαίνεται ότι με ποσοστό συμμετοχής 36,8%, το δημοψήφισμα στα Σκόπια δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρο.
Αντιθέτως, την ανάγκη να εξακολουθήσει να στηρίζεται η Συμφωνία των Πρεσπών και να επιδιωχθεί η συνταγματική αλλαγή που προβλέπεται, τόνισε ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ, επισημαίνοντας ότι η καθαρή πλειοψηφία υπέρ της συμφωνίας όσων συμμετείχαν στην ψηφοφορία, αποτελεί βάση γι’ αυτή την διαδικασία.
Δεν χρειαζόταν και ιδιαίτερη ώθηση ο Ζόραν Ζάεφ, ο οποίος δήλωσε ότι αρχίζει συζητήσεις με την αντιπολίτευση, προκειμένου να πείσει για την θετική ψήφο στην τροποποίηση του Συντάγματος, όπως έχει υποχρέωση εκ της Συμφωνίας των Πρεσπών. Παρά την υπερπροσπάθεια και τις πιέσεις της Δύσης δεν είναι εύκολο να βρεθούν 11 βουλευτές της αντιπολίτευσης πρόθυμοι να πάνε κόντρα στο κόμμα τους και να υπερψηφίσουν τη συνταγματική αναθεώρηση.