Η Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. Π.Ε. Κοζάνης κ. Καλλιόπη Βέττα μίλησε στην Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων στο πλαίσιο της συζήτησης για την κύρωση της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ασφάλεια, την προστασία και τις υπηρεσίες σε ποδοσφαιρικούς αγώνες και λοιπά αθλητικά γεγονότα.
Η κ. Βέττα αναφέρθηκε αρχικά στην αποτρόπαια δολοφονία του Άλκη Καμπανού και την ανάγκη λήψης ουσιαστικών μέτρων για τον περιορισμό της οπαδικής βίας. Έπειτα, έκανε αναφορά στην σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης αναδεικνύοντας τα βασικά της στοιχεία, τονίζοντας ωστόσο ότι η ενίσχυση του θεσμικού οπλοστασίου είναι μια αναγκαία, άλλα όχι ικανή συνθήκη για την εμπέδωση της ασφάλειας και την εξάλειψη των βίαιων περιστατικών.
Στη συνέχεια, η Βουλευτής Π.Ε. Κοζάνης στηλίτευσε την, για μια ακόμη φορά, επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος από την κυβέρνηση, η οποία σχεδόν τρία χρόνια δεν έκανε τίποτε για το ζήτημα και τώρα, για λόγους εντυπώσεων, σπεύδει να δείξει ότι παράγει έργο, ανακυκλώνοντας υφιστάμενες λύσεις που δεν είχαν ενεργοποιηθεί και προτάσσοντας ένα σκληρό προφίλ καταστολής, με επαναφορά ιδιώνυμου και τσουβάλιασμα των οπαδών.
Παράλληλα τόνισε ότι η επιστημονική κοινότητα διατηρεί αμφιβολίες για την συσχέτιση της αυστηροποίησης των ποινών με τον μετριασμό της παραβατικότητας, ενώ επεσήμανε ότι το κοινωνικό πρόβλημα της βίας αντιμετωπίζεται με ευρύτερες παρεμβάσεις.
Κλείνοντας, τόνισε χαρακτηριστικά : «Την ώρα που οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες εξοβελίζονται από τα σχολεία, η Παιδεία μετατρέπεται σε χρησιμοθηρική, τα παιδιά μας δεν έρχονται σε επαφή με τον βαθύ ανθρωπισμό που έχει ο αθλητισμός, είναι αναπόφευκτο κάποια από αυτά να έλκονται από τον δυναμισμό της επιβολής και της υποταγής που πρεσβεύουν άλλοι φορείς.
Αντί να συζητάμε για την αλλαγή παραδείγματος στην Παιδεία και τη μόρφωση, συζητάμε ανθυπολεπτομέρειες καταστολής, ευτελίζοντας το ζήτημα ως αποκλειστικά ποινικό και παραβατικό.
Αντί να μιλάμε για τις ευθύνες των διοικήσεων των αθλητικών ανωνύμων εταιριών, την διαπλοκή, τις υπόγειες σχέσεις μεταξύ οπαδικών στρατών και ακροδεξιάς, για την φτώχεια και τους αποκλεισμούς, για τον εκδημοκρατισμό και την συμμετοχή στον αθλητισμό μιλάμε ως ποινικολόγοι και δικαστικοί.
Αυτά θα έπρεπε να συζητάμε, αλλά δεν το κάνουμε γιατί και σε αυτό το πεδίο, η κυβέρνηση, πράττει με μόνο γνώμονά της την επικοινωνία και την ψηφοθηρία».