Μια νέα σοβαρή και με μεγάλες διαστάσεις ψυχική νόσος εντοπίζεται και καταγράφεται πλέον κυρίως στις παιδικές ηλικίες, που συνδέεται άμεσα με το διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Πρόκειται για την ασθένεια που ονομάζεται «διαταραχή ηλεκτρονικού παιχνιδιού», η οποία, σύμφωνα με τις σύγχρονες μελέτες, σε παγκόσμιο επίπεδο, επηρεάζει ηλικίες από 12 έως 25 ετών.
Τα διαγνωστικά κριτήρια διαταραχής αφορούν την επίμονη ή επαναλαμβανόμενη κατά περιόδους συμπεριφορά όπου όμως υπάρχουν κάποια ξεκάθαρα παθολογικά στοιχεία.
Τα κριτήρια είναι:
- O μειωμένος αυτοέλεγχος ως προς το παιχνίδι
- Το παιχνίδι αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη προτεραιότητα στη ζωή του ατόμου, στο σημείο που να έρχεται πρώτο έναντι όλων των άλλων ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων
- Συνέχιση του παιχνιδιού παρά την εμφάνιση αρνητικών συνεπειών.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, σημειώνει ότι αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς πρέπει να έχει αρκετή βαρύτητα ώστε να οδηγεί σε σημαντική επιβάρυνση σε προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, εργασιακό επίπεδο ή σε άλλους σημαντικούς τομείς της λειτουργικότητας.
Αυτό το μοτίβο μπορεί να είναι συνεχές (να διαρκεί δηλαδή μία συνεχόμενη χρονική περίοδο χωρίς διακοπή) ή επεισοδιακό και επαναλαμβανόμενο (π.χ. το παιδί αναγκαστικά να πειθαρχεί όταν ο γονιός απομακρύνει κάθε ηλεκτρονικό μέσο παιχνιδιού από το σπίτι και να μην έχει κανένα αυτοέλεγχο σε άλλη περίπτωση).
Η συμπεριφορά αυτή πρέπει να είναι χρονικά παρούσα για μία περίοδο τουλάχιστον 12 μηνών, ώστε να τεθεί η διάγνωση, παρόλο που η διάρκεια μπορεί να συντμηθεί εφόσον όλα τα διαγνωστικά κριτήρια είναι παρόντα και τα συμπτώματα είναι σοβαρά.
Οι ομάδες υψηλού ρίσκου ανά ηλικία και φύλο για εξάρτηση στο gaming αφορούν τις ηλικίες 12 έως 25 ετών.
Παρόλο που αυξήθηκε σημαντικά το ποσοστό των κοριτσιών που παίζουν συχνά ηλεκτρονικά και διαδικτυακά παιχνίδια, δεν φάνηκε να εθίζονται τόσο σε αυτά, όσο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ τα αγόρια κυρίως στα διαδικτυακά παιχνίδια.
Τα αγόρια τείνουν να παίζουν περισσότερο παιχνίδια δράσης, με μεγάλη ένταση, καθώς και παιχνίδια ρόλων όπου σχηματίζονται ομάδες με έντονες διαδράσεις μεταξύ τους και μεγάλο ανταγωνισμό. Τα κορίτσια τείνουν να ασχολούνται με περισσότερο κοινωνικά παιχνίδια, χαμηλής έντασης.
Αν και η εξάρτηση αυτή είναι συμπεριφορική, υπάρχει και βιολογικό υπόβαθρο στην ανάπτυξή της.
Το βιολογικό υπόβαθρο σχετίζεται με την έκκριση ντοπαμίνης από τον επικλινή πυρήνα, στο πλαίσιο της άμεσης ανταμοιβής που προσφέρει είτε το διαδικτυακό παιχνίδι, είτε η διαδικτυακή δραστηριότητα. Η ντοπαμίνη είναι η ορμόνη της ευφορίας. Το άτομο αισθάνεται όμορφα όταν πραγματοποιεί την δραστηριότητα και η αίσθηση της εφορίας μειώνεται όταν αποσύρεται από αυτή. Άρα το παιδί ψάχνει τρόπο να νιώσει πάλι όμορφα. Ξαναζητάει τις ηλεκτρονικές συσκευές διότι αυτές θα του ανεβάσουν το επίπεδο της ντοπαμίνης, οπότε θα αισθανθεί όμορφα. Με άλλες καθημερινές δραστηριότητες, όπως διάβασμα ή άλλου τύπου παιχνίδι, ο εγκέφαλος δεν εκκρίνει την ίδια ποσότητα ντοπαμίνης. Γι’ αυτό παρατηρείται το φαινόμενο με τόση ένταση αλλά και έκταση.
Ένα ακόμη σοβαρό στοιχείο αφορά την διάγνωση διαταραχής «επικίνδυνου παιχνιδιού».
Πρόκειται για μία ακόμα νέα διάγνωση όπου το παιδί μπορεί να θέτει τον εαυτό του σε σωματικό κίνδυνο ή και κίνδυνο ψυχικής διαταραχής είτε με την πολύ υψηλή συχνότητα παιχνιδιού, τον ακραίο σε διάστημα χρόνο που παίζει, την παραμέληση βασικών σωματικών αναγκών ή και συμπεριφορών υψηλού κινδύνου που συνδέονται με το παιχνίδι (πχ κατανάλωση ουσιών ώστε να μένει για πολλή ώρα σε συνεχή εγρήγορση).
Στην Ελλάδα έχουν περιγραφεί δύο κλινικές περιπτώσεις αυτοτραυματικής συμπεριφοράς εφήβων στο πλαίσιο της έντασης ενός MMORPG παιχνιδιού. Προφανώς αυτή η διάγνωση παίρνει προτεραιότητα λόγω του κινδύνου που ενέχει, αν και πρόκειται για μία ακραία μορφή της διαταραχής ηλεκτρονικού παιχνιδιού.
Τα στοιχεία και οι αιτίες αυτής της πολύ σοβαρής ψυχικής νόσου, παρουσιάστηκαν στην πρόσφατη ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στη Λάρισα από την Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας σε συνεργασία με την Περιφερειακή Δ/νση Εκπαίδευσης Θεσσαλίας.
Τα παραπάνω στοιχεία παραθέτει ο παιδοψυχίατρος και διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Κωνσταντίνος Σιώμος.
Πηγή: instyle.gr