Κατά 40% αυξήθηκαν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές καταναλωτών ηλεκτρικού ρεύματος προς τους παρόχους το 2024, φθάνοντας σε επίπεδα-ρεκόρ, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ΡΑΑΕΥ για τη λιανική αγορά ενέργειας.
Το συνολικό ύψος των ανεξόφλητων χρεών ανήλθε σε 3,4 δισ. ευρώ, έναντι 2,4 δισ. το 2023, με περισσότερο από το ένα τρίτο των παροχών –δηλαδή 2,7 εκατομμύρια σε σύνολο περίπου 7,2 εκατομμυρίων– να εμφανίζει εκκρεμότητες πληρωμής.
Το φαινόμενο αποδίδεται κυρίως στη συστηματική πρακτική ορισμένων καταναλωτών να αλλάζουν πάροχο χωρίς να εξοφλούν τους προηγούμενους λογαριασμούς τους, αξιοποιώντας την ευελιξία που προσφέρει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Το φαινόμενο του λεγόμενου «ενεργειακού τουρισμού» έχει μετατραπεί σε μια διαρκώς εντεινόμενη πληγή για την αγορά, με τις απώλειες από πελάτες που μετακινούνται αφήνοντας χρέη να φτάνουν τα 1,6 δισ. ευρώ. Παρά τις εξαγγελίες μέτρων από το 2023, δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί ουσιαστικός μηχανισμός περιορισμού του προβλήματος.
Η ΡΑΑΕΥ εκτιμά ότι η επιβάρυνση από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές μετακυλίεται στους συνεπείς καταναλωτές, προσθέτοντας περίπου 6 λεπτά ανά κιλοβατώρα στο τελικό τιμολόγιο. Αν και οι πάροχοι εκφράζουν επιφυλάξεις ως προς τη μεθοδολογία αυτού του υπολογισμού, δεν αρνούνται ότι μέρος της οικονομικής ζημίας τελικά επιβαρύνει τους πελάτες που πληρώνουν κανονικά.
Σύμφωνα με την έκθεση, το μεγαλύτερο μέρος των χρεών –περίπου 2,4 δισ. ευρώ– προέρχεται από παροχές χαμηλής τάσης, που αφορούν κυρίως νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις. Από αυτά, πάνω από 1 δισ. ευρώ αντιστοιχεί σε οφειλές ιδιωτών, ενώ περίπου 900 εκατ. ευρώ προέρχονται από εμπορικές και βιομηχανικές χρήσεις. Επιπλέον, 600 εκατ. ευρώ αντιστοιχούν σε οφειλές στη μέση τάση και 350 εκατ. στην υψηλή τάση.