Στο επίκεντρο της επικαιρότητας βρίσκεται τον τελευταίο καιρό το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας των ρυθμίσεων με τις οποίες καταργήθηκαν τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας για τους μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους και τους απασχολούμενους με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου στον δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, το ΣΤ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας στην Επταμελή Σύνθεσή του έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές, παρέπεμψε δε το θέμα στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω της μείζονος κοινωνικής σημασίας του.
Την ερχόμενη εβδομάδα αναμένεται να συνεδριάσει η Ολομέλεια, προκειμένου να επικυρώσει την κρίση περί αντισυνταγματικότητας των περικοπών και να εξετάσει και άλλα παρεμπίπτοντα – πλην όμως σημαντικά – ζητήματα που σχετίζονται με αυτές, όπως το ζήτημα του αν η απόφαση περί αντισυνταγματικότητας μπορεί να έχει εφαρμογή έναντι όλων και συνεπώς να οδηγήσει σε άμεση καταβολή των παροχών σε όλους, ακόμα και αν δεν έχουν ασκήσει αγωγές, καθώς και το ζήτημα του αν οι δικαιούχοι μπορούν να διεκδικήσουν παροχές που έπρεπε να είχαν καταβληθεί προ της έκδοσης της απόφασης περί αντισυνταγματικότητας.
Παράλληλα, η αναμονή της απόφασης της Ολομέλειας φέρνει πονοκέφαλο για όσους έχουν την ευθύνη των δημόσιων οικονομικών, καθώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η αναδρομική καταβολή δώρων, επιδομάτων, συντάξεων κ.λπ. μπορεί να επιβαρύνει το δημόσιο ταμείο με το αστρονομικό ποσό των 28 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Γίνεται κατανοητό ότι μία τέτοια δημοσιονομική επιβάρυνση μπορεί να οδηγήσει σε εκτροχιασμό τα οικονομικά του κράτους και να δημιουργήσει μελλοντικά πολύ σοβαρά ζητήματα.
Το epoli.gr επικοινώνησε για το ζήτημα με το Δικηγόρο κ. Λάμπρο Ντουματσά, ο οποίος χειρίζεται αρκετές αγωγές υπαλλήλων με αίτημα την αναδρομική καταβολή των κομμένων δώρων και επιδομάτων, ο οποίος μας δήλωσε:
«Βρισκόμαστε εν αναμονή μίας σημαντικής απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η επικύρωση των κρίσεων του ΣΤ’ Τμήματος θα ανοίξει το δρόμο για την δικαίωση εκατοντάδων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων και εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, οι οποίοι έχουν δει τα προηγούμενα χρόνια τα εισοδήματά τους να μειώνονται δραματικά και σε σημείο τέτοιο, ώστε για πολλούς να τίθενται ακόμα και θέματα αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι, η αναμενόμενη απόφαση της Ολομέλειας θα είναι θετική και ότι θα επιβεβαιωθεί η κρίση περί αντισυνταγματικότητας των περικοπών, καθότι οι διατάξεις με τις οποίες αυτές επιβλήθηκαν ήταν από νομικοτεχνικής απόψεως εξαιρετικά έωλες και αναιτιολόγητες, πράγμα που δεν μπορεί να αγνοήσει το Συμβούλιο της Επικρατείας. Επιφύλαξη όμως διατηρώ σχετικά με το αν η κρίση του Δικαστηρίου θα οδηγήσει άμεσα σε καταβολή των κομμένων παροχών σε όλους όσους απώλεσαν αυτές. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε μία υποχρέωση περίπου 30 δισεκατομμυρίων ευρώ για το κράτος, δηλαδή μία υποχρέωση που ισούται περίπου με το 9% του σημερινού δημοσίου χρέους και με το 16% του Α.Ε.Π.
Όπως μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας, η αναγνώριση μίας τέτοιου ύψους υποχρέωσης θα είναι καταστροφική για τα δημόσια οικονομικά και θα μπορούσε να θεωρηθεί βλαπτική για το δημόσιο συμφέρον.
Με αυτές τις σκέψεις εκτιμώ ότι ενδέχεται να κριθεί από το Δικαστήριο ότι, τα ποσά των άδικων περικοπών δικαιούνται μόνο όσοι έχουν εγείρει σχετικές δικαστικές αξιώσεις και μάλιστα για το χρόνο για τον οποίο ζητούν την καταψήφιση των αξιώσεων αυτών από τα Δικαστήρια.
Για το λόγο αυτό, η άποψή μου είναι ότι, όσοι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα ενδιαφέρονται να διεκδικήσουν δικαστικά τις παροχές που στερήθηκαν αναιτιολόγητα τα προηγούμενα χρόνια, θα πρέπει να κάνουν αυτό άμεσα, προκειμένου να κατοχυρώσουν τις αξιώσεις τους και να αποφύγουν θέματα που μπορεί να ανακύψουν σχετικά με την αναδρομικότητα των απαιτήσεών τους».