«Μελλοντικά πρέπει να δούμε αν η νέα κυβέρνηση της χώρας ασχοληθεί με την προσέλκυση νέων επενδύσεων. Τότε θα μιλήσουμε ξανά για τους στόχους του προγράμματος. Τώρα προέχει το πρόγραμμα» Αυτή η δήλωση του Μάνφρεντ Βέμπερ διαδόχου του Ζαν Κλοντ Γιουνγκερ στο πλαίσιο της κοινής συνέντευξης με τον πρόεδρο της ΝΔ δίνει το νέο στίγμα.
Ο επίδοξος Γερμανός (Βαυβαρός του Χριστιανοκοινωνικής Ενώσεως Βαυαρίας) αξιωματούχος δίνει το νέο στίγμα των γερμανικών επιδιώξεων. Εν ολίγοις εκβιάζει την Ελλάδα με διλημματικό τρόπο. Για να επιτρέψει μείωση του στόχου του τεράστιου πρωτογενούς πλεονάσματος που απαιτεί το πρόγραμμα το οποίο «προέχει» κατά τη δήλωσή του, θα πρέπει η Ελλάδα να προσελκύσει επενδύσεις.
Η διατύπωση προδιαθέτει θετικά. Είναι όμως έτσι; Αν για παράδειγμα η επιλογή των επενδύσεων δεν είναι αρεστές στους Γερμανούς, θα ισχύει η υπόσχεση του κυρίου Βέμπερ;
Αν κρίνω από το παρελθόν, η απάντηση θα είναι μάλλον αρνητική. Η παρουσία του κυρίου Φούχτελ, απεσταλμένου της κυρίας Μέρκελ, μας έχει προϊδεάσει. Οι Γερμανοί έχουν συγκεκριμένες απαιτήσεις. Απαιτούν από την Ελλάδα επενδύσεις σε συγκεκριμένους τομείς γερμανικού ενδιαφέροντος, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις φορολογικές, μισθολογικές, ασφαλιστικές κλπ. Σε κάθε άλλη περίπτωση δεν θα το επιτρέψουν.
Ο κύριος Μητσοτάκης ως πειθήνιο όργανο έσπευσε να προμήνησε τις απαιτήσεις τους. Θα ήθελα να ξέρω την αντίδραση των Γερμανών αν οι επενδυτές είναι π.χ. Κινέζοι.
Επίσης η δήλωση Βέμπερ επαναβεβαιώνει και επικαιροποιεί εγκαίρως και προκαταβολικά την ωμή παρέμβαση των Γερμανών στα εσωτερικά πράγματα της χώρας: «…να δούμε αν η νέα κυβέρνηση της χώρας…» μπροστά στον επίδοξο και εκλεκτό τους κύριο Μητσοτάκη.
Η Γερμανία με όχημα την Κατάπτυστη συμφωνία των Πρεσπών προσβλέπουν στην έξοδο στην Ανατολική Μεσόγειο. Τώρα θέλουν και ότι έχει απομείνει σ’ αυτή την χώρα.
Η συνέχεια του προτεκτοράτου προαναγγέλθηκε.