Τις τελευταίες ημέρες και για μια ακόμα φορά τη φετινή χρονιά, γίναμε όλοι μάρτυρες προβλημάτων της λειτουργίας των τηλεθερμάνσεων που οφείλονταν όχι σε κάποια βλάβη αλλά στη διαθεσιμότητα των λιγνιτικών μονάδων. Κάθε φορά δηλαδή, που μια μονάδα του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου, από αυτές που τροφοδοτούν την Τ/Θ Κοζάνης, βγαίνει έκτος λειτουργίας, δημιουργείται έλλειψη θερμικού φορτίου για τα νοικοκυριά με τη ΔΕΥΑΚ να προσπαθεί να το καλύπτει με καύση πετρελαίου. Αντίστοιχες καταστάσεις βιώνει και η τηλεθέρμανση στην Πτολεμαΐδα.
Το συγκεκριμένο πρόβλημα το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει γίνει πιο έντονο από ποτέ, καθώς η περιορισμένη οικονομική δραστηριότητα έχει μειώσει την ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια, με αποτέλεσμα οι λιγνιτικές μονάδες, που, για διάφορους πλέον λόγους, δεν είναι ανταγωνιστικές όσο στο παρελθόν, ουσιαστικά να υπολειτουργούν, καθώς η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, προκρίνει άλλες πηγές ενέργειας.
Το ζήτημα όσο περνάει ο καιρός θα γίνεται όλο και πιο έντονο καθώς το πιθανότερο σενάριο είναι οι λιγνιτικές μονάδες να συνεχίζουν να χάνουν σε οικονομική ανταγωνιστικότητα έναντι άλλων τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής, ενώ η προοπτική κλεισίματος των λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2023 – 2028 κάνει την ανάγκη εύρεσης βιώσιμης λύσης για τις τηλεθερμάνσεις περισσότερο επιτακτικό από ποτέ.
Πριν από κάποια διάστημα οι Δημοτικές Επιχειρήσεις που λειτουργούν τις τηλεθερμάνσεις, μαζί με τους Δήμους, υπογράψαμε τις συμβάσεις για την παροχή θερμικής ισχύος από τη ΔΕΗ. Σαφώς η υπογραφή αυτών των συμβάσεων δεν θα μπορούσε να λύσει το παραπάνω πρόβλημα, αφού δεν είναι πρόβλημα που οφείλεται στη ΔΕΗ, παρόλα αυτά αποδεικνύεται πως οι τηλεθερμάνσεις σε αυτή την δύσκολη στιγμή θα ήταν σε ακόμα πιο δυσχερή θέση. Και είναι ευτύχημα που αυτή η υπόθεση που εκκρεμούσε από το 2012 έκλεισε.
Τις τελευταίες μέρες ακούμε πως αναμένεται από την κυβέρνηση κάποια παρέμβαση που θα λύσει το πρόβλημα, έστω και προσωρινά. Αναμένω και εγώ όπως όλοι μας την πρόταση αυτή καθώς θεωρώ εκ των ων ουκ άνευ, τη βραχυπρόθεσμη διασφάλιση της πλήρους λειτουργίας των τηλεθερμάνσεων με οποιοδήποτε εφικτό τρόπο, ειδικά στη δύσκολη περίοδο που διανύουμε.
Όμως, η λύση αυτή δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή.
Η μακροπρόθεσμη λύση προϋποθέτει οι τηλεθερμάνσεις να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα με άμεσες επενδύσεις, που θα οδηγήσουν σε διαφοροποίηση του μίγματος της παρεχόμενης θερμικής ενέργειας από το λιγνίτη με παράλληλη προσπάθεια αυτή να συνοδευτεί από ένα μεγάλο πρόγραμμα ενεργειακής εξοικονόμησης του δημόσιου, αλλά κυρίως του ιδιωτικού κτιριακού αποθέματος της περιοχής.
Κατά την γνώμη μου είναι δεδομένο πως η επένδυση στην εξοικονόμηση που θα μειώσει το κόστος θέρμανσης για χιλιάδες νοικοκυριά στην περιοχή, θα περιορίσει την ενεργειακή φτώχεια και θα ενισχύσει ουσιαστικά την τοπική μας οικονομία, θα πρέπει να είναι μια από τις κύριες παρεμβάσεις – επενδύσεις στο πλαίσιο της μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή.
Η σύνθετη κρίση την οποία ήδη βιώνουμε ως αποτέλεσμα τόσο της ανάγκης για προσαρμογή στην μεταλιγνιτική εποχή σε συνδυασμό με τις συνέπειες που θα αφήσει πίσω η επιδημία του κορωνοϊού, επιβάλει ακόμα πιο επιτακτικά δραστικές και προοδευτικές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες.
Στην αντίθετη περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος της κατάρρευσης.