Νέα επιστημονική μελέτη συνδέει το ασταθές πρόγραμμα ύπνου του παιδιού με τον υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος και την συνολική υγεία του – Πόσο επηρεάζει το οικογενειακό εισόδημα στην επίτευξη ενός σταθερού προγράμματος.
Η διαμόρφωση ενός σταθερού προγράμματος ύπνου για το παιδί μπορεί να αποδειχθεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην ανατροφή του, δεν παύει, όμως, να είναι και μία από τις πιο σημαντικές.
Ερευνητικά ευρήματα από ομάδα υπό την επίκουρη καθηγήτρια της Νοσηλευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Delaware, Δρ. Lauren Covington, υποδεικνύουν ότι τα παιδιά με ασταθές πρόγραμμα ύπνου έχουν υψηλότερα ποσοστά Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ). Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο Annals of Behavioral Medicine, δείχνουν ότι ο ύπνος θα μπορούσε να εξηγήσει τον συσχετισμό ανάμεσα στην κακή οικονομική κατάσταση της οικογένειας και τον ΔΜΣ.
«Εδώ και μερικά χρόνια γνωρίζουμε ότι η φυσική δραστηριότητα και η ποιότητα της διατροφής αποτελούν ισχυρούς προγνωστικούς παράγοντες του βάρους και του ΔΜΣ. Πιστεύω ότι η γνώση αυτή υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο ύπνος μπορεί να παίζει μεγαλύτερο ρόλο σε αυτό από ό,τι μέχρι τώρα θεωρούσαμε», αναφέρει η Δρ. Covington.
Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από μια δοκιμή για την πρόληψη της παχυσαρκίας σε μητέρες και παιδιά που κατοικούσαν στη Βαλτιμόρη, εκ των οποίων το 70% ζούσε στο όριο ή κάτω από το όριο της φτώχειας. Ως μέρος της δοκιμής, 207 νήπια φορούσαν μετρητές που κατέγραφαν τον ύπνο και την φυσική τους δραστηριότητα για έως και μία εβδομάδα κάθε φορά. Οι μητέρες από την πλευρά τους συμπλήρωσαν ένα διατροφικό ημερολόγιο που συγκρίθηκε με τον Οδηγό Υγιεινής Διατροφής, μέτρο ποιότητας της διατροφής βασισμένο στις συστάσεις από τις Διατροφικές Οδηγίες για τους Αμερικανούς.
Οι ερευνητές θέλησαν να εξετάσουν την σχέση ανάμεσα στην φτώχεια και τον ΔΜΣ, ερευνώντας συγκεκριμένα αν η συνέπεια στην ώρα που τα παιδιά πήγαιναν για ύπνο, τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητάς τους και η ποιότητα της διατροφής τους μπορούσαν να εξηγήσουν τον συσχετισμό. Διαπίστωσαν, λοιπόν, ότι τα παιδιά από πιο φτωχιές οικογένειες είχαν συνολικά πιο ασταθείς ώρες ύπνου και ότι αυτά τα παιδιά είχαν κατ’επέκταση και υψηλότερα ποσοστά ΔΜΣ.
Οι συστάσεις σχετικά με τον ύπνο υποδεικνύουν ότι τα παιδιά πρέπει να κοιμούνται εντός μίας ώρας από την συνηθισμένη ώρα του ύπνου τους κάθε βράδυ. Όμως, για τις οικογένειες που ζουν στην φτώχεια, ο προγραμματισμός αυτός ίσως να μην είναι εύκολο να επιτευχθεί, σύμφωνα με την Δρ. Covington, ειδικά αν ο πάροχος φροντίδας είναι μόνο ο ένας γονιός που κάνει πολλές δουλειές, προσέχει πολλά παιδιά ή αντιμετωπίζει μια συνεχή στρεσογόνο κατάσταση σχετικά με το σπίτι.
Η Δρ. Covington μαζί με άλλους συνεργάτες ολοκλήρωσαν, επίσης, μια συστηματική επανεξέταση της υπάρχουσας ερευνητικής βιβλιογραφίας εξετάζοντας την επιρροή της οικογένειας στην υγεία του ύπνου κατά την πρώιμη παιδική ηλικία.
Σύμφωνα με τα ευρήματα τους, που δημοσιεύθηκαν στο Sleep Health, η ύπαρξη ενός ‘χάους’ στο σπίτι και οι κακές σχέσεις μεταξύ των γονέων σχετίζονταν άμεσα με τα προβλήματα και το μεταβλητό πρόγραμμα ύπνου στην πρώιμη παιδική ηλικία.
Όσο για τις οικογένειες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά την πανδημία, η δημιουργία ενός τακτικού απογευματινού προγράμματος μπορεί να αποδειχθεί ένας εφικτός τρόπος για να πετύχουν τη διαφορά στην υγεία του παιδιού, παρά τα όσα συμβαίνουν αυτή την περίοδο.
«Απλώς και μόνο ένα συνεπές πρόγραμμα ύπνου μπορεί να προσφέρει μια αίσθηση οργάνωσης, η οποία στη συνέχεια είναι πιθανό να επηρεάσει την υγεία και τον Δείκτη Μάζας Σώματος του παιδιού», καταλήγει η ειδικός.
Πηγή: ygeiamou.gr