«Σαράντα έξι χρόνια μετά την καθιέρωση από τον ΟΗΕ της 5ης Ιούνη ως Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος, οι μονοπωλιακοί όμιλοι συνεχίζουν απτόητα να καταστρέφουν το περιβάλλον στο κυνήγι του κέρδους. Άλλες τόσες φορές, κάθε τέτοια μέρα, αστικές κυβερνήσεις και ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, ξεπερνώντας κάθε όριο υποκρισίας, δίνουν όρκους πίστης για ένα “βιώσιμο πλανήτη”. Εξαγγέλλουν μέτρα για τη “σωτηρία” του. Στην πραγματικότητα στοχεύουν στην ενίσχυση των καπιταλιστικών επενδύσεων, ώστε το κεφάλαιο να βγάλει κέρδος και απ’ τα προβλήματα που το ίδιο δημιουργεί.
Από δίπλα, ορισμένες, πλούσια αμειβόμενες, περιβαλλοντικές οργανώσεις, που κάνουν ό,τι μπορούν τη μέρα αυτή για να αθωώσουν τον ένοχο, τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ακόμη και αν προβάλουν κάποιες εξόφθαλμες πλευρές της καταστροφικής -για το περιβάλλον- δράσης του κεφαλαίου, μόνο και μόνο για να φανούν πιο αξιόπιστες στα μάτια των λαϊκών στρωμάτων, τις αποδίδουν τελικά όχι στην ίδια τη φύση του εκμεταλλευτικού συστήματος, αλλά σε κάποια επιμέρους λάθη, αστοχίες ή έστω καταδικαστέες υπερβολές.
Η εργατική τάξη, ο λαός, έχουν κάθε λόγο να απορρίψουν όλη αυτή την προπαγανδιστική φιέστα. Βιώνουν καθημερινά ότι οι αποφάσεις, οι αντιθέσεις και οι πρόσκαιρες συμφωνίες μεταξύ ιμπεριαλιστικών κρατών, μεταξύ μονοπωλιακών ομίλων, αφορούν το ποιος θα πάρει την καλύτερη μερίδα από την καταλήστευση των φυσικών πόρων του πλανήτη.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, όπως και οι προκάτοχοί της, εφαρμόζει αποφασιστικά τις ευρωενωσιακές κατευθύνσεις και συστάσεις, που βλέπουν το περιβάλλον ως πεδίο ασύδοτης δράσης για την προσέλκυση επενδύσεων, την άντληση πρώτων υλών για τα εμπορεύματά τους, την κατασκευή των δικτύων μεταφοράς και την απόρριψη των αποβλήτων, που προκύπτουν από την όλη δραστηριότητά τους. Έτσι:
– Σε σχέση με τους υδάτινους πόρους προχώρησε στην 1η Αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών (ΣΔΛΑΠ) της χώρας, με πυρήνα την κοινοτική Οδηγία – Πλαίσιο του 2000 για το νερό, που θέτει σε προτεραιότητα την εξοικονόμηση της ζήτησης του νερού, σε αντιπαράθεση με τα μέτρα εμπλουτισμού των υπόγειων, κύρια, υδροφορέων σε κάθε υδατικό διαμέρισμα. Συνεχίζει να ενθαρρύνει με τη στάση της, την ασύδοτη δράση του βιομηχανικού κεφαλαίου να σπέρνει τα απόβλητά του κατά το δοκούν.
– Σε σχέση με τα δάση και τα οικοσυστήματα, όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις παίρνει η καταστροφή δασικών εκτάσεων και οικοσυστημάτων από πάρκα ανεμογεννητριών, καθώς και η κατάληψη γεωργικής γης, ακόμη και υψηλής παραγωγικότητας, από την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων. Ανησυχητική είναι και η ραγδαία εξάπλωση των μονάδων καύσης βιομάζας και βιορευστών ανά τη χώρα, για παραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας, ενώ με τη δημοσίευση για διαβούλευση, το φετινό Μάη, της “Εθνικής Στρατηγικής για τα Δάση”, αποκαλύπτεται ξεκάθαρα η πρόθεση της κυβέρνησης να ανοίξει νέους δρόμους, για την εκμετάλλευση των δασικών οικοσυστημάτων με την παραπέρα εμπορευματοποίηση της δασικής γης για τουριστικές και ενεργειακές επενδύσεις ΑΠΕ.
– Σε σχέση με τη διαχείριση των αποβλήτων, η κυβέρνηση δείχνει συνειδητή απραξία στην επίλυση σοβαρών προβλημάτων σε διάφορες περιοχές της χώρας, όπου η έλλειψη υποδομών διαχείρισης έχει δημιουργήσει εκρηκτικές καταστάσεις σε βάρος της υγείας και της ποιότητας ζωής των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και σε μερίδα επαγγελματιών, με εμφανή σκοπό να ανοίξει ο δρόμος στο “σωτήρα ιδιώτη” και εκεί όπου δεν είχαν δημιουργηθεί οι κατάλληλες γι’ αυτό προϋποθέσεις. Παράλληλα, συνέχισε και ολοκληρώνει την υπογραφή των ΣΔΙΤ με μια χούφτα επιχειρηματικούς ομίλους για την κατασκευή μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων αποβλήτων (ΜΕΑ) ανά τη χώρα και ταυτόχρονα, προωθεί με ιδιαίτερο ζήλο την καύση των λεγόμενων “απορριμματογενών καυσίμων” (σκουπίδια με υψηλή σχετικά θερμογόνο δύναμη) στις τσιμεντοβιομηχανίες.
– Τέλος, οι καταστροφικές πλημμύρες στη Μάνδρα της Αττικής και το σοβαρό περιβαλλοντικό πλήγμα του Σαρωνικού με πετρελαιοκηλίδες, αποτελούν μια ακόμη αδιάψευστη μαρτυρία για την πολιτική των αστικών κυβερνήσεων.
Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής, το ΚΚΕ προβάλει τη θέση ότι η προστασία του περιβάλλοντος, προς όφελος του λαού, προϋποθέτει ένα ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης, με κοινωνικοποιημένα τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, με επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας. Για να ανοίξει αυτός ο ελπιδοφόρος δρόμος, θα πρέπει οι σημερινοί αγώνες της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων ενάντια στην εμπορευματοποίηση του νερού, των δασών, των φυσικών πόρων, ενάντια στην “πράσινη” οικονομία των καπιταλιστικών κερδών, ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, να σημαδέψουν τον πραγματικό αντίπαλο, το κεφάλαιο και την εξουσία του, που αποτελεί την αιτία όξυνσης των περιβαλλοντικών προβλημάτων, χειροτέρευσης της ίδιας της ζωής».