Προχθές συμπληρώθηκαν τρία χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας και μια μικρή αναδρομή στις προγραμματικές δηλώσεις και στα πεπραγμένα της είναι αναπόφευκτη, για όσους τουλάχιστον δεν βολεύονται κάτω από τον ακατάσχετο επικοινωνιασμό του αρμόδιου υπουργείου.
Στις 21 Ιουλίου 2019 η υπουργός πολιτισμού δήλωνε στη Βουλή «προσήλωση στη συνέχεια του κράτους, κατοχύρωση των επαγγελματιών του πολιτισμού για την ενίσχυση της απασχόλησης, λογοδοσία και διαφάνεια παντού, με υποχρεωτική ηλεκτρονική δημοσίευση ετησίων απολογισμών, δράσεων και οικονομικών όλων των φορέων, στελέχωση διευθυντικών θέσεων σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου με πραγματικές και όχι κατ’ επίφαση διαφανείς και αξιοκρατικές διαδικασίες».
Λίγες μέρες αργότερα, η «αξιοκρατία» συνθλίφτηκε στα γρανάζια του επιτελικού κράτους, με το ξήλωμα των σχετικών διαγωνισμών που είχε θεσμοθετήσει η τ. υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, Μυρσίνη Ζορμπά, προκειμένου να διοριστούν στους πολιτιστικούς οργανισμούς της χώρας οι επιθυμητοί κυβερνητικοί φίλοι. Μεταξύ αυτών και ο διορισθείς στο τιμόνι του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρης Λιγνάδης, που όμως έμελλε να εξαπατήσει την κ. Μενδώνη με την «βαθιά υποκριτική του τέχνη», λίγο πριν προφυλακιστεί κατηγορούμενος για βιασμούς ανηλίκων. Αντί όμως το μεγαλειώδες φιάσκο να οδηγήσει σε αλλαγή πολιτικής, οι απευθείας διορισμοί και αναθέσεις συνεχίζονται ακόμη, με πρόσφατα παραδείγματα την Εθνική Πινακοθήκη και το Ακροπόλ, το οποίο παραμένει κλειστό, αδυνατώντας να αποτελέσει την «πολιτιστική θερμοκοιτίδα» που υποσχόταν η υπουργός.
Η ανυπαρξία οποιασδήποτε πολιτικής για την «ενίσχυση της απασχόλησης» των ανθρώπων του πολιτισμού αναδείχθηκε εμφατικά και την περίοδο της πανδημίας, με τους καλλιτέχνες να διαμαρτύρονται και να πένονται επί μήνες, πριν το υπουργείο καταλήξει σε μια πολιτική επιδομάτων, αντί ενός συνεκτικού και μακροπρόθεσμου σχεδίου για τη στήριξή τους. Επιπλέον, η «ανισοκατανομή της πολιτιστικής και δημιουργικής παραγωγής στις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας», όπως περιγράφηκε στις προγραμματικές δηλώσεις, δεν απασχόλησε ποτέ την κυβέρνηση της ΝΔ, παραπέμποντας στις καλένδες τη σχετική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη, η «συνέχεια του κράτους» και η «λογοδοσία και διαφάνεια παντού» σκόνταψε επανειλημμένως, τόσο στους ανύπαρκτους «ετήσιους απολογισμούς των φορέων», όσο και σε δύσοσμες υποθέσεις σκανδάλων του Υπ. Πολιτισμού τις οποίες η κ. Μενδώνη επί τρία χρόνια συγκάλυπτε προκλητικά, μην ασκώντας ακόμη και τα πειθαρχικά της καθήκοντα, όταν αυτές αφορούσαν κακοδιαχείριση και διασπάθιση δημοσίου χρήματος της περιόδου 2012-2014 που η ίδια ήταν Γενική Γραμματέας, με χαρακτηριστικότερη την υπόθεση του Ταμείου Αλληλοβοήθειας.
Η υποχρέωση για «προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς»πήγε επίσης περίπατο: Στο Ελληνικό και σε άλλες «επενδύσεις» το πολιτιστικό περιβάλλον υποβαθμίστηκε οικτρά, στο μετρό Θεσσαλονίκης η καρδιά της βυζαντινής πόλης ξεριζώθηκε, προκαλώντας διεθνή διασυρμό της χώρας, όπως άλλωστε και η τσιμεντόστρωση της Ακρόπολης. Οι μοναδικοί Δεσμώτες του Φαλήρου υπέστησαν ανεπίστρεπτη φθορά, οι Μυκήνες και το Τατόι κόντεψαν να καούν ολοσχερώς, θεσμοθετήθηκε ο εκπατρισμός αρχαιοτήτων για μισό αιώνα. Τα δυόμισι χιλιάδες χρόνια από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, που δήθεν θα προσέφεραν «ιδανικό πλαίσιο για την ανάπτυξη πρωτοβουλιών σε κάθε έκφανση της πολιτιστικής δημιουργίας», η κ. Μενδώνη τα γιόρτασε με την έγκριση λειτουργίας ναυπηγείου-διαλυτηρίου πλοίων δίπλα στον Τύμβο των Σαλαμινομάχων, ενώ το ενδιαφέρον της για την Ελευσίνα-Πολιτιστική Πρωτεύουσα, που πριν περιέγραφε ως πόλη «συνδεδεμένη με τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας», εξαντλήθηκε στην επιμονή της να ακυρώσει την κήρυξη της ΠΥΡΚΑΛ ως «Ιστορικού Τόπου».
Η περιβόητη «ανάπτυξη συνεργειών με τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα με σαφή κριτήρια και θεσμικό πλαίσιο» περιορίστηκε τελικά σε ένα προκλητικό αλισβερίσι της κυβέρνησης και της υπουργού με τα συμφέροντα των ελίτ που εκπροσωπούν, χωρίς κανένα κριτήριο και χωρίς καν τήρηση του θεσμικού πλαισίου περί δωρεών και χορηγιών, αντιμετωπίζοντας τα μνημεία της χώρας και την κληρονομιά του ελληνικού λαού ως την προσωπική τους περιουσία. Η τραγελαφική διαχείριση της περιβόητης «σύμβασης δωρεάς» για τις τσιμεντοστρώσεις και τις πινακίδες στην Ακρόπολη αρκεί ως κραυγαλέο παράδειγμα καταστροφικής ανεπάρκειας προς αποφυγή.
Το «rebranding» της χώρας που είχε αναλάβει ο κ. Μητσοτάκης και η κ. Μενδώνη «μέσα από την πολιτιστική κληρονομιά και τον σύγχρονο πολιτισμό» για να καταστήσουν την Ελλάδα «διεθνή πόλο πολιτιστικής παιδείας και δημιουργίας» περιορίστηκε μόνο σε κάποιες κακόγουστες δράσεις, που εν τέλει αποσκοπούσαν στην ιδιωτική εκμετάλλευση σπουδαίων μνημείων της χώρας, όπως η Ακρόπολη και η Ολυμπία, για την διαφήμιση των δραστηριοτήτων προνομιούχων «φίλων» και χορηγών, ιδιωτών και εταιρειών.
Στο μεταξύ, η πολυπόθητη «αναδιοργάνωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων» (νυν ΟΔΑΠ), περιορίζεται μέχρι στιγμής σε φωτογραφικούς διορισμούς, ενώ δεν έχει καταφέρει να υλοποιήσει ούτε καν την «ψηφιακή κάρτα πολιτισμού» και την «εκδίπλωση του e–ticket» (έργο του ΣΥΡΙΖΑ), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την απώλεια εσόδων του Δημοσίου. Άλλωστε και οι όποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες της κ. Μενδώνη κατέτειναν στην αποδυνάμωση του θεσμικού πλαισίου προστασίας των μνημείων και των εσόδων από αυτά, κάτι που είδαμε να συμβαίνει αντίστοιχα και στα πνευματικά δικαιώματα. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που επί τρία χρόνια η υπουργός καθυστερεί να ενσωματώσει ακόμα και τις κοινοτικές οδηγίες που αφορούν στη ρύθμιση αυτού του πλαισίου, ενώ η χώρα μας ήδη απειλείται με πρόστιμο από την ΕΕ.
Αυτή η γενικευμένη αποστροφή της κυβέρνησης σε κάθε τι συλλογικό και δημόσιο αποτελεί κεντρική πολιτική της ΝΔ και τεράστια πολιτιστική οπισθοδρόμηση για τον τόπο.
Καλλιόπη Βέττα
Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. Π.Ε. Κοζάνης