Η HDL -γνωστή και ως «καλή»- χοληστερόλη, είναι υπεύθυνη για τη συλλογή χοληστερόλης από τα κύτταρα και τους ιστούς και την επιστροφή της στο ήπαρ, από όπου αποβάλλεται μέσω της χολής.
Παράλληλα, έχει φανεί πως η HDL χοληστερόλη ασκεί αντιοξειδωτική, αντιφλεγμονώδη και αντιθρομβωτική δράση, προστατεύοντας έτσι την υγεία των αγγείων.
Σύμφωνα με τις οδηγίες διεθνών οργανισμών, η συγκέντρωση «καλής» χοληστερόλης θεωρείται φυσιολογική όταν υπερβαίνει τα 60 mg/dL, ενώ τιμές κάτω των 40 mg/dL και 50 mg/dL για άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα, χαρακτηρίζονται ως χαμηλές και σχετίζονται με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Με ποιο τρόπο μπορούμε όμως να αυξήσουμε τα επίπεδα HDL χοληστερόλης;
Σε γενικές γραμμές, θα λέγαμε πως τα επίπεδα HDL χοληστερόλης επηρεάζονται σε μικρότερο βαθμό από τις διατροφικές συνήθειες, συγκριτικά με την ολική ή την LDL («κακή») χοληστερόλη.
Σε κάθε περίπτωση, το είδος των λιπαρών που καταναλώνουμε μέσω της διατροφής παίζει σημαντικό ρόλο.
Ειδικότερα, η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών, που περιέχονται σε τρόφιμα όπως το κρέας, το βούτυρο και τα πλούσια σε λίπος τυριά και γαλακτοκομικά προϊόντα, από μονοακόρεστα και πολυακόρεστα, που βρίσκονται στο ελαιόλαδο, τους ξηρούς καρπούς και τα λιπαρά ψάρια, μπορεί να ενισχύσει τα επίπεδα «καλής» χοληστερόλης.
Στον αντίποδα, παράγοντες που συνδέονται με ελάττωση της HDL χοληστερόλης είναι το αυξημένο σωματικό βάρος, το κάπνισμα και η σωματική αδράνεια.
Συνεπώς, η απώλεια βάρους σε περιπτώσεις υπέρβαρου ή παχυσαρκίας, η διακοπή του καπνίσματος και η συστηματική φυσική δραστηριότητα, και ιδιαίτερα η αερόβια άσκηση, μπορούν να λειτουργήσουν βοηθητικά.
Πηγή: neadiatrofis.gr