Αναμφίβολα, η παγκόσμια υγειονομική κρίση ανέκοψε τα σχέδια της παγκόσμιας επενδυτικής κοινότητας καθώς και της ελληνικής.
Το παγκόσμιο σοκ και οι επακόλουθες διαταραχές στη ζήτηση, στην προσφορά και στη ρευστότητα της οικονομίας οδήγησαν σε βαθιά ύφεση το 2020. Μάλιστα λόγω της εξαιρετικά υψηλής αβεβαιότητας ως προς την εξέλιξη της πανδημίας είναι πολύ δύσκολο να γίνουν σήμερα ασφαλείς προβλέψεις σχετικά με τις επενδυτικές πρωτοβουλίες ακόμα και στο άμεσο μέλλον.
Για την Ελλάδα, το 2019 ήταν η πρώτη χρονιά από το 2009 εφαρμογής οικονομικής πολιτικής εκτός προγραμμάτων προσαρμογής σε πλαίσιο –βέβαια- ενισχυμένης εποπτείας για τη διασφάλιση συνέχισης των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων. Παρά την αναιμική μεγέθυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, η χώρα κατέγραψε ρυθμό ανάπτυξης 1,9 %.
Πριν από την εκδήλωση της πανδημίας, η Κυβέρνηση χάραξε και εφάρμοζε μια αποτελεσματική πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων, μεταξύ άλλων, μέσω μείωσης φορολογικών συντελεστών, παροχής φορολογικών κινήτρων για προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, κωδικοποίησης της φορολογικής νομοθεσίας, ψηφιοποίησης των διαδικασιών στο δημόσιο τομέα και στήριξης νεοφυών επιχειρήσεων με ευκολότερη πρόσβαση σε εργαλεία χρηματοδότησης. Όλα τα παραπάνω, είχαν αρχίσει να παράγουν απτά αποτελέσματα.
Η πανδημία ανέτρεψε τα δεδομένα και τις ευοίωνες προβλέψεις. Επέφερε βίαιες ανακατατάξεις στην οικονομία ενισχύοντας ορισμένες δραστηριότητες, όπως η υγεία και το ηλεκτρονικό εμπόριο και πλήττοντας άλλες, όπως η εστίαση, το εμπόριο και ο τουρισμός.
Μπορεί η Ελλάδα σήμερα -εν μέσω πανδημίας- να εξακολουθήσει να προσελκύει επενδύσεις; Είναι το ερώτημα που τίθεται μετ’ επιτάσεως στη δημόσια συζήτηση.
Μια αρνητική απάντηση θα ήταν πρόωρη, αβασάνιστη και πρόχειρη, δεδομένου ότι η πανδημία, όπως και κάθε κρίση, δημιουργεί και ευκαιρίες.
Η χώρα οφείλει να αναπτύξει μια νέα στρατηγική αναδεικνύοντας τους παράγοντες που την καθιστούν επενδυτικά ελκυστική. Ο υποδειγματικός τρόπος με τον οποίο η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη διαχειρίστηκε την πανδημία είναι ένας από τους παράγοντες. Απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει η οικονομία να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις και να απορροφήσει τους κραδασμούς, χωρίς να πληγεί περαιτέρω η επιχειρηματικότητα και η απασχόληση, είναι να δοθεί έμφαση στις νέες δεξιότητες που απαιτούν οι αναδυόμενοι κλάδοι.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο χώρος της ενέργειας. Μπορούν π.χ. να γίνουν επενδύσεις για την αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, σε σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο, σε μονάδα δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα (CO2), σε αποθήκευση ενέργειας κλπ. Επιπλέον, η επιλογή της πλήρους απολιγνιτοποίησης έως το 2028 δημιουργεί τις προϋποθέσεις υλοποίησης σημαντικών επενδύσεων και κύρια εντατικοποίηση των ενεργειών για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Προς τούτο άλλωστε διατύπωσα συγκεκριμένη στρατηγική και προτάσεις που την εξυπηρετούν.
Στο δυσχερές οικονομικό τοπίο προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην προσέλκυση επενδύσεων με πολλαπλασιαστικό θετικό αντίκτυπο. Η Δυτική Μακεδονία και ειδικότερα οι Νομοί Κοζάνης και Φλώρινας θα πρέπει να βρουν τη θέση τους στον επενδυτικό χάρτη της χώρας, ξεκινώντας έστω από τα μικρά, μεσαία και μεγάλα φωτοβολταϊκά συστήματα.
Δεύτερο παράδειγμα αποτελεί η ψηφιακή ανταγωνιστικότητα στην οικονομία. Η αναβάθμιση των ψηφιακών υποδομών και δεξιοτήτων –που επισπεύστηκε λόγω covid 19- αποτελούσε μέχρι πρότινος σημαντικό στοιχείο επενδυτικής ελκυστικότητας της χώρας. Πλέον η στήριξη κλάδων υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας έχει μετατραπεί από δυνητική επιλογή σε απαραίτητη συνθήκη.
Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι επενδύσεις και πανδημία δεν είναι μια σχέση συγκρουσιακή και ασύμπτωτη. Η επιδημιολογική κρίση αφενός γεννά ευκαιρίες επενδυτικά αξιοποιήσιμες αφετέρου επισπεύδει την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων που μέχρι πρότινος είχαν λιμνάσει.
Με σχέδιο και αποφασιστικότητα η Κυβέρνηση πρέπει να μετατρέψει και αυτή την κρίση σε ευκαιρία. Είμαι βέβαιος ότι θα το πράξει. Έχει ήδη αποδείξει ότι ξέρει και μπορεί.
Γιώργος Αμανατίδης
Βουλευτής Νομού Κοζάνης – ΝΔ